Μόνο υποθέσεις μπορούν να εκφρασθούν σχετικά με το τι ακριβώς θα συζητήσουν στο Ισραήλ, στις 13 Σεπτεμβρίου 2018, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Κύπρου κ.κ. Κοτζιάς και Χριστοδουλίδης, με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό κ. Νετανιάχου. Τα θέματα της ατζέντας παραμένουν άγνωστα – και όχι άδικα, καθότι οι τελευταίες εξελίξεις στην περιοχή μας αυτό το καλοκαίρι αφήνουν αναπάντητα πολλά ερωτήματα:
Θα υπογραφεί συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, ή τελικά θα παραμείνει η κατάσταση ως έχει, με μία εκεχειρία de facto που θα διαρκέσει μέχρι την επόμενη ένοπλη σύγκρουση;
Θα επιτύχει η Αίγυπτος να γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ της Χαμάς και της Παλαιστινιακής Αρχής; Θα προτιμηθεί η λύση του «κυπριακού λιμανιού», όπου θα γίνεται ο ισραηλινός προέλεγχος ασφαλείας των εμπορευμάτων που θα προορίζονται για την Γάζα, ή μήπως τελικά η Αίγυπτος θα αναλάβει και αυτό το ζήτημα, αναβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο την περιφερειακή της ισχύ; Μήπως τελικά οι επενδύσεις που υπόσχεται το Κατάρ στην Γάζα θα καταφέρουν να εξυπηρετήσουν τις τουρκικές νεο-οθωμανικές επιδιώξεις στην περιοχή και να τεθούν σε εφαρμογή, όταν πια θα έχει κοπάσει κάπως ο οικονομικός πόλεμος που αντιμετωπίζει τώρα η διακυβέρνηση Ερντογάν; Άραγε, μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ένταση ΗΠΑ-Τουρκίας και τι θα αποφασίσει να κάνει η Ρωσία με την «αόρατη σκυτάλη» που της δίνουν εχθροί και φίλοι στη Μέση Ανατολή; Θα ανακοινωθεί σύντομα το πολλά υποσχόμενο ειρηνευτικό σχέδιο των ΗΠΑ, γνωστό και ως «Deal του Αιώνα», ή μήπως θα πρέπει να αναμένουμε μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, για να το πληροφορηθούμε στην ερχόμενη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ;
Όπως και να διαμορφωθεί η ατζέντα των θεμάτων που θα συζητηθούν, το σίγουρο είναι πως η αναζήτηση της ασφαλέστερης «ενεργειακής οδού» που θα μεταφέρει το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου προς την Ευρώπη, θα απασχολήσει (και) την επικείμενη τριμερή συνάντηση. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από μια άκρως ενδιαφέρουσα διαβαθμισμένη έκθεση του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, το περιεχόμενο της οποίας διέρρευσε και δημοσιεύθηκε στην ισραηλινή εφημερίδα «Ιεντιότ Αχαρονότ», στις 16 Αυγούστου 2018.
Σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα, την έκθεση συνέταξε πρόσφατα το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών. Το ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει, ήταν ποια «ενεργειακή οδός» θα πρέπει να προτιμήσει το Ισραήλ για να εξάγει το φυσικό του αέριο προς την Ευρώπη και πέραν αυτής. Οι εναλλακτικές που αναφέρονται είναι τρεις: Είτε μέσω της Τουρκίας («τουρκική οδός»), είτε μέσω της Αιγύπτου («αιγυπτιακή οδός»), είτε μέσω Κύπρου και Ελλάδας («ελληνική οδός», δηλαδή με τον υποθαλάσσιο αγωγό EastMed).
Προτού εξετάσουμε τι ακριβώς αναφέρει η έκθεση, αξίζει να επισημανθεί ότι στο δημοσίευμα δεν αναγράφεται η ακριβής ημερομηνία σύνταξής της. Ωστόσο, το ισραηλινό ΥΠΕΞ δεν διέψευσε το δημοσίευμα –γεγονός που μας αφήνει να υποθέσουμε, ότι το περιεχόμενό της περιγράφει τις τάσεις που επικρατούν στην ισραηλινή κυβέρνηση, ενόψει της τριμερούς συνάντησης της 13ης Σεπτεμβρίου 2018.
