Η κατόπιν εμμέσων πιέσεων παραίτηση του Καγκελαρίου Όττο φον Βίσμαρκ, εν έτει 1890, ερχομένη σε άρρηκτο συνδυασμό με την επακόλουθη απόσυρσή του από το προσκήνιο του γερμανικού πολιτικού περιβάλλοντος έδωσε ιδιαιτέρα ώθηση στην όλο και πιο ηχηρή έκφραση του γερμανικού εθνικιστικού κινήματος, με αποτέλεσμα την ίδρυση της Παγγερμανικής Ενώσεως κατά το έτος 1894.
Ανάμεσα στα σημαίνοντα μέλη της Alldeutsche Verband συγκαταλεγόταν ο μεγάλος Γερμανός γεωγράφος και εισηγητής του επιστημονικού κλάδου της Πολιτικής Γεωγραφίας, Φρίντριχ Ράτσελ[1]. Η ασκηθείσα επίδραση των παγγερμανικών αντιλήψεων επί των νέων πρωταγωνιστών της γερμανικής πολιτικής ζωής της μετα-βισμαρκικής περιόδου ήταν εντονότατη, με συνέπεια την θερμή υποστήριξη της απόψεως ότι ο Παγγερμανισμός, ως φιλοσοφικό και πολιτικό κίνημα, κορυφώθηκε διά της Weltpolitik του Γουλιέλμου ΙΙ, του σημαντικότερου πολιτικού εκφραστή της, πριν την εμφάνιση, βεβαίως, του Αδόλφου Χίτλερ[2]. Ο Ράτσελ, όντας ο πατέρας της Πολιτικής Γεωγραφίας, της μεταγενεστέρως ονομαζόμενης από τον Σουηδό καθηγητή Ρούντολφ Κέλεν ως Γεωπολιτικής, συνέβαλε τα μέγιστα στην δόμηση της συνειδήσεως του νέου γερμανικού εθνικισμού ο οποίος, κατά την άποψη των πανεπιστημιακών της περιόδου εκείνης (μεταξύ των οποίων και ο Ράτσελ), πρέσβευε την θέση ότι η εποχή του ειρηνικού ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών είχε οριστικώς παρέλθει[3]. Συν τοις άλλοις, το σύνολο των εξεχόντων της ακαδημαϊκής διανόησης και η επικρατούσα άποψη μεταξύ των απετέλεσε την φωνή και την έκφραση εκείνων των παραγόντων εντός του Γερμανικού Ράιχ οι οποίοι υπεστήριζαν ακραδάντως τις αρχές και τα ιδεώδη του ιμπεριαλισμού και του νεομερκαντιλισμού ως τις κινητήριες δυνάμεις της νέας γερμανικής διπλωματίας, ασκώντας πιέσεις[4] όχι μόνο για την άσκηση αποικιακής πολιτικής αλλά, κυρίως, για έναν ηπειρωτικό προς Ανατολάς επεκτατισμό, στην γεωγραφική περιοχή της περιλαλήτου Μεσευρώπης[5].
1.Η ρατσελιανή προσέγγιση της Weltpolitik διά του συγγραφικού του έργου
Ο Φρίντριχ Ράτσελ φρόντισε μετ’ επιμελείας μέσω του συγγραφικού του έργου να καταστήσει σαφείς τις θέσεις του σχετικά με την Γερμανία και το ζήτημα επεκτάσεώς της. Στο έργο του Γερμανία: Εισαγωγή στην Επιστήμη της γενέτειρας χώρας (1898) αναφέρει μεταξύ άλλων σχετικώς με την πολιτική του Βίσμαρκ ότι «[…]η οικοδόμηση του Ράιχ δεν σήμαινε ακόμη την ενοποίηση της Γερμανίας», καθώς υφίστατο εντονοτάτη η ανάγκη πατάξεως των επί μέρους τοπικισμών (Lokalpatriotismus),ενώ τέσσερα χρόνια νωρίτερα (1894) στο Έθνη και Χώροι τονίζει ευδιακρίτως ότι «Το Γερμανικό Ράιχ είναι το επιστέγασμα μιας επισχετικής πολιτικής» θέτοντας την αρχή του ρατσελιανού δόγματος[6]. Συνεπικουρικά προς τα ανωτέρω, ο γεωγράφος σπεύδει να τονίσει στο βιβλίο Η Θάλασσα, πηγή ισχύος των Εθνών (1900) την υψίστη σημασία της οργανώσεως ενός αξιομάχου και ισχυροτέρου της Αγγλίας γερμανικού στόλου (ο οποίος, κατά τον ίδιο, βρισκόταν σε πτωτική τάση) γεγονός το οποίο αρχικώς θεραπεύει με διεξοδικό τρόπο και στη μνημειώδη πραγματεία του Πολιτική Γεωγραφία (1897), στηρίζοντας έτσι μετά του ακαδημαϊκού του υποβάθρου τις πολιτικές αποφάσεις του Ναυάρχου φον Τίρπιτς περί μετατροπής της Γερμανίας σε θαλάσσια δύναμη[7]. Ο αγώνας κατά της βρετανικής κυριαρχίας στις θάλασσες αποτελεί για τον γεωγράφο πρώτιστο σκοπό της γερμανικής παγκοσμίου εμβελείας πολιτικής, καθώς θέτει στον αγώνα αυτό το Ράιχ επικεφαλής των ευρωπαϊκών ηπειρωτικών εθνών, χάρη στην κεντρική του θέση[8].
