Το τελευταίο διάστημα, οι δημόσιες αντιπαραθέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων (σε ανώτατο επίπεδο) Ελλάδας – Τουρκίας, καλά κρατούν. Μάλιστα, οι προσδοκίες για μια συνάντηση κορυφής, πρόσφατα στην Πράγα, με στόχο να πέσουν οι τόνοι, όχι μόνον δεν επιβεβαιώθηκαν αλλά τουναντίον διαψεύστηκαν με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο. Για ποιο λόγο, όμως, σχεδόν το σύνολο των κυβερνητικών στελεχών της Τουρκίας επιδίδονται σε εμπρηστικές δηλώσεις; Επιθυμούν, όντως, τη σύγκρουση; Την έχουν προαποφασίσει και προετοιμάζουν την εσωτερική τους κοινή γνώμη;
Προφανώς, κανείς νουνεχής πολίτης δεν μπορεί να είναι βέβαιος. Υπάρχουν, όμως, κάποια δεδομένα.
Πρώτον, η απομόνωση προσωπικά του Ερντογάν και της κυβέρνησής του, λόγω της επαμφοτερίζουσας και εν πολλοίς εκβιαστικής στάσης που τηρεί στο Ρωσοουκρανικό πόλεμο. Οι Τούρκοι, μάλλον, λησμόνησαν ότι μπορείς να κοροϊδεύεις λίγους για πολύ, πολλούς για λίγο, αλλά όχι όλους για πάντα. Και στη Ρουσοουκρανική διένεξη έχουν εμπλακεί όλοι οι παγκοσμίως σημαντικοί «παίκτες». Είναι αδύνατον να τους κοροϊδέψεις όλους και για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δεύτερον, οι εθνικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες να πραγματοποιηθούν τον Ιούνιο στην Τουρκία. Ευλόγως, ο Ερντογάν αναζητεί ένα νέο πειστικό αφήγημα να απευθυνθεί στον τουρκικό λαό, την ώρα που η οικονομία του ταλανίζεται. Και από ό,τι φαίνεται επέλεξε το αφήγημα του θύματος. Της ισχυρής χώρας που όλοι επιβουλεύονται και θέλουν να διαμελίσουν, όπως επιχείρησαν πριν από 100 χρόνια. Και στο αφήγημα αυτό η Ελλάδα έχει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο.
Εάν η ανωτέρω ανάλυση απαντάει επαρκώς στους λόγους ανάδειξης της τουρκικής λεκτικής – για την ώρα – επιθετικότητας με δυσκολία μπορεί να δώσει εύλογη απάντηση για τον τρόπο που αντιδράει η ελληνική κυβέρνηση. Ίσως για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συντηρήσουμε την ένταση. Και εδώ υπάρχουν κάποια δεδομένα. Πράγματι, μετά από πολλά χρόνια, η Ελλάδα νιώθει κοντά της τόσο την ευρωπαϊκή οικογένεια όσο και τον αμερικανικό παράγοντα. Στη Ρωσοουκρανική διένεξη απέφυγε κουτοπόνηρες τακτικές και βρέθηκε στη σωστή πλευρά της ιστορίας, σε αντίθεση με τη γείτονα χώρα.
Επιπροσθέτως έχουμε, επίσης, εισέλθει σε προεκλογική περίοδο. Το αφήγημα της εθνικά υπερήφανης χώρας που ανταπαντάει σε κάθε τούρκικη μπαρούφα, σε κάθε δημόσιο forum (μολονότι την ίδια στιγμή παρουσιάζει επικίνδυνη αβελτηρία στον τρόπο που χειρίζεται τις επίσημες διαδικασίες στον ΟΗΕ και καθυστερεί χαρακτηριστικά στη νομική απάντηση των τουρκικών θέσεων) συσπειρώνει το συντηρητικό ακροατήριο, αποπροσανατολίζει από εσωτερικά θέματα και τον χειρισμό αυτών (ακρίβεια, ενεργειακή κρίση, υποκλοπές κλπ) και διευρύνει το δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι μιας αφιονισμένης αντιπολίτευσης.
Ωστόσο, πόση χρονική διάρκεια μπορεί να έχει μια τέτοια στρατηγική; Πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι στην πράξη; Καταρχάς, τα διεθνή συμφέροντα ουδέποτε είναι μόνιμα. Ένας τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία ή ανάδειξη άλλου προσώπου στην τουρκική ηγεσία, το πιθανότερο είναι ότι θα αλλάξουν το σημερινό πλαίσιο συσχετισμών. Συνεπώς, οι υψηλοί τόνοι ένθεν και ένθεν είτε δεν θα έχουν νόημα είτε δε θα βρίσκουν ευήκοα ώτα στα διεθνή φόρα. «Καλύτερα», θα παρατηρήσει ο καλόπιστος αναγνώστης. Και πράγματι, η καταλαγή και η αποφυγή οξύνσεων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά ο στόχος είναι άλλος. Η αύξηση του κύρους και της γεωστρατηγικής επιρροής της χώρας. Χάνουμε πολύτιμο χρόνο και εξαντλούμε το διπλωματικό απόθεμα που δημιουργήσαμε εάν ζητούμε διαρκώς δηλώσεις υποστήριξης από τη διεθνή κοινωνία, στο πλαίσιο μιας κουτσαβακίστικης λεκτικής αντιπαράθεσης.
Αυτό που έπρεπε να κάνουμε είναι διαφορετικό. Να εκμεταλλευτούμε τη χρονική συγκυρία και τις υφιστάμενες συμμαχίες μας για να διευρύνουμε την επιρροή μας στη Λιβύη (που τείνει να μετατραπεί σε αχίλλειο πτέρνα μας τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε γεωοικονομικό επίπεδο), να ολοκληρώσουμε την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο και να διευρύνουμε τη στρατιωτική και οικονομική συνεργασία μας με τις χώρες της νοτιοανατολικής μεσογείου.
***
Του Αργύρη Αργυριάδη
Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω