Φανατισμένα αμνοερίφια

Είναι άξιο απορίας γιατί μέσα στη λειτουργία της Δημοκρατίας, το ίδιο το πολίτευμα να επιτρέπει, ή έστω να ανέχεται, την εμφάνιση φανατικών μορφωμάτων...
Open Image Modal
.
pierluigipalazzi via Getty Images

Η λέξη ”φανατισμός” έχει τη ρίζα της και προέρχεται από το λατινικό ‘fanum[1]’ που σημαίνει ιερό, ναός, ιερός τόπος. Εννοιολογικά δηλαδή, εμπεριέχει μέσα της τη συνύπαρξη με το θεϊκό, το αλάθητο αλλά και την ένθεη σοφία. Ασυνειδήτως λοιπόν, ο φανατικός θεωρεί ότι είναι φορέας της απόλυτης αλήθειας, αυτής που δεν επιδέχεται ουδεμίας αμφισβητήσεως, ούτε καν κρίσεως που μπορεί να προέρθει από εύλογη αμφιβολία. Η ψευδαίσθηση αυτή συνήθως δημιουργείται και ερείδεται στην ιλιγγιώδη α-νοησία (έλλειψη στοιχειώδους νόησης), στην ανικανότητα νοητικής επεξεργασίας των πληροφοριών που συλλέγουν οι αισθήσεις με όρους ορθολογισμού και αντικειμενικότητας. Η ένδεια της νοητικής λειτουργικότητας μοιραία δημιουργεί ανασφάλεια στο υποκείμενο, το οποίο αναζητά εναγωνίως μια ”κοινότητα” για να ταυτιστεί και να ανήκει ώστε να ξεπεράσει το φοβικό του άγχος, γαντζωμένος από κάτι που θεωρεί ισχυρό και σίγουρο. Στο σημείο ακριβώς αυτό γίνεται αντικείμενο χειραγώγησης με την παραπληροφόρηση, λειτουργούσα απευθείας στον ψυχικό του κόσμου, να ενισχύει τις ψευδαισθήσεις και να μετουσιώνεται σε χειριστικό εργαλείο της πολιτικής, της θρησκείας ή/και λοιπών συμφερόντων εν γένει.

Ο φανατισμός χαρακτηρίζεται από πρωτογονισμό. Συντονισμένος με τα πρωτόγονα συναισθήματα, λειτουργεί αφοριστικά σε στοιχειώδες και απλοϊκό ψυχολογικό επίπεδο, δημιουργώντας περίκλειστα και αεροστεγή ποιμνιοστάσια, πολιτικά, κοινωνικά, φυλετικά, θρησκευτικά, ποδοσφαιρικά κλπ. Η δίψα για αλήθεια είναι ταυτισμένη με την ανάγκη ευκαιριακών και συγκυριακών συσπειρώσεων πάνω σε ψευδαισθητικά και συνήθως κατασκευασμένα επιχειρήματα, που σκοπό έχουν να ενισχύσουν τον ψυχαναγκασμό και τη μονομανία των εμμονών τού φανατικού ανθρώπου. Η προκλητική αμνήστευση του ευτελισμού της κοινώς αποδεκτής αλήθειας και του ορθού λόγου αλλά και της επιθυμίας καταδυνάστευσης του σεβασμού στον κοινό βίο και στις θεσμικά κατοχυρωμένες ανθρώπινες αξίες, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση ένταξης στα ποιμνιοστάσια του φανατισμού. Ο άνθρωπος παύει να είναι πολίτης και μετατρέπεται σε συστατικό στοιχείο ενός πλήθους με κοινές παθογενείς φαντασιώσεις, σε μάζα με κοινό στοιχείο ένα ιδεολόγημα, συνήθως εμπορευματοποιημένο με στόχο την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού, χωρίς όμως ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται μέσα στην α-νοησία του.

Η απόλυτη αδιαλλαξία που συνοδεύει τον φανατισμό είναι βεβαίως κοινωνικώς όχι μόνο επιζήμια αλλά κι επικίνδυνη. Εισάγει και συντηρεί ισχυρές αντιθέσεις ανάμεσα σε κοινωνικές συλλογικότητες, οι οποίες εκδηλώνονται συνήθως με βίαια ξεσπάσματα αλλά και με κοινωνικούς αυτοματισμούς και αποκλεισμούς. Λειτουργεί διχαστικά και όχι συνθετικά ενώ αποτελεί ισχυρότατο παράγοντα αποσταθεροποίησης της εύρυθμης κοινωνικής λειτουργίας.

Είναι λοιπόν άξιο απορίας γιατί μέσα στη λειτουργία της Δημοκρατίας, το ίδιο το πολίτευμα να επιτρέπει, ή έστω να ανέχεται, την εμφάνιση φανατικών μορφωμάτων, τα οποία δρουν καταφανώς εις βάρος του; Τι είναι αυτό που καθιστά τη Δημοκρατία δεκτική σε τέτοια φαινόμενα; Η χρεοκοπημένη στις μέρες μας πολιτική, ελλείψει στιβαρών πολιτικών προσωπικοτήτων ικανών να ασκήσουν σοβαρή, υπεύθυνη και μακρόπνοη ηγεσία, αξιοποιεί μια, επιτυχημένη όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα, συνταγογραφία προκειμένου να συνεχίσει να ασκεί τη δυνατότητα να άρχει επί των κοινωνιών. Αφενός μεριμνά για την, επί της ουσίας, απαιδευσία των νέων πολιτών, ώστε να μη διαθέτουν τα εφόδια ορθολογικής κρίσης και ιστορικής μνήμης και αφετέρου με διάφορες τεχνικές ”κατασκευάζει” την κοινή γνώμη. Στο πλαίσιο αυτό, το εγχειρίδιο λειτουργίας τής πολιτικής των ημερών μας έχει ειδικό κεφάλαιο για τον φανατισμό και την πολιτική του χρήση. Και όχι μόνο γι’ αυτή! Ο φανατισμός είναι αποδεδειγμένα προσοδοφόρος για των ποιμνιοστασίων τους ποιμενάρχες. Αμνοερίφια άλλωστε υπάρχουν άφθονα έξω από τις ‘θύρες’ τους!

 

Κώστας Θερμογιάννης

 

[1] https://el.wikipedia.org/wiki/Φανατισμός