2. “Der Lebensraum”: Ο ατέρμονος και αέναος αγώνας για τον χώρο
Ο Φρίντριχ Ράτσελ, ακόμη και αν εξόπλισε την Weltpolitik του Γουλιέλμου ΙΙ με τα απαραίτητα θεωρητικά θεμέλια «νομιμοποίησης», δεν λησμόνησε να επιστήσει τη προσοχή στο νόημα της χερσαίας επεκτάσεως. Πράγματι, ο ίδιος εισήγαγε με το συγγραφικό του έργο τον όρο του Ζωτικού Χώρου (Lebensraum), του οποίου πραγματικός εμπνευστής υπήρξε ο προγενέστερός του Γερμανός οικονομολόγος Φρίντριχ Λιστ, ο οποίος υπεστήριζε ότι η πρόοδος της Γερμανικής οικονομίας εξαρτιόταν από μία εκτεταμένη περιοχή μεταξύ της Βορείου και Βαλτικής Θαλάσσης μέχρι την Αδριατική και τον Εύξεινο Πόντο[9]. Στην γεωγραφική αυτή οριοθέτηση του Ζωτικού Χώρου στηρίχθηκε στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου ο Φρίντριχ Νάουμαν και ο Καρλ Χάουσχοφερ ώστε να ορίσει την γεωγραφική περιοχή της Μεσευρώπης, με σκοπό την συγκεκριμενοποίηση των επεκτατικών στόχων του γερμανικού ιμπεριαλισμού[10].
Ειδικότερα, από τη συνολική προσέγγιση της ρατσελιανής πραγματείας αποδεικνύεται η ασκηθείσα επιρροή προς τον Γερμανό γεωγράφο εκ μέρους της θεωρίας του Δαρβινισμού με συνέπεια τη βιολογική θέαση της γεωγραφίας στην οποία το επικρατούν χαρακτηριστικό είναι η συνεχής εναλλαγή των συνόρων, αναλόγως της συστολής ή της διαστολής των εθνών που τα συγκροτούν, αντιμετωπίζοντας τα κράτη ως ζωντανούς οργανισμούς[11]. Αυτή η ιδέα του οργανικού-βιολογικού κράτους το οποίο ρέπει προς επέκταση (διαστέλλεται) αναλόγως των «φυσικών» του αναγκών διαπερνά ολόκληρη την κοσμοθεωρητική αντίληψη του Φρίντριχ Ράτσελ, επί τη βάσει της οποίας «νομιμοποιήθηκε» η Weltpolitik του Γουλιέλμου ΙΙ και του ιθύνοντος επιτελείου του. Αξιοσημείωτο είναι, αναμφιβόλως, το γεγονός ότι ο Φρίντριχ Ράτσελ κατέτασσε το Δεύτερο Γερμανικό Ράιχ στην τάξη των κρατών που διανύουν την «νεανική περίοδο» επί τη φάσει της οποίας πραγματοποιείται μία διαρκής διαδικασία συστολής και διαστολής σε έναν ορισμένο Χώρο (Raum) ώστε να επέλθει η, κατά τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Martin Wight, «στατική ισορροπία ισχύος» μεταξύ του Ράιχ και των ανταγωνιστριών του δυνάμεων[12].
Στο κολοσσιαίο πόνημά του «Lebensraum»,ο Γερμανός Γεωπολιτικός και Γεωστρατηγιστής αναφέρει ότι «ένας λαός, μία εθνότης, ένα είδος εξαπλώνεται μόνον μέσω εποικισμού» δίχως, ωστόσο, να αφήνει να εννοηθεί ότι ο αυτός «εποικισμός» δύναται να πραγματωθεί μόνο με την κατάκτηση αλλά, κυρίως, με τη «διεύρυνση και επέκταση περιοχών οικονομικής, εμπορικής και πολιτισμικής επιρροής»[13]. Την περιοχή του ιδιοτύπου αυτού «εποικισμού» ο Φρίντριχ Ράτσελ επιδέξια αποκαλεί «περιοχήν επεκτάσεως» και, δεδομένης της εμφανιζομένης αντιφάσεως μεταξύ της «κινήσεως της ζωής» και του «αμεταβλήτου γήινου χώρου», προκύπτει αβιάστως ο διαρκής αγώνας για χώρο, η πάλη δηλαδή μεταξύ των λαών εξαιτίας της αίσθησης περιορισμού με μοναδικό σκοπό την εξασφάλιση χώρου (Der Kampf um Raum)[14]. Αλήθεια, σε ποια άλλη πολιτική θα μπορούσε να αντικατοπτριστεί η ρατσελιανή αυτή θεώρηση πέρα από την παγκόσμια πολιτική του Γουλιέλμου ΙΙ της μεταβισμαρκικής Γερμανίας; Είναι εμφανές ότι τόσο στην ιθύνουσα γερμανική πολιτική ελίτ της μετά του Σιδηρού Καγκελαρίου εποχής όσο και στις εγχώριες κινητήριες δυνάμεις οι οποίες και ασκούσαν δριμύτατη επίδραση στην πρώτη, πίστευαν αυτό το οποίο πρέσβευε και ο (υπό «δαρβινική» επιρροή) Ράτσελ: ότι ο «αγώνας για τον χώρο» ταυτίζεται απολύτως με τον «αγώνα για ύπαρξη» εφόσον από τον χώρο εξαρτώνται τα υπόλοιπα μεγέθη (παραδείγματος χάριν: η τροφή, οι πρώτες ύλες) που εξασφαλίζουν την ύπαρξη (και την ευημερία)[15]. Για την κατανόηση της παραπάνω συλλογιστικής θα ήταν πρέπον να συνεξετασθεί το κοινωνικό γίγνεσθαι της Γερμανίας εκείνης της περιόδου μαζί με τη ρατσελιανή θέση. Πράγματι, στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνος η οικονομία, η βιομηχανία και το εμπόριο αναπτύχθηκαν με εξαιρετικά γοργούς ρυθμούς ενώ οι πόλεις και οι βιομηχανικές ζώνες (με αναπόσπαστο παράδειγμα την περιοχή του Ρουρ) μεγάλωσαν ιδιαιτέρως[16].
Αντί Επιλόγου: η Weltpolitik στην φαρέτρα της πολεμικής προπαρασκευής
Η οικονομική απογείωση που ακολούθησε της αποχωρήσεως του Βίσμαρκ, της οποίας τα θεμέλια είχαν ήδη τεθεί, ευλόγως δημιούργησε την ανάγκη στους εκπροσώπους του εγχωρίου δευτερογενούς τομέα για αναζήτηση νέων αγορών. Συνεπώς, προσαρμόζοντας τοιουτοτρόπως τα λεγόμενα του Φρίντριχ Ένγκελς στην δεδομένη οικονομικοκοινωνική συγκυρία, κατά τα οποία «οι βιομηχανικοί πρόοδοι θα έφταναν για να αποδείξουν τον ταχύτατα αυξανόμενο αριθμό του πληθυσμού»[17], είναι σαφές ότι οι ιθύνοντες της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής θεωρούν ως αναφαίρετο δικαίωμα του «νεαρού» τους κράτους την πρόσκτηση των απαραιτήτων για τη βιολογική του εξέλιξη εκτάσεων, αναλογικώς με την πληθυσμιακή αύξηση[18] η οποία ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ραγδαία. Δι’ αυτόν, λοιπόν, τον επουσιώδη λόγο το Δεύτερο Γερμανικό Ράιχ αντιμετωπίζετο από τον Γουλιέλμο ΙΙ (και τους υποκινητές του αντιστοίχως) ως το, κατά τον Ράτσελ, μεστωμένο «από βαθύτατες βιολογικές δονήσεις» έθνος το οποίο καθοδηγείται «από ισχυρά αταβιστικά ένστικτα»[19] εκμεταλλευόμενο σε ορισμένο ιστορικό χρόνο την αδυναμία των ανταγωνιστριών του δυνάμεων, ώστε να τους επιβληθεί. Σε αυτό το αποτέλεσμα διαφαίνεται ότι αποσκοπούσαν τα μύχια «θέλω» της περιλαλήτου Weltpolitik όχι μόνο διά της οικονομικής διεισδύσεως αλλά και με την διεξαγωγή ενός αιματηρού πολέμου.