Το περιεχόμενο της ισραηλινής έκθεσης
Κατ’ αρχάς, η ισραηλινή έκθεση θέτει τα εξής δεδομένα: Η εμπορική εκμετάλλευση του ισραηλινού κοιτάσματος Ταμάρ και η συνέχεια των έργων ανάπτυξης στο κοίτασμα Λεβιάθαν, οδήγησαν στην υπογραφή συμφωνιών εξαγωγής φυσικού αερίου περιορισμένης έκτασης προς την Ιορδανία, την Παλαιστινιακή Αρχή και την Αίγυπτο. Παράλληλα, όμως, δημιούργησαν προϋποθέσεις για μαζικές εξαγωγές φυσικού αερίου σε χώρες πέραν της Ανατολικής Μεσογείου. Επισημαίνεται επίσης, ότι ο Λίβανος, ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα απραξίας και πολιτικής αβεβαιότητας, αρχίζει σιγά-σιγά να συμμετέχει στο ενεργειακό παιχνίδι. Τον Ιανουάριο του 2018, η κυβέρνηση της Βηρυτού προχώρησε σε διεθνή διαγωνισμό για την εκμετάλλευση δύο οικοπέδων της λιβανικής ΑΟΖ, στα οποία θα πραγματοποιηθούν σεισμογραφικές έρευνες για να διαπιστωθεί εάν πράγματι υπάρχει επιχειρηματικό ενδιαφέρον για τα κοιτάσματα που τυχόν εντοπισθούν.
-Η «τουρκική οδός»
Ενδιαφέρουσες είναι οι εκτιμήσεις της έκθεσης σχετικά με την πιθανότητα μεταφοράς του ισραηλινού φυσικού αερίου μέσω Τουρκίας. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι, παρά την ανάπτυξη που σημειώνεται στην Τουρκία στον τομέα των υποδομών, στην απόκτηση πείρας στην διακίνηση φυσικού αερίου εντός της επικράτειάς της και την προοπτική να καταστεί κομβικός διαμετακομιστικός σταθμός, οι τεταμένες σχέσεις της με το Ισραήλ και την Κύπρο, ως επίσης και ο τρόπος που συνδιαλέγεται με σημαντικές πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, εμποδίζουν την Τουρκία να αποκτήσει τον περιφερειακό ρόλο που επιδιώκει. Η Τουρκία, συνεχίζει η έκθεση, ενδιαφέρεται να συγκεντρώσει στο δικό της δίκτυο αγωγών ολόκληρο το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου, θέλοντας να ανταγωνιστεί την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Παράλληλα, η Τουρκία θέλει να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, όσο περισσότερο γίνεται.
Η ισραηλινή έκθεση εκτιμά ότι, από πλευράς κόστους, η «τουρκική οδός» είναι πολύ πιο συμφέρουσα από την «αιγυπτιακή» ή την «ελληνική οδό». Το κόστος κατασκευής του υποθαλάσσιου αγωγού που θα συνδέει το Ισραήλ με την Τουρκία θεωρείται χαμηλό και υπολογίζεται να ανέλθει σε 3 έως 4 δισεκατομμύρια δολάρια. Πέραν αυτού, η γεωγραφική θέση της Τουρκίας είναι προνομιακή, βρίσκεται κοντά στην Ευρώπη και το επίγειο δίκτυο αγωγών που διαθέτει είναι ιδεώδες για την διακίνηση του ισραηλινού φυσικού αερίου, όχι μόνο εντός της χώρας, αλλά και στις χώρες της Ευρώπης. Ωστόσο, καταλήγει η έκθεση του ισραηλινού ΥΠΕΞ, οι αρνητικές σχέσεις που έχει σήμερα η Τουρκία με την Κύπρο και το Ισραήλ – δύο χώρες τις οποίες η Τουρκία ουσιαστικά έχει ανάγκη για να πραγματοποιήσει τις περιφερειακές της φιλοδοξίες- μειώνουν σημαντικά την πιθανότητα να προτιμηθεί από το Ισραήλ η «τουρκική οδός» για την εξαγωγή του ισραηλινού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Σημειώνεται μάλιστα, ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, τίποτα δεν προλέγει ότι θα υποχωρήσει το κλίμα έντασης μεταξύ της Τουρκίας και των γειτόνων της, καθότι όλα δείχνουν πως η Άγκυρα θα συνεχίσει να υιοθετεί μια πολιτική «συγκρουσιακή και ανατρεπτική».
