O Φρανκ Άουερμπαχ, o Γερμανός εβραϊκής καταγωγής καλλιτέχνης που διέφυγε στη Βρετανία για να γλιτώσει από το ναζιστικό καθεστώς και εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους παραστατικούς ζωγράφους της μεταπολεμικής εποχής, πέθανε σε ηλικία 93 ετών.
Σε μια καριέρα που διήρκεσε επτά δεκαετίες, ο Βρετανογερμανός καλλιτέχνης ήταν γνωστός για τις προσωπογραφίες του, καθώς και για τις απεικονίσεις σκηνών δρόμου της αγοράς του Κάμντεν Τάουν στο βόρειο Λονδίνο, όπου διατηρούσε το ίδιο στούντιο επί 50 χρόνια. Ήταν επίσης γνωστός για τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο δημιουργούσε τα έργα του - ξύνοντας επανειλημμένα το χρώμα από τις εκδοχές με τις οποίες δεν ήταν ικανοποιημένος και ξεκινώντας ξανά από την αρχή, μέχρι που το τελικό έργο μπορούσε να είναι τόσο φορτωμένο με χρώμα που κινδύνευε να πέσει από τον καμβά.
Ο Τζέφρι Πάρτον, διευθυντής της γκαλερί Frankie Rossi Art Projects του Άουερμπαχ, δήλωσε: «Ο Φρανκ Άουερμπαχ, ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής μας, πέθανε ειρηνικά τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας 11 Νοεμβρίου στο σπίτι του στο Λονδίνο. Χάσαμε έναν αγαπημένο φίλο και αξιόλογο καλλιτέχνη, αλλά παρηγορούμαστε γνωρίζοντας ότι η φωνή του θα αντηχεί για τις επόμενες γενιές».
Ο Άουερμπαχ γεννήθηκε στο Βερολίνο της Γερμανίας το 1931, αλλά έφτασε στη Βρετανία οκτώ χρόνια αργότερα ως ένα από τα έξι παιδιά που χρηματοδοτήθηκαν από τον Αντόνιο και την Ίρις Όριγκο. Ο πατέρας του, πράκτορας διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας μηχανικών, και η μητέρα του, που είχε εκπαιδευτεί ως καλλιτέχνης, δολοφονήθηκαν και οι δύο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Μέσω της υποτροφίας, φοίτησε στο Bunce Court στο Κεντ, ένα προοδευτικό οικοτροφείο για εβραϊκά προσφυγόπουλα, όπου το ταλέντο του στην τέχνη και το θέατρο έλαμψε. Το 1947 ο Άουερμπαχ πολιτογραφήθηκε Βρετανός υπήκοος και ένα χρόνο αργότερα άρχισε την επίσημη εκπαίδευσή του στο Λονδίνο - στο St Martin’s School of Art την ημέρα, με επιπλέον νυχτερινά μαθήματα στο Borough Polytechnic. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανέλαβε έναν ρόλο στο ντεμπούτο του 19χρονου τότε Πίτερ Ουστίνοφ στο έργο House of Regrets, αλλά η ζωγραφική θα γινόταν η πραγματική του αγάπη και συνέχισε τις σπουδές του στο Royal College of Art.
Ο ερώτας του με το Σόχο και η γνωριμία με τους Φράνσις Μπέικον και Λούσιαν Φρόιντ
Ο Άουερμπαχ εμπλέχθηκε στην καλλιτεχνική σκηνή του Σόχο μαζί με τους Φράνσις Μπέικον και Λούσιαν Φρόιντ. Μάλιστα όταν ο τελευταίος πέθανε το 2011, ένα μέρος της τεράστιας συλλογής του πινάκων του Άουερμπαχ δόθηκε στη βρετανική κυβέρνηση αντί των φόρων ύψους 16 εκατομμυρίων λιρών.
Το 1956 ο Άουερμπαχ έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Beaux Arts Gallery του Λονδίνου. Ορισμένοι επισκέπτες δεν εντυπωσιάστηκαν από την υπερβολική εφαρμογή χρωμάτων, αλλά βρήκε έναν θαυμαστή στο πρόσωπο του κριτικού David Sylvester, ο οποίος την αποκάλεσε «την πιο συναρπαστική και εντυπωσιακή πρώτη ατομική έκθεση ενός Άγγλου ζωγράφου από την εποχή του Φράνσις Μπέικον το 1949».