Βιβλιογραφία
1.Δρ. Αλέξανδρος Στογιάννος, «Η Γένεση της Γεωπολιτικής και ο Friedrich Ratzel: Η Αναίρεση του Μύθου περί Ρατσελιανού Γεωγραφικού Ντετερμινισμού», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017.
2.Henry Morgenthau, «Τα μυστικά του Βοσπόρου», Εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1994.
3.Fritz Fischer, “Germany’s Aims in the First World War”, W.W. Norton & Company, INC., New York 1967.
4.Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο-Ι», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017.
5.Russel H. Fifield, “Geopolitics at Munich” στο Department of State, “Bulletin”, Vol. XII, No. 289, Washington D.C. 1945.
[1] Παράρτημα Χαρτών, Χάρτης 4.
6.Ρόμπερτ Ντ. Κάπλαν, «Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας», Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2016.
7.Ιωάννης Θ. Μάζη, «Μεταθεωρητική Κριτική Διεθνών Σχέσεων και Γεωπολιτικής: Το νεοθετικιστικό πλαίσιο», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2012.
8.Ιωάννης Θ. Μάζης, «Ο Ζωτικός Χώρος του Φρειδερίκου Ράτσελ», Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2014.
9.Έρνο Γκόντος, «Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Προϊστορία του (1870-1918)», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2016.
10.Φρίντριχ Ένγκελς, «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013.
11.T. Bryars & Tom Harper, “A History of the Twentieth Century in 100 Maps”, University of Chicago Press, Chicago 2014.
[1] Δρ. Αλέξανδρος Στογιάννος, «Η Γένεση της Γεωπολιτικής και ο Friedrich Ratzel: Η Αναίρεση του Μύθου περί Ρατσελιανού Γεωγραφικού Ντετερμινισμού», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 495.
[2] Henry Morgenthau, «Τα μυστικά του Βοσπόρου», Εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1994, σελ.40.
[3] Fritz Fischer, “Germany’s Aims in the First World War”, W.W. Norton & Company, INC., New York 1967, p. 8.
[4] Fritz Fischer, “Germany’s Aims in the First World War”, W.W. Norton & Company, INC., New York 1967, p. 8.
[5] Δρ. Αλέξανδρος Στογιάννος, «Η Γένεση της Γεωπολιτικής και ο Friedrich Ratzel: Η Αναίρεση του Μύθου περί Ρατσελιανού Γεωγραφικού Ντετερμινισμού», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 496.
[6] Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο-Ι», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 102,103.
[7] Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο-Ι», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 103,104.
[8] Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο-Ι», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 105.
[9] Russel H. Fifield, “Geopolitics at Munich” στο Department of State, “Bulletin”, Vol. XII, No. 289, Washington D.C. 1945, p. 1154.
[10] Russel H. Fifield, “Geopolitics at Munich” στο Department of State, “Bulletin”, Vol. XII, No. 289, Washington D.C. 1945, p. 1154.
[11] Ρόμπερτ Ντ. Κάπλαν, «Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας», Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2016, σελ. 177.
[12] Ιωάννης Θ. Μάζη, «Μεταθεωρητική Κριτική Διεθνών Σχέσεων και Γεωπολιτικής: Το νεοθετικιστικό πλαίσιο», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2012, σελ. 301,701,702.
[13] Ιωάννης Θ. Μάζης, «Ο Ζωτικός Χώρος του Φρειδερίκου Ράτσελ», Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2014, σελ. 67,68.
[14] Ιωάννης Θ. Μάζης, «Ο Ζωτικός Χώρος του Φρειδερίκου Ράτσελ», Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2014, σελ. 68,69.
[15] Ιωάννης Θ. Μάζης, «Ο Ζωτικός Χώρος του Φρειδερίκου Ράτσελ», Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2014, σελ. 236,237.
[16] Έρνο Γκόντος, «Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Προϊστορία του (1870-1918)», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2016, σελ. 40,41,42.
[17] Φρίντριχ Ένγκελς, «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013, σελ. 180.
[18] Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο-Ι», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 106.
[19] Ιωάννης Θ. Μάζης, «Γεωπολιτικά Ζητήματα στην Ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο-Ι», Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα 2017, σελ. 106.