Οι Gang Of Four σχηματίστηκαν το 1976 από μια παρέα φοιτητών (στην πλειοψηφία τους φιλοσοφίας) του πανεπιστημίου του Λιντς με ηγετικές φυσιογνωμίες τον κιθαρίστα, συνθέτη και στιχουργό αρκετών τραγουδιών τους Andy Gill και τον τραγουδιστή και στιχουργό των υπολοίπων Jon King.
Εξαρχής έδειξαν την σαφέστατη και ισχυρότατη πολιτική ταυτότητα τους (τροτσκιστική, τουλάχιστον τότε) αλλά και την πρόθεση τους να προκαλέσουν και να αμφισβητήσουν τα κάθε είδους κοινωνικά στερεότυπα και προκαταλήψεις παίρνοντας το όνομα τους από την περιβόητη Συμμορία Των Τεσσάρων, την ομάδα δηλαδή της χήρας του Μάο Τσε Τουνγκ και άλλων τριών στελεχών του κομουνιστικού κόμματος που διεκδίκησαν σχεδόν πραξικοπηματικά την ηγεσία της Κίνας μετά τον θάνατο του «Μεγάλου Τιμονιέρη».
Το πρώτο album τους, το «Entertainment!» του΄79, καθιέρωσε το, αρχικά μόνον βρετανικό και στη συνέχεια σχεδόν διεθνές, ιδίωμα του post punk (και έκανε αναγκαία την επινόηση του όρου για να ονομαστεί).
Μέχρι σήμερα περιλαμβάνεται αδιαλείπτως στις λίστες με τα σημαντικότερα αλλά και πλέον πρωτότυπα και ανανεωτικά – άρα επί της ουσίας πρωτοποριακά – albums όλων των εποχών καθώς ουδέποτε μέχρι τότε είχε βγει τέτοιος ήχος μόνον από το βασικότατο σχήμα κιθάρας – μπάσου – ντραμς, ένα επιφανειακά βραδύκαυστο μεν αλλά και αλάθητα εκρηκτικό αμάλγαμα της ενέργειας, της ορμής και ενίοτε της οργής του punk με μιαν εφευρετικότατη χρήση επιλεγμένων στοιχείων της ρυθμολογίας της μαύρης μουσικής (funk αλλά ακόμα και disco!) συν μια γενναία δόση...θορύβου (noise) το οποίο συνόδευε μιαν ηθελημένα αποστασιοποιημένη, ξερή και «στακάτη» ερμηνεία στίχων που περισσότερο αποτελούσαν έμμετρες πραγματείες και δοκίμια επί των περισοτέρων καίριων κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων παρά φωνασκούσες καταγγελτικές μπροσούρες μετά μουσικής όπως αυτές που έκαναν πάρα πολλοί ανάλογοι σύγχρονοι τους.
Ήδη όμως από τον τρίτο δίσκο τους άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια κόπωσης, αν όχι και εξάντλησης. Η αρχική μουσική φόρμουλα έχανε προοδευτικά την οξύτητα και την αποτελεσματικότητα της, οι απόπειρες «ανακαίνισης» της δεν ήταν πάντα τόσο επιτυχημένες ενώ η πολιτική ατζέντα και η στιχουργική θεματολογία τους, χωρίς να πάψουν να είναι με την πιο ουσιαστική έννοια ορθές, άρχισαν να γίνονται ανώδυνες και εντέλει να δείχνουν όλο και πιο παρωχημένες. Μετά από δύο διαλύσεις και ισάριθμες επανενώσεις και αφού τα δύο από τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη είχαν αποχωρήσει προ πολλού και αμφότερα είχαν αντικατασταθεί διαδοχικά από αρκετούς άλλους η αποχώρηση πλέον και του Jon King το ’12 αφενός θύμισε σε πολλούς την ύπαρξη των Gang Of Four και αφετέρου τους έκανε να αναρωτηθούν αν θα ήταν ή αφορμή για το οριστικό πλέον τέλος τους.
Οπως φαίνεται όμως ο Andy Gill είχε ακόμα στο μανίκι του πολλούς περισσότερους άσους από όσους θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς! Η πρόγευση για αυτό ήταν η εμφάνιση τους σε ανοιχτό χώρο το καλοκαίρι του ’13, μια από τις ελάχιστες αληθινά...κατακλυσμικές τέτοιες που έχουν πραγματοποιηθεί στην Αθήνα τε τελευταία χρόνια. Στη συνέχεια το «What Happens Next» του ’15, όγδοο – μείον συλλογές κ.λπ. – μόλις album τους, ήταν αναμφίβολα το καλύτερο τους από την εποχή του δευτέρου.
Ο Gill ήταν πλέον ο αδιαφιλονίκητος και αποκλειστικός ηγέτης με κάθε έννοια της λέξης έχοντας δίπλα του έναν τραγουδιστή και άλλους δύο μουσικούς που άπαντες έχουν τα μισά του χρόνια, γεγονός το οποίο ίσως ήταν η αιτία για το ότι η μπάντα ακουγόταν και πάλι παράδοξα νεανική, μετά από πάρα πολύ καιρό η μουσική είχε ξανά – «υπόγεια», όπως πάντα - ένταση και «νεύρο» ενώ η πολιτική ανάλυση του, όπως διατυπωνόταν στους στίχους, ήταν νηφάλια και απόλυτα λογική αλλά ταυτόχρονα και ακριβής μα και οξύτατη ως προς τα συμπεράσματα της.
Τέσσερα χρονιά μετά, τον εφετινό Απρίλιο, ήρθε το «Happy Now», προεκτείνοντας και διευρύνοντας την μουσική και ηχητική παλέτα του προηγούμενου δίσκου και με την ματιά του Andy Gill στο διεθνές πλέον κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι ακόμα πιο ψύχραιμη και κατασταλαγμένη αλλά και πιο οξυδερκή, διεισδυτική και εύστοχη από ποτέ.
Η προσεχής εμφάνιση των Gang Of Four στο «Gagarin 205» την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου ήταν μια επιπλέον πολύ καλή αφορμή για μιαν όχι απλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλλά κάποιες στιγμές ακόμα και αποκαλυπτική συζήτηση μου με τον εξηντατριάχρονο αρχηγό και στην κυριολεξία «εγκέφαλο» τους.
Το «What Happens Next» ήταν για εμένα η αληθινή αναγέννηση των Gang Of Four, η πραγματική αρχή ενός νέου, δεύτερου κεφαλαίου στην Ιστορία του γκρουπ με εσένα πλέον όχι απλά το μόνο εναπομείναν ιδρυτικό μέλος αλλά και έχοντας απολύτως τον έλεγχο σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την μπάντα. Καταρχήν λοιπόν θα ήθελα να μου πεις, πόσο διαφορετικά ήταν πρώτα το γράψιμο των τραγουδιών και στη συνέχεια η υλοποίηση του «Happy Now» σε σχέση με τις αντίστοιχες φάσεις του «What Happens Next»;
Το «What Happens Next» αναφερόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο, πιο συγκεκριμένα εμπνεόταν από την Αγγλία και ιδιαίτερα το Λονδίνο αν και με μιαν ευρύτερη έννοια πιστεύω ότι τελικά είχε να κάνει με διεθνή και πανανθρώπινα ζητήματα. Το Λονδίνο είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση πόλης και επίσης συμβαίνει να είναι και ο τόπος όπου ζω. Δεν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο, ούτε καν η Νέα Υόρκη, που να είναι τόσο διεθνής επί της ουσίας, κοσμοπολίτικη με την αληθινή και πιο πλήρη έννοια της λέξης. Υπάρχουν άνθρωποι από όλον τον κόσμο, ακούς σχεδόν όλες τις γλώσσες, όλες οι κουλτούρες διαφορετικών χωρών εκπροσωπούνται με πολλούς τρόπους. Κατά μιαν έννοια είναι μια μικρογραφία του κόσμου, υπάρχει πολλή φτώχεια αλλά αντίστοιχα και πολύς πλούτος, πολύ χρήμα περνάει αλλά και κυκλοφορεί εκεί, το διασχίζει όπως ακριβώς και ο Τάμεσης. Είναι απόλυτα σύγχρονο αλλά ταυτόχρονα παντού βλέπεις ίχνη του παρελθόντος. Στην ανατολική πλευρά της πόλης κυριολεκτικά βλέπεις αρχαία ρωμαϊκά τείχη να υψώνονται ανάμεσα σε σημερινά οικονομικά και οικοδομικά μεγαθήρια.
Ανέκαθεν εκτιμούσα και αγαπούσα πάρα πολύ την γραφή του Τζόζεφ Κόνραντ. Το μυθιστόρημα τον «Η Καρδιά Του Σκότους» ήταν ήδη στο παρελθόν η έμπνευση για το τραγούδι μας «We Live As We Dream Alone», στην πραγματικότητα και ο τίτλος είναι μια φράση από αυτό.
Πριν από ένα διάστημα όμως σκεφτόμουν πως το ίδιο βιβλίο περιγράφει το πως ο Τάμεσης εκβάλλει στη θάλασσα και διαμέσου αυτής φτάνει σε όλο τον κόσμο και αυτό ήταν η έμπνευση για το «Isle Of Dogs».
Ο τίτλος «What Happens Next» αναφέρεται προφανώς στην ίδια την μπάντα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο όπως και στην ζωή καθενός/καθεμίας μας, σε όλες τις ζωές. Αναφέρεται στο ότι όλοι μας βρισκόμαστε στην κόψη του χρόνου, αυτό συμβαίνει και αυτό είναι όλο, σαν μια σειρά στιγμιοτύπων του παρόντος.
Νομίζω ότι όταν άρχισα να γράφω και να ηχογραφώ τα τραγούδια για αυτόν τον δίσκο αισθανόμουν πολύ έντονα την ανάγκη να προχωρήσω με κάθε έννοια. Ηταν μια σχεδόν οδυνηρή διαδικασία, ηχογραφούσα τα ίδια μέρη ξανά και ξανά, δοκιμάζοντας διαφορετικούς ήχους και προσεγγίσεις. Σε ορισμένα σημεία ήταν σα να υπέβαλλα την κιθάρα μου σε τόσες πολλές διαφορετικές παραμορφώσεις ώστε κατέληγε η ίδια σχεδόν να μην ακούγεται πια και αυτό έγινε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του δίσκου, μια κιθάρα που...υπέφερε τόσο πολύ προσπαθώντας να ακουστεί! Αλλά όπως συμβαίνει συνήθως όταν φτάνεις περίπου στο μισό αρχίζει να γίνεται ευκολότερο, είναι πλέον ο δίσκος που σε παρασύρει μαζί του αντί να προσπαθείς εσύ να τον σπρώξεις.
Ξεκινώντας την ηχογράφηση του «Happy Now» είχα αρκετές πρωταρχικές ιδέες πάνω στις οποίες εργαζόμουν τα προηγούμενα ένα – δύο χρόνια. Από την στιγμή που άρχισα να εργάζομαι πραγματικά οι ιδέες αυτές εξελίχθηκαν. Η μεγάλη διαφορά ήταν ότι αυτή τη φορά ήθελα να συνεργαστώ με άλλους για την παραγωγή αντί να κάνω τα πάντα μόνος μου. Αυτό καταρχήν επιφέρει μια πειθαρχία η οποία σε κρατά συγκεντρωμένο στο κύριο μέρος της δουλειάς δίχως την δυνατότητα να αποσπαστεί η προσοχή σου από αυτό και επίσης συνεπάγεται ότι έχεις κάποιον με πολύ ισχυρή άποψη για την παραγωγή ο οποίος μπορεί και τολμά να διαφωνήσει μαζί σου, κάτι που είναι μια πολύ δυνατή δημιουργική κατάσταση στο στούντιο. Στα πρώτα στάδια της ηχογράφησης αποφάσισα να κυκλοφορήσω το EP «Complicit» την άνοιξη του ’18 σαν προοίμιο/πρόγευση του album.
Ο τίτλος «Happy Now» δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ειρωνικός, έτσι δεν είναι;
Υποθέτω, γενικά δεν μου αρέσει να αποκαλύπτω εξαρχής τις προθέσεις μου, προτιμώ να είμαι υπαινικτικός, μερικές φορές ακόμα και να μπλοφάρω. Μου αρέσουν τα αστεία που έρχονται ξαφνικά και δεν τα ακολουθούν θαυμαστικά, χαμογελαστές φατσούλες ή το να πεις «NOT!». Μερικές φορές αυτό μπορεί να είναι πρόβλημα καθώς ο κόσμος δεν ξέρει αν εννοώ κάτι ή το λέω σαρκαστικά. Άλλες φορές βέβαια είναι απαραίτητο να είσαι απολύτως ευθύς και να λες τα πράγματα με το όνομα τους. Ισως να έπρεπε να έχω τιτλοφορήσει το album «Happy Now NOT!», τελικά είναι αστείο και ίσως να έπρεπε να το έχω κάνει.
Πάντως ο τίτλος είναι παιγνιώδης, ένα είδος λογοπαίγνιου. Οι άνθρωποι μπορούν να είναι άγριοι και ταυτόχρονα να πληγώνονται. Δεχόμαστε τα χτυπήματα και απλά προσπαθούμε να αντεπεξέλθουμε σε αυτά. Οι Gang Of Four πάντα προσπαθούσαν να είναι αληθινοί και ειλικρινείς. Εξακολουθούμε να το προσπαθούμε σε μιαν εποχή που κανείς δεν πιστεύει τον εαυτό του, ούτε καν την αλήθεια. Η ευτυχία είναι πάντα κάτι παράξενο που δεν μπορείς να προσδιορίσεις. Οι προσωπικές ζωές μας είναι πάντα ένα μείγμα, λυπηρά τμήματα, ανείπωτες τραγωδίες ή αληθινή χαρά.
Οσα είχες υπό μιαν έννοια προβλέψει στο «What Happens Next» αποδείχθηκαν, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, αληθινά και, αν ναι, στον νέο δίσκο αντιμετωπίζεις αυτή την φρικτή αλήθεια;
Ακριβώς. Τε περισσότερα τραγούδια σε αυτόν τον δίσκο περιγράφουν τον νέο, διαφορετικό κόσμο που μπορούσα να δω να έρχεται ήδη από το ’13/’14.
Πιστεύεις λοιπόν ότι υπό την ηγεσία του Τραμπ η Αμερική, ίσως και ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του υπόλοιπου κόσμου μαζί της, οδηγείται στην καταστροφή ή η κατάσταση είναι αρκετά πιο περίπλοκη από αυτό;
Δεν ξέρω...Είναι κανείς ευτυχής αυτή την στιγμή; Πάρα πολλά πρόκειται να συμβούν και πολλά από αυτά θα μας σοκάρουν. Για παράδειγμα η Κίνα μπορεί ίσως να γίνει η μεγαλύτερη υπερδύναμη στον κόσμο αλλά μπορεί και να καταρρεύσει αν οι όχι όμοιες φυλετικές εθνότητες της αποφασίσουν ότι θέλουν να ανεξαρτητοποιηθούν.
Αυτό που συμβαίνει στην Αμερική με πρόεδρο τον Τραμπ έχει σχέση σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με όσα συμβαίνον στην Ευρώπη και ειδικά με το Brexit ή είναι εντελώς διαφορετικά και ανεξάρτητα;
Το τελευταίο που θα ήθελε οποιοσδήποτε να κάνει σήμερα είναι να συνεχίσει να κατηγορεί και να σφυροκοπά τον Τραμπ αν και είναι αδύνατο να τον αγνοήσεις. Εχει την δική του αφήγηση και το Fox News - Breitbart και τα υπόλοιπα δεξιά αμερικανικά media όχι μόνο την υιοθετούν αλλά και φροντίζουν να ακουστεί παντού. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να διακρίνουν ποιος και τι είναι, δεν χρειάζονται εμένα για να τους το πω. Υποθέτω ότι ο αντίκτυπος συγκεκριμένων πρόσφατων ενεργειών τους υπό μιαν έννοια αναλύεται σε ορισμένα τραγούδια. Αυτό είναι πιο ξεκάθαρο στο «Ivanka», νομίζω ότι το καθιστά ακόμα πιο ενδιαφέρον το ότι βλέπει τα πράγματα από την δική της οπτική γωνία και διαμέσου αυτών που λέει. Το «I don’t know what it means to be complicit» είναι μια αληθινά σαγηνευτική φράση, κάποια αγνοεί τι σημαίνει μια λέξη γα την οποία δεν γνωρίζει καν πως γράφεται και λέγεται! Οι Τραμπ λένε οι ίδιοι την ιστορία τους, στην πραγματικότητα αυτοί έγραψαν το τραγούδι και όχι εγώ. Αφήνω τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της Ιστορίας να μιλήσουν, δεν χρειάζεται να πω αν ατό που λένε είναι καλό ή κακό, ούτε αν το εγκρίνω ή όχι, αυτή νομίζω ότι είναι η δύναμη του συγκεκριμένου τραγουδιού. Δεν προκαλεί έκπληξη το ότι ο Τραμπ και ο Τζόνσον σε ένα άλλο σύμπαν θα μπορούσαν να είναι ακόμα και...ερωτευμένοι, στον Τζόνσον μπορεί να αρέσει να μιλάει ισπανικά και ο Τραμπ να νομίζει πως όταν λέμε Λατίνοι εννοούμε τον τόπο στα νότια των συνόρων Αμερικής - Μεξικό αλλά και οι δύο θα μπορούσαν πολύ ωραία να γίνουν...Μουσολίνι αν τους δινόταν η ευκαιρία και το επέτρεπαν οι περιστάσεις.
