FT για Γλυπτά Παρθενώνα: Οι μυστικές συναντήσεις Όσμπορν - Μητσοτάκη

Το παρασκήνιο των συνάντησεων του προέδρου του Βρετανικού Μουσείου με τον Έλληνα πρωθυπουργό στο Λονδίνο.
Open Image Modal
(Photo by Dan Kitwood/Getty Images)
Dan Kitwood via Getty Images

Εκτενές δημοσίευμα των Financial Times με τίτλο «Στις μυστικές συναντήσεις που θα μπορούσαν να σφραγίσουν τη μοίρα των Γλυπτών του Παρθενώνα», αποκαλύπτει την υπό άκρα μυστικότητα συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Όσμπορν, στην πολυτελή σουίτα ενός ξενοδοχείου στο Λονδίνο, παραθέτοντας το ερώτημα που φέρεται να έθεσαν οι δύο άνδρες «Μπορούμε να γράψουμε ιστορία;».

«Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προσκαλέσει τον Τζορτζ Όσμπορν, πρώην πολιτικό των Συντηρητικών και νυν πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου, για να διερευνήσει μια συμφωνία προκειμένου να τερματιστεί μια από τις πιο πικρές πολιτικές και πολιτιστικές διαμάχες στον κόσμο: η διαμάχη για την τύχη των Γλυπτών του Παρθενώνα ηλικίας 2.500 ετών», αναφέρει το δημοσίευμα.

«Είναι το πάθος μου», δήλωσε ο Μητσοτάκης στους Financial Times, αναφερόμενος σε εκείνη την πρώτη συνάντηση με τον Όσμπορν στο ξενοδοχείο Berkeley τον Νοέμβριο του 2021.

«Το ήθελα πολύ από την πρώτη φορά που είδα τη Ζωφόρο όταν ήμουν περίπου 18 χρονών και επισκέφτηκα το Βρετανικό Μουσείο. Αυτό που με συγκλόνισε και με εξόργισε ήταν ότι το μνημείο ήταν διαμελισμένο. Είναι σαν να πήρες τη Μόνα Λίζα και να την έκοψες στη μέση».

Open Image Modal

Το δημοσίευμα αναφέρει ότι ο Όσμπορν άκουγε με προσοχή τον Μητσοτάκη, βλέποντας απέναντι του έναν άνθρωπο με τον οποίον θα μπορούσε να συνεργαστεί. Ο λόρδος Εντ Βέιζι, πρώην υπουργός Πολιτισμού της Βρετανίας, ο οποίος ηγείται μιας εκστρατείας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, λέει για το σχέδιο του Όσμπορν: «Νομίζω ότι το κλίμα είναι καλύτερο από ό,τι εδώ και 200 χρόνια για να επιλυθεί το θέμα».

«Ο Όσμπορν δεν γνώριζε σχεδόν καθόλου τον Μητσοτάκη πριν από τη συνάντησή τους. Αλλά τα βρήκαν. Ο Μητσοτάκης είπε στη συνέχεια ότι υπήρχε «εμπιστοσύνη και σεβασμός», ενώ ο Όσμπορν έβλεπε τον Έλληνα πρωθυπουργό ως έναν αποτελεσματικό τεχνοκράτη, λέγοντας αστειευόμενος σε συναδέλφους του ότι ο αγγλόφιλος Μητσοτάκης, ήταν «ο Ρίσι Σούνακ της Ελλάδας».

«Ο Όσμπορν αρνήθηκε να μιλήσει δημόσια για τις συνομιλίες του με τον Μητσοτάκη, φοβούμενος ότι οτιδήποτε πει θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του πρωθυπουργού, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με εκλογές τους επόμενους μήνες», συνεχίζει το δημοσίευμα.

Αλλά συνάδελφοί του είπαν ότι πίστεψε αμέσως ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία.

«Ουσιαστικά, είχες δύο λογικούς ανθρώπους σε ένα δωμάτιο χωρίς βαρίδια ή προϊστορία». είπε πηγή με γνώση του θέματος από το Βρετανικό Μουσείο. «Θα μπορούσατε να καταλήξετε σε μια συμφωνία όπου κάποια από τα Γλυπτά ανά πάσα στιγμή θα βρίσκονται στο Λονδίνο και μερικά από αυτά στην Αθήνα».

«Μπορεί να είναι λογικό, όμως η Ελλάδα πιστεύει ότι τα Γλυπτά εκλάπησαν από τον Έλγιν, ανήκουν στον ελληνικό λαό και πρέπει να επιστραφούν άμεσα στο υπέροχο νέο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα. Ο Όσμπορν, εν τω μεταξύ, περιορίζεται από τον νόμο του 1963 που απαγορεύει στο Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει οριστικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν πρόκειται να αλλάξει τον νόμο, παρά τις εκκλήσεις να το πράξει από επιτροπή της Unesco το 2021. Η αποτυχία εξεύρεσης λύσης είναι μια πολύ πραγματική πιθανότητα».