-Η «ελληνική οδός»
Η έκθεση αναφέρει ότι η «ελληνική οδός» , δηλαδή η λύση του αγωγού EastMed, χαίρει της αμέριστης στήριξης των κυβερνήσεων του Ισραήλ, της Κύπρου, της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, η πρόοδος που έχει σημειωθεί σε επίπεδο πολιτικής συνεργασίας κρίνεται «εξαιρετικά εντυπωσιακή». Όμως, σε οικονομικό και επιχειρηματικό επίπεδο φαίνεται πως ο EastMed δεν καταφέρνει ακόμα να προσελκύσει επενδυτές που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στο μεγάλο του κόστος. Σημαντική προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος είναι οι εμπλεκόμενες κυβερνήσεις του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας να διατηρήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου, προσπαθώντας να προσελκύσουν ακόμα περισσότερους διεθνείς επενδυτές.
Όμως, ακόμα και αν αυτό επιτευχθεί, οι δυσκολίες για την εφαρμογή της «ελληνικής οδού» δεν τελειώνουν εδώ. Το βασικό πρόβλημα συνίσταται στην υψηλή κοστολόγηση τόσο της κατασκευής του αγωγού, όσο και της μετέπειτα λειτουργίας του. Όσο για τον ρόλο της Ιταλίας, η έκθεση του ισραηλινού ΥΠΕΞ καταλήγει ότι αυξάνονται ολοένα και περισσότερο οι αμφιβολίες κατά πόσον η χώρα αυτή θα μπορούσε πράγματι να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της «νότιας ενεργειακής πύλης της Ευρώπης». Αν και δεν εκτίθενται ρητά οι λόγοι που καθιστούν την Ιταλία λιγότερο αξιόπιστη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, δεν αποκλείεται σε αυτό να συνετέλεσε η νέα ιταλική κυβέρνηση που έλαβε τα ηνία της χώρας μετά τις πρόσφατες εκλογές. Μάλιστα, οι ισραηλινές αμφιβολίες για την θέση της Ιταλίας στον σχεδιαζόμενο ενεργειακό χάρτη επισημαίνονται όχι μόνο σε ό,τι αφορά την βιωσιμότητα της «ελληνικής οδού» , αλλά και σε σχέση με την «τουρκική» και την «αιγυπτιακή». Συμπερασματικά, πάντως, η «ελληνική οδός» αποτιμάται ως ιδιαίτερα «βατή» από πολιτικής απόψεως σε σχέση με την «τουρκική οδό», αλλά εάν συνεχίσει να μην προσελκύει επενδυτές, τότε θα πρέπει να εγκαταλειφθεί λόγω κόστους. Για αυτόν το λόγο, η λύση του EastMed κρίνεται επιχειρηματικά ασύμφορη, τουλάχιστον για την ώρα.
-Η «αιγυπτιακή οδός»
Η εμπιστευτική έκθεση του ισραηλινού ΥΠΕΞ, δια της εις άτοπον απαγωγής φέρεται να καταλήγει στην «αιγυπτιακή οδό», η οποία φέρεται να συγκεντρώνει τα περισσότερα πλεονεκτήματα, τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και από άποψης οικονομικής βιωσιμότητας και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος. Οι διμερείς σχέσεις της Αιγύπτου με την Ελλάδα και την Κύπρο είναι άριστες. Συγχρόνως, το καθεστώς Αλ-Σίσι προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες σε ό,τι αφορά ζητήματα ασφαλείας που αντιμετωπίζει το Ισραήλ, όχι μόνο στις παραμεθόριες περιοχές που συνορεύουν με την Γάζα και την χερσόνησο του Σινά, αλλά και σε ευρύτερο μεσανατολικό επίπεδο.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και εδώ κάποια σημαντικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν. Από τη μια, τα αιγυπτιακά κοιτάσματα φυσικού αερίου είναι μεν σημαντικά, χρειάζεται όμως να εντοπισθούν και άλλα προκειμένου η «αιγυπτιακή οδός» να καταστεί βιώσιμη επιχειρηματικά. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η Αίγυπτος θα έχει πάντα ανάγκη το φυσικό αέριο του Ισραήλ και της Κύπρου, για να μπορέσει να συντηρήσει την λειτουργία του διαμετακομιστικού της δικτύου και των εγκαταστάσεων που απαιτούνται. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον επιλεγεί η «αιγυπτιακή οδός», τα κοιτάσματα όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου θα πρέπει να περνούν μέσω Αιγύπτου, αναβαθμίζοντας κατακόρυφα την περιφερειακή της ισχύ σε κάθε επίπεδο. Σύμφωνα με την ισραηλινή έκθεση, η λύση της «αιγυπτιακής οδού» μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή μέσα σε μια πενταετία και εφόσον γίνουν σημαντικές βελτιώσεις στις υπάρχουσες υποδομές. Επισημαίνεται ότι τον τελευταίο καιρό η επιχειρηματολογία υπέρ της «αιγυπτιακής οδού» κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος και στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγχρόνως, όμως, στις Βρυξέλλες εκφράζονται ολοένα και περισσότερες αμφιβολίες εάν η Ιταλία θα είναι σε θέση να καταστεί η «νότια ενεργειακή πύλη της Ευρώπης».
Αποτιμώντας την έκθεση του ισραηλινού ΥΠΕΞ
Ο χρόνος και το περιεχόμενο της διαρροής της διαβαθμισμένης έκθεσης του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών δεν πρέπει να θεωρούνται γεγονότα τυχαία. Στις 16 Αυγούστου 2018, ημέρα της δημοσιοποίησής της, οι διαμεσολαβητικές προσπάθειες της Αιγύπτου για την επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός ανάμεσα στο Ισραήλ και την Χαμάς βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη. Δεν αποκλείεται λοιπόν, η ισραηλινή πλευρά να ήθελε να στείλει κάποια «έμμεση υπόσχεση» στο Κάιρο, ότι σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαμεσολαβητικής προσπάθειας ανάμεσα στο Ισραήλ και την Χαμάς, η Αίγυπτος θα λάβει ενεργειακά και πολιτικά ανταλλάγματα για τις καλές της υπηρεσίες. Από την άλλη, όμως, είναι γεγονός ότι η λεγόμενη «ελληνική οδός» του EastMed, εάν πράγματι δεν αντιμετώπιζε δυσκολίες χρηματοδότησης, θα είχε ήδη αρχίσει να τίθεται σε πρακτική εφαρμογή –κάτι που δεν συμβαίνει. Επομένως, τα μειονεκτήματα που επισημαίνονται για τον αγωγό EastMed, σίγουρα δεν είναι μια απλή «επιχειρηματολογία τακτικής».
Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ισραηλινή θεώρηση –όπως τουλάχιστον αυτή αποτυπώνεται στη συγκεκριμένη έκθεση– παραβλέπει έναν πολύ σημαντικό κριτήριο: Τον παράγοντα της πολιτικής σταθερότητας.
Πόσο ισχυρή θα γίνει η Αίγυπτος;
Από την κατάρρευση του ισλαμιστή Μοχάμαντ Μόρσι στην Αίγυπτο και μέχρι τώρα, το Ισραήλ δείχνει μεγάλη εμπιστοσύνη στο παρών καθεστώς του προέδρου Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι -και όχι άδικα. Ο ρόλος της Αιγύπτου αποδεικνύεται σημαντικός τόσο κατά την διαχείριση των εκάστοτε εντάσεων στην Γάζα, όσο και στον τρόπο με τον οποίον αποτρέπεται η Χαμάς να ενισχύσει τους δεσμούς της με τις ισλαμιστικές οργανώσεις που δρουν στο γειτονικό Σινά. Η διακυβέρνηση Αλ-Σίσι διαδέχθηκε το χάος που άφησε πίσω της η σύντομη θητεία του Μοχάμαντ Μόρσι, κατά την διάρκεια της οποίας η Αίγυπτος έτεινε να ξεχάσει όσα είχαν υπογραφεί στην συνθήκη ειρήνης του Καμπ Ντέηβιντ. Από την ανάληψη της εξουσίας από τον Αλ-Σίσι και έως σήμερα, οι Ισραηλινοί δείχνουν εφησυχασμένοι, έως του σημείου να εμπιστεύονται σχεδόν τυφλά την Αίγυπτο για τις επόμενες δεκαετίες, σε ό,τι αφορά την εξαγωγή του φυσικού τους αερίου.
Από την άλλη, όμως, η Αίγυπτος δεν μπορεί να θεωρείται πως είναι μια χώρα με σταθερό πολιτικό περιβάλλον. Αν και συνταγματικά, η Αίγυπτος είναι μια προεδρική δημοκρατία, ο στρατός έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στα κέντρα λήψεως αποφάσεων. Αυτό δεν είναι παράλογο, καθότι στην χερσόνησο του Σινά και στις επαρχίες που συνορεύουν με την Λιβύη, ο αιγυπτιακός στρατός δεν έχει σταματήσει να αναμετράται με τις τοπικές ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες. Τρομοκρατικές επιθέσεις με στόχο χριστιανικές εκκλησίες αποτελούν σύνηθες φαινόμενο, την στιγμή που η αιγυπτιακή κοινωνία συνεχίζει να είναι συντηρητική, προσκολλημένη στην θρησκεία και τρέφει βαθιά αντιδυτικά και αντι-ισραηλινά αισθήματα. Για ένα καθεστώς που τελεί σε συνεχή στρατιωτική εγρήγορση τα τελευταία χρόνια, αρκεί ένα μόνο μοιραίο λάθος για να καταρρεύσει εν μια νυκτί και η πρόσφατη ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Εντύπωση προκαλεί, λοιπόν, το γεγονός ότι οι ισραηλινοί πραγματογνώμονες δεν δείχνουν να προβληματίζονται για το εάν τελικά η «αιγυπτιακή οδός» θα συνεχίσει να θεωρείται ως η πλέον ασφαλής για το ισραηλινό φυσικό αέριο, και μάλιστα για ορίζοντα δεκαετιών. Με άλλα λόγια, προτού η ισραηλινή πλευρά επιλέξει την «αιγυπτιακή οδό», θα έπρεπε πρωτίστως να προβληματισθεί όχι τόσο για το κόστος του εγχειρήματος ή σε πόσα χρόνια θα έχουν βελτιωθεί οι παρούσες υποδομές. Θα έπρεπε να προβληματισθεί πολύ σοβαρά εάν μια Αίγυπτος ισχυρή μπορεί μελλοντικά να καταστεί ακόμα πιο ισχυρή –και ως εκ τούτου, επικίνδυνη.
Θα αλλάξει η Τουρκία μετά τον Ερντογάν;
Το μοναδικό μειονέκτημα που προβάλλει η ισραηλινή έκθεση για την «τουρκική οδό», είναι η πολιτική που εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ακόμα επανάληψη των εκτιμήσεων πολλών σημαντικών αναλυτών της χώρας, οι οποίοι από το επεισόδιο του Mavi Marmara και εντεύθεν, υποστηρίζουν σε διάφορους τόνους ότι εάν ο Ερντογάν φύγει από την εξουσία, το ρολόι θα αρχίσει σιγά-σιγά να γυρίζει πίσω και οι διμερείς σχέσεις με την Τουρκία, αργά ή γρήγορα θα αποκατασταθούν.
Αυτό, όμως, που τείνουν να προσπερνούν οι ισραηλινοί εμπειρογνώμονες είναι ότι οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική ζωή της Τουρκίας ο Ερντογάν και το ΑΚΡ είναι πολύ πιο ριζικές από όσες ίσως θέλουν να πιστεύουν. Κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της διακυβέρνησης του ΑΚΡ , η τουρκική εξωτερική πολιτική πολύ λίγο λάμβανε υπ’όψιν της την κοινή γνώμη και το θυμικό της. Το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών εφάρμοζε τις κινήσεις του ακολουθώντας μια συγκεκριμένη Realpolitik, με αποτέλεσμα η Τουρκία να χαράσσει χωρίς πολλές επεξηγήσεις στο λαό μια πορεία καθαρά πραγματιστική, συντασσόμενη ξεκάθαρα με τα συμφέροντα της Δύσης στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αντιθέτως, ο πρόεδρος Ερντογάν ακολουθεί το δικό του νεο-οθωμανικό όραμα, το οποίο εμπλουτίζει επικοινωνιακά, αξιοποιώντας ανάλογα μια συντηρητική, στην πλειοψηφία της, κοινή γνώμη, προσκολλημένη στο Ισλάμ, και εχθρικά διακείμενη στα Δυτικά πρότυπα.
