Ο νεωτερικός άνθρωπος, από βάθους ψυχής εχθρεύεται, μισεί, απεχθάνεται τη φύση.
|
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Σε τρία στάδια αποξενώθηκε ο άνθρωπος από τη φύση. Το πρώτο ήταν με τις αβρααμικές θρησκείες όταν η φύση κατακρημνίστηκε οντολογικά και από μήτηρ και τροφός όπως ήταν στις πανάρχαιες λατρείες κατάντησε «Πλάση» και «Κτίση», πράγμα δηλαδή επινοημένο από μια ανώτερη τάχα διάνοια και παραχωρημένο στους ανθρώπους για να ικανοποιούν κατά το δοκούν τις ορέξεις τους πάνω της: «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς». 

Η πραγματική κατακυρίευση της γης όμως θα συντελεστεί μόνο με τη Νεωτερικότητα. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες του Μεσαίωνα δεν είχαν τα τεχνικά μέσα για να κάνουν τις προθέσεις τους πράξεις, θα μείνουν κατ’ ανάγκην στα λόγια. Αντίθετα, με αρωγό τις επαναστατικές δυνατότητες της βιομηχανίας τα πολιτικά ρεύματα που εκπήγασαν από τον Διαφωτισμό (αυτή την τέταρτη και δεινότερη αβρααμική θρησκεία), είτε ως δυτικός φιλελευθερισμός είτε ως σοβιετικός κομμουνισμός θα φορτώσουν στη φύση το τίμημα της ουτοπίας που επαγγέλθηκαν.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανυμνούν σχεδόν λυρικά στο Μανιφέστο τον καπιταλισμό για τη σκύλευση του πλανήτη:  

«Καθυπόταξη των φυσικών δυνάμεων, εκμηχάνιση, επιστράτευση της χημείας στην υπηρεσία της βιομηχανίας και της γεωργίας, ατμοπλοΐα, σιδηρόδρομοι, ηλεκτρικός τηλέγραφος, εκχέρσωση ολόκληρων ηπείρων, διάνοιξη διωρύγων, πληθυσμοί ολόκληροι που λες και ξεφυτρώνουν από τη γη – ποιος προηγούμενος αιώνας θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι παραγωγικές δυνάμεις σαν κι αυτές λάνθαναν εν υπνώσει στους κόλπους της κοινωνικής εργασίας;» 

Οι φασισμοί θα λατρέψουν κι εκείνοι το μηχανοκίνητο μέλλον. Πρόδρομός τους σ’ ένα άλλο Μανιφέστο ο φουτουριστής Μαρινέττι. Άραγε πόσοι από τους aficionados της τωρινής τεχνοθρησκείας, πόσοι διαστημοναύτες CEO, πόσοι ιεροκήρυκες των Mbps έχουν υποψιαστεί ότι τον μιμούνται;   

«Θα τραγουδήσουμε τον βόμβο του νυχτερινού πυρετού των οπλοστασίων και των ναυπηγείων που αστράφτουν βίαια κάτω από τα ηλεκτρικά φεγγάρια. Τους άπληστους σιδηροδρομικούς σταθμούς που καταβροχθίζουν τις σερπαντίνες του καπνού. Τα εργοστάσια που κρέμονται στα σύννεφα από τις στραβές γραμμές του καπνού τους. Τις γέφυρες που δρασκελούν τους ποταμούς σαν γίγαντες αθλητές, σπινθηρίζοντας στον ήλιο με τη λάμψη του μαχαιριού. Τα περιπετειώδη ατμόπλοια που οσφραίνονται τον ορίζοντα. Τις βαθύστερνες μηχανές που οι τροχοί τους ψαύουν τις ράγες σαν οπλές τεράστιων χαλύβδινων αλόγων με χαλινάρια από σωλήνα. Και το ολισθηρό πέταγμα των αεροπλάνων που οι έλικες τους πλαταγίζουν στον άνεμο σαν σημαίες και μοιάζουν με αλαλαγμούς ενθουσιασμού του πλήθους.» 

