Από την αρχή του έτους, μια φονική επιδημία είναι σε εξέλιξη στη Νιγηρία: Ο πυρετός Λάσα είναι μία νόσος που μπορεί να προκαλέσει εξαιρετικά επικίνδυνες επιδημίες- και δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή εμβόλιο.
Όπως υπογραμμίζεται σε δημοσίευμα του BBC, ο πυρετός Λάσα δεν είναι καινούρια ασθένεια, αλλά η έκταση της παρούσας επιδημίας είναι άνευ προηγουμένου, καθώς εξαπλώνεται ταχύτερα και πιο πολύ από οποτεδήποτε ξανά στο παρελθόν.
Οι εργαζόμενοι στις υγειονομικές υπηρεσίες δέχονται μεγάλη πίεση, και αρκετοί εξ αυτών έχουν μολυνθεί οι ίδιοι και πεθάνει. Πρόκειται για έναν αιμορραγικό πυρετό, ο οποίος μπορεί να επηρεάσει πολλά όργανα και να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στα αιμοφόρα αγγεία του σώματος.
Οι περισσότεροι από αυτούς που προσβάλλονται από τον Λάσα παρουσιάζουν μόνο ελαφρά συμπτώματα, όπως πυρετός, πονοκέφαλος και γενική αδυναμία- ή και καθόλου συμπτώματα. Ωστόσο, σε έντονες περιπτώσεις, μπορεί να μιμηθεί έναν άλλο αιμορραγικό πυρετό, τον Έμπολα, προκαλώντας αιμορραγία από τη μύτη, το στόμα και άλλα σημεία του σώματος.
Το ποσοστό θνησιμότητας στην παρούσα επιδημία Λάσα στη Νιγηρία φτάνει το 22%, με 1081 πιθανά κρούσματα από την αρχή του Ιανουαρίου ως τις 25 Φεβρουαρίου και 317 επιβεβαιωμένα. 14 εργαζόμενοι σε υγειονομικές υπηρεσίες έχουν επηρεαστεί σε έξι πολιτείες, σύμφωνα με το αρμόδιο κέντρο ελέγχου λοιμωδών της Νιγηρίας.
Οι νεκροί θεωρείται πως φτάνουν τους 90 ως τώρα, αλλά ο πραγματικός αριθμός ίσως να είναι υψηλότερος, επειδή η διάγνωση του Λάσα είναι δύσκολη, καθώς στα πρώτα του στάδια είναι σχεδόν αδύνατον να διακριθεί από άλλες, πιο κοινές ασθένειες, όπως η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός.
Χωρίς να υπάρχει κάποιο αξιόπιστο τεστ, ο μόνος τρόπος διάγνωσης είναι η ανάλυση δείγματος αίματος ή ιστού σε κάποιο από έναν μικρό αριθμό εξειδικευμένων εργαστηρίων.
Η νόσος είχε πρωτοεντοπιστεί στη νιγηριανή πόλη Λάσα το 1969, μετά από ένα ξέσπασμα σε νοσοκομείο ιεραποστολής. Έκτοτε έχει εμφανιστεί σε πολλές δυτικοαφρικανικές χώρες, περιλαμβανομένης της Γκάνας, του Μάλι και της Σιέρα Λεόνε. Ωστόσο, επί της προκειμένης οι προβληματισμοί είναι έντονοι εξαιτίας του πλήθους των κρουσμάτων, που είναι πολύ μεγάλο για αυτή την εποχή του έτους- και ο λόγος για αυτό δεν είναι γνωστός στις αρχές (θεωρείται ότι ίσως ο μεγάλος αριθμός αναφερόμενων κρουσμάτων ίσως να οφείλεται στην αύξηση της ενημέρωσης του κοινού ή σε κάποια μετάλλαξη του ιού).
Οι περισσότεροι μολύνονται όταν έρχονται σε επαφή με κάτι που έχει μολυνθεί από ούρα αρουραίων, κόπρανα, αίμα ή σάλιο- μέσω της κατανάλωσης, κατάποσης ή απλής επαφής με μολυσμένα πράγματα στο σπίτι. Επίσης είναι δυνατή η μετάδοση μέσω σωματικών υγρών. Η περίοδος επώασης είναι μέχρι και τρεις εβδομάδες, και ερευνητές προσπαθούν να διαπιστώσουν εάν ο ιός μπορεί να παραμείνει στο σώμα και να μεταδοθεί μέσω σεξουαλικής επαφής ακόμα και μετά το πέρας της ασθένειας.