«Η πρόταση του Όσμπορν χρησιμοποιεί μια σειρά από στρατηγικές για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των πλευρών, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής. Σύμφωνα με άτομα που ενημερώθηκαν για το σχέδιο, θα έβλεπε μια σειρά συμφωνιών δανεισμού που θα αφορούσαν τα Γλυπτά, οι οποίες σταδιακά θα οικοδομήσουν εμπιστοσύνη».

«Η Ελλάδα δεν θα απαρνηθεί την αξίωσή της- θα ήταν μεγάλο πρόβλημα για τον Μητσοτάκη να δεχτεί ένα «δάνειο» αυτού που θεωρείται ως ελληνική ιδιοκτησία- αλλά το Βρετανικό Μουσείο θα συμφωνούσε να στείλει στην Αθήνα το ένα τρίτο ή περισσότερα από τα Γλυπτά για καθορισμένο χρονικό διάστημα, όπως 10 χρόνια. Υπάρχει προηγούμενο. Ένα από τα Γλυπτά -το άγαλμα του θεού του ποταμού Ιλισού- είχε σταλεί υπό μορφή δανείου στον Βλαντιμίρ Πούτιν, για να εκτεθεί στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης το 2014».

«Ένα προφανές πρόβλημα είναι αν οι Έλληνες θα τα επέστρεφαν στο τέλος της δανειακής περιόδου. Ο Ρίτσαρντ Λάμπερτ, προκάτοχός του Όσμπορν ως πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου και πρώην συντάκτης των FT, λέει: «Υπέθεσα ότι εάν δανείζονταν, δεν θα επέστρεφαν», ενώ πηγή του Βρετανικού Μουσείου παραδέχεται: «Η κατοχή είναι τα εννέα δέκατα του νόμου όσον αφορά τα αρκετά μεγάλα μαρμάρινα Γλυπτά».

Το σχέδιο του Όσμπορν είναι ότι «σε αντάλλαγμα για μερικά από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, η Αθήνα θα δάνειζε ελληνικούς θησαυρούς στο Λονδίνο ως «εγγύηση». Οι εντυπωσιακές τοιχογραφίες της Σαντορίνης, που χρονολογούνται από το 1700 π.Χ., έχουν αναφερθεί στην Αθήνα ως μεταξύ των πιθανών υποψηφίων για μια τέτοια ανταλλαγή».

«Το δεύτερο στοιχείο του σχεδίου Όσμπορν θα ήταν ότι, όταν λήξει το δάνειο, τα Γλυπτά θα επιστρέφονταν στο Λονδίνο, αλλά ένα μεγαλύτερο μέρος θα στέλνονταν ταυτόχρονα στην Αθήνα ως κίνητρο, καθιστώντας την Ελλάδα μόνιμη κατοικία για τα γλυπτά ανά πάσα στιγμή».

Κάπως έτσι θα οικοδομηθεί η εμπιστοσύνη, αναφέρει το δημοσίευμα, ενώ ορισμένοι στο Βρετανικό Μουσείο οραματίζονται μια κατάσταση όπου τα μισά Γλυπτά του Παρθενώνα θα μπορούσαν να βρίσκονται στο Λονδίνο και τα άλλα μισά στην Αθήνα ανά πάσα στιγμή.

«Οι συνομιλίες βρίσκονται επίσης σε εξέλιξη για μια νομική συμφωνία, που θα προέβλεπε ότι μια συμφωνία της Ελλάδας με το Βρετανικό Μουσείο δεν θα εξανάγκαζε την Αθήνα να αποδεχθεί κατ′ αρχήν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των Γλυπτών».

«Προς το παρόν υπάρχει ένα σταθερό «no deal» από τον Μητσοτάκη. Σε μια δεύτερη συνάντηση στο ξενοδοχείο στα τέλη του 2022, είπε στον Όσμπορν ότι θέλει να επιστραφεί η Ζωφόρος μόνιμα, όχι ως δάνειο και όχι τμηματικά. Αλλά και οι δύο εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μια συμφωνία είναι δυνατή. Ο Μητσοτάκης είπε τον Ιανουάριο ότι ήλπιζε να επαναπατρίσει σύντομα τα Γλυπτά: «Εάν ο ελληνικός λαός μας εμπιστευτεί ξανά, πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε αυτόν τον στόχο μετά τις εκλογές».