Αυτή την στιγμή η πολιτική κατάσταση στην Βρετανία είναι πολύ χειρότερη από συνήθως. Τα περισσότερα στελέχη των Εργατικών δεν θέλουν το Brexit αλλά ο ίδιος ο Τζέρεμι Κόρμπιν το θέλει. Οι Συντηρητικοί φαίνεται να έχουν παραφρονήσει περισσότερο από συνήθως με την αλλόκοτη εκλογή του νέου ηγέτη τους στην οποία κάθε υποψήφιος προσπάθησε να δείξει ότι είναι περισσότερο φασίστας από τους άλλους! Έτσι καταλήξαμε στον Τζόνσον, μια ψυχοπαθή μικρογραφία του Τραμπ. Δεν πιστεύει σε τίποτα, δεν έχει καμία άλλη ιδεολογία πλην της υπέρμετρης, απίστευτης προσωπικής φιλοδοξίας του.
Από μουσικής πλευράς θα έλεγα ότι το «Happy Now» είναι το πλέον ηλεκτρονικό album που κάνατε ποτέ με ακόμα και αυτό που ανέκαθεν ήταν το κύριο στοιχείο του ήχου σας, την κιθάρα σου, μερικές φορές να περνάει σε δεύτερο πλάνο. Τι σε έκανε να στραφείς στις ηλεκτρονικές ηχητικές πηγές σε μιαν εποχή που ακόμα και πολλοί μουσικοί της electronica περνούν στα αληθινά όργανα και σε έναν γενικότερα πιο «φυσικό» ήχο;
Δεν μου αρέσει να περιορίζομαι σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, ξέρεις, «αφού το «Entertainment!» ήταν κιθάρα, μπάσο και ντραμς αυτό πρέπει να κάνεις για πάντα». Αντίθετα μου αρέσει να παίζω και να χρησιμοποιώ οποιαδήποτε ηχητική πηγή μου φαίνεται ενδιαφέρουσα.
Ο τρόπος που παίζεις και γενικότερα χρησιμοποιείς – με κάθε έννοια της λέξης – την κιθάρα έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου ή παραμένει λίγο – πολύ ίδιος;
Οπως προανέφερα στην ηχογράφηση του «What Happens Next» χρησιμοποίησα τόσα διαφορετικά είδη παραμόρφωσης ώστε ο ήχος της κιθάρας σχεδόν δεν ακουγόταν. Ο λόγος για αυτό ήταν ότι υπάρχουν πια τόσες πολλές σχετικές εφαρμογές και plug ins για τον υπολογιστή. Δεν αισθάνομαι υποχρεωμένος να παραμείνω πιστός σε οποιοδήποτε προηγούμενο στιλ και ήχο μας, ο ήχος της κιθάρας ήταν και θα είναι διαφορετικός σε κάθε δίσκο των Gang Of Four. Δεν είμαι καθόλου τύπος του παρελθόντος, της αναπόλησης και της νοσταλγίας και για αυτό είμαι πάντα ανοιχτός σε νέους ήχους.
Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία στο νέο album είναι ότι, εκτός από το υπό μιαν έννοια «πειραγμένο» funk που υπήρχε από την πρώτη στιγμή στον ήχο σας, υπάρχουν επίσης επιδράσεις από το περισσότερο ή λιγότερο ηλεκτρονικό pop funk