Η επιβίωση από τον πόλεμο αποτέλεσε βασική επιρροή για τον Άουερμπαχ - ταξίδευε στα σημεία βομβαρδισμού της βρετανικής πρωτεύουσας και ένιωθε την ανάγκη να αποτυπώσει τις σκηνές- να καταγράψει με κάποιο τρόπο το συλλογικό τραύμα του έθνους. Ο Άουερμπαχ ανέπτυξε παρόμοια στενές σχέσεις με τους εικονιζόμενους και προτίμησε να ζωγραφίζει μόνο έναν μικρό κύκλο φίλων και συγγενών, με κυριότερους τη σύζυγό του, τη ζωγράφο Julia Wolstenholme, το μοντέλο Juliet Yardley Mills και την Estella Olive West, με την οποία είχε μια ρομαντική σχέση που συνέβαλε στο να χωρίσει από τη Wolstenholme. Σύμφωνα με πληροφορίες, το στούντιό του ήταν στενό και κρύο, με τον Άουερμπαχ να ανοίγει τον φούρνο τον χειμώνα για να το κρατήσει ζεστό. Οι εβδομαδιαίες δίωρες συνεδρίες ενώ δούλευε μπορούσαν να διαρκέσουν για ένα χρόνο, ενώ ο Άουερμπαχ ζωγράφιζε, έξυνε και ξαναζωγράφιζε. «Ηταν σαν να πηγαίνεις στον οδοντίατρο», ανέφερε κάποιος που του έκανε το πορτρέτο.
Mετά από χρόνια οικονομικής δυσκολίας, τα πράγματα βελτιώθηκαν για τον Aουερμπαχ στη μετέπειτα ζωή του. Το 1978 αποτέλεσε το αντικείμενο μιας μεγάλης αναδρομικής έκθεσης στην Hayward Gallery στο Λονδίνο, με την επιμελήτρια Catherine Lampert να γίνεται τακτική του σύντροφος για αρκετές δεκαετίες μετά. Εκπροσώπησε τη Βρετανία στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1986, μοιραζόμενος το βραβείο του Χρυσού Λέοντα με τον Γερμανό καλλιτέχνη Sigmar Polke.
Το 2015 η Tate Britain του Λονδίνου διοργάνωσε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του Αουερμπαχ μαζί με το Kunstmuseum της Βόννης. Ο Ντέιβιντ Μπάουι αγόρασε και κατείχε το “Head of Gerda Boehm” του Άουερμπαχ ως μέρος της ιδιωτικής του συλλογής. Μετά τον θάνατο του Μπάουι το 2016, το έργο αυτό ήταν μεταξύ πολλών που βγήκαν σε δημοπρασία τον Νοέμβριο του 2016, όπου πωλήθηκε έναντι 3,8 εκατομμυρίων λιρών
Ο Άουερμπαχ αναφερόταν συχνά στην ιστορία της τέχνης στο έργο του και του άρεσε να συζητά για τις γνώσεις του σχετικά με τους ήρωές του: Τζον Κόνσταμπλ, Τιτσιάνο, Τιντορέττο και Πάολο Βερονέζε. Υπήρχε σίγουρα κάτι παλιομοδίτικο στην προσέγγιση του Άουερμπαχ - στην εποχή των διεθνών ταξιδιών και των λαμπερών εγκαινίων τέχνης, ο ίδιος σπάνια εγκατέλειπε το βόρειο Λονδίνο. Ήταν ένας δηλωμένος εργασιομανής. Ενώ βρισκόταν υπό περιορισμούς κατά τη διάρκεια της πανδημίας του covid-19, στα 91 του χρόνια άρχισε να ζωγραφίζει αυτοπροσωπογραφίες.
Ο Άουερμπαχ απέκτησε έναν γιο, τον κινηματογραφιστή Τζέικ Άουερμπαχ , με την Γούλστενχολμ, και μετά το οριστικό τέλος της σχέσης του με την West άρχισε να ζει και πάλι με τη γυναίκα του τα Σαββατοκύριακα. Συχνά, όμως, ήταν πιο ευτυχισμένος όταν ήταν μόνος του με τον καμβά του. «Μερικές φορές σκέφτομαι να κάνω άλλα πράγματα», είπε στον Guardian το 2015, “αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να ζωγραφίζω”.
Πηγή: Guardian