Ακόμα και όταν κάποτε το πλήθος των αντιφρονούντων αποφυλακισθεί και καταλάβει την εξουσία (δημοκρατικά ή μη), η παρακαταθήκη της διακυβέρνησης Ερντογάν δεν πρόκειται να ξεχαστεί εύκολα. Δεν θα ξεχαστεί εύκολα ούτε η νέα πολιτική «κουλτούρα διάδρασης» ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και τον απλό κόσμο. Μια πολιτική κουλτούρα που απαιτεί από τον εκάστοτε ηγέτη να πρέπει να εξασφαλίσει το εξωθεσμικό «πράσινο φως» της κοινής γνώμης για τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί ζητήματα εθνικής κυριαρχίας σε σχέση με τους άμεσους γείτονές του. Όλες οι περιφερειακές αντιπαραθέσεις στις οποίες έχει εμπλακεί η Τουρκία τα τελευταία χρόνια σχετίζονται με ευαίσθητες χορδές του λαϊκού θυμικού: Την έννοια του έθνους, τον σεβασμό στην θρησκεία και στο ένδοξο οθωμανικό παρελθόν. Πρόκειται για αξίες συνυφασμένες με την καθαυτή τουρκική εθνική συνείδηση και την εικόνα που έχει ο λαός για τον εαυτό του.
Έτσι, ακόμα και εάν πράγματι η Τουρκία διαθέτει άριστες υποδομές, ευρύ δίκτυο αγωγών και εξαιρετική γεωγραφική θέση, οι πολιτικοί ηγέτες που κάποτε θα διαδεχθούν τον πρόεδρο Ερντογάν δεν θα έχουν την πολυτέλεια να αγνοήσουν τα πολύ καλά ριζωμένα αντι-ισραηλινά αισθήματα που έχουν υιοθετηθεί και εμπεδωθεί από την τουρκική κοινωνία και την νέα γενιά της χώρας, από το 2010 μέχρι σήμερα. Πώς είναι δυνατόν το Ισραήλ να αγνοεί μια τέτοια σημαντική παράμετρο και να θεωρεί ότι το μοναδικό πρόβλημα της «τουρκικής ενεργειακής οδού» είναι απλώς και μόνο η προσωπικότητα του σημερινού Τούρκου προέδρου; Άτοπο.
Με κύριο γνώμονα την ασφάλεια
Ενόψει της συνάντησης Χριστοδουλίδη-Κοτζιά-Νετανιάχου στις 13 Σεπτεμβρίου 2018 -και λαμβάνοντας υπ’όψιν όσα αναφέρονται στην διαβαθμισμένη έκθεση του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών που διέρρευσε στις εφημερίδες της χώρας- καταλήγουμε ότι, αναμφίβολα, είναι απαραίτητη η τεχνοκρατική θεώρηση του σοβαρότατου ζητήματος της εξαγωγής του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου προς τις Δυτικές αγορές. Ωστόσο, κανένας ψυχρός τεχνοκρατικός σχεδιασμός δεν μπορεί να υποκαταστήσει την επίγνωση του ιστορικού και πολιτικού γίγνεσθαι των χωρών που εμπλέκονται στον ενεργειακό χάρτη που αρχίζει να σχεδιάζεται. Η Ανατολική Μεσόγειος ουδέποτε συμβάδισε εντελώς με αμιγώς πρακτικές διευθετήσεις των προβλημάτων κυριαρχίας, που ανέκαθεν αντιμετώπιζε –εξ ου και υπάρχει πληθώρα ανοικτών θεμάτων προς επίλυση.
Κατά κοινή ομολογία φαίνεται πως πράγματι, η λύση του EastMed δεν είναι η φθηνότερη, αλλά ούτε και η ευκολότερη επιχειρηματικά και πρακτικά. Εάν όμως ληφθεί υπ’όψιν το πόσοι κίνδυνοι θα ελλοχεύσουν όταν ένα ασταθές και αντιδυτικό καθεστώς (είτε στην Αίγυπτο, είτε στην Τουρκία) βρεθεί να ελέγχει την διακίνηση του συνόλου του φυσικού αερίου όλων των υπολοίπων χωρών της περιοχής, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι αμιγώς τεχνοκρατικές λύσεις, στερούμενες από βαθιά επίγνωση των πολιτικών τάσεων που επικρατούν, κινδυνεύουν να καταλήξουν σε ποικίλα αδιέξοδα με συνέπειες μακροπρόθεσμες.
Αναδημοσίευση από το Foreign Affairs