Λίγες δεκαετίες αφότου ο Χαμπλ, ως νέος Νεύτων, εξόριζε οριστικά τον άνθρωπο και τον Γαλαξία του από το κέντρο του σύμπαντος, ο χυδαίος ανθρωποκεντρισμός έπαιρνε ρεβάνς αποκαθιστώντας στο βασίλειο της γλώσσας τα αμφισβητούμενα πρωτεία του homo sapiens. Πλάθοντας τις λέξεις «περιβάλλον», «environment», «Umwelt», υποβίβαζε τη παμμήτορα Φύση σε σκηνικό, και έθετε τον άνθρωπο και πάλι στο επίκεντρο. Διότι ο «Περιβαλλόμενος», ο θετός ομφαλός του νέου αυτού «περιβάλλοντος» (πάει να πει: του παρατρεχάμενου, λίγο πολύ παρατυχόντος κόσμου), είναι βεβαίως η Αυτού Μεγαλειότης ο Εαυτός Του. 

Δεν είναι τυχαίο ότι «οικολόγοι» ήταν που έθεσαν σε κυκλοφορία την λέξη environment κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ούτε ότι επικράτησε τόσο ραγδαία χάρη στη συστράτευση διαφήμισης, πολιτικής και οικονομίας. Η παλιά λέξη «φυσιολάτρης» ήταν λέξη ύποπτη, μιλούσε για λατρείες και λάτρεις, φανέρωνε μέσα της έντονα αισθήματα και κοσμικές ιεραρχίες, παρέπεμπε εντέλει στη στάση μας απέναντι στο Ιερό.  

Αντίθετα, η λέξη «περιβαλλοντιστής», «περιβαλλοντολόγος», «φιλικός στο περιβάλλον», είναι απλώς τεχνοκρατική αργκό, ένας ψυχρός νεολογισμός που εικονογραφεί μια χαρά το πώς διαχειρίζεται ο μάνατζερ τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας του. Σήμερα τα λεγόμενα «πράσινα» κόμματα εμπνέονται περισσότερο από το πράσινο χρώμα του δολλαρίου. Όπως εκείνος ο θρυλικός κοιλιόδουλος που προκαλούσε στον εαυτό του τεχνητούς εμέτους στη μέση του γεύματος ώστε να συνεχίσει το χλαπάκιασμα ανεμπόδιστος, έτσι κι εκείνων μόνη έγνοια είναι η «πράσινη ενέργεια», ένα άλλοθι δηλαδή για να συνεχίσουν να καλπάζουν ανέμελα πάνω στα πράσινα άλογα της «ανάπτυξης» και της καταναλωτικής κραιπάλης.  

Το τρίτο στάδιο του διαζυγίου ανθρώπου και φύσης το ζούμε στις μέρες μας. Είναι η ψηφιοποίηση του παντός που μας τάζουν με παιδιάστικο ενθουσιασμό οι πολιτικοί μας ως πανάκεια για κάθε νόσο. Η υποκατάσταση του όντως κόσμου δηλαδή, από το εικονικό σύμπαν του κυβερνοκόσμου, ενός ψηφιακού αντικατοπτρισμού που απαλλαγμένος από ό,τι το απτό, θα «τρέχει» μόνο στα μόνιτορ και τα οπτικά μας νήματα με την ταχύτητα του video-game. Η φύση εδώ δεν είναι καν πρώτη ύλη πρόσφορη για τις κατασκευές μας. Είναι εμπόδιο που πρέπει να παραμεριστεί. Η ύπαρξή της μας περισπά από τις παραισθητικές τέρψεις και ανέσεις των τεχνοουσιών στις οποίες έχουμε εθιστεί.  

Ό,τι κι αν λέει, ό,τι κι αν ισχυρίζεται ο νεωτερικός άνθρωπος, από βάθους ψυχής εχθρεύεται, μισεί, απεχθάνεται τη φύση. Ανέκαθεν ένιωθε σ’ αυτήν το ανυπέρβλητο όριό του. Μέσα σε λίγους αιώνες, ο ίδιος μπορεί να σάρωσε στο πέρασμά του την Παράδοση, την Αυθεντία, την Πίστη. Όμως η Φύση, άλλοτε ως λοιμός, άλλοτε ως λαίλαπα του πυρός, άλλοτε ως τυφώνας ή σεισμός, θα μένει εδώ να του θυμίζει αυτό που δεν θέλει ούτε να σκέφτεται: ότι δεν είναι, ότι δεν πρόκειται ποτέ του να γίνει θεός. Και ότι το είδωλο που βλέπει στον καθρέφτη του δεν είναι εκείνο του Ιουδαίου Ιεχωβά, που δημιουργεί τάχα τον κόσμο εκ του μηδενός. Αλλά του Θεσσαλού Ερυσίχθονος, του βέβηλου εκείνου που η απληστία του τον καταδίκασε να φάει στο τέλος τις ίδιες του τις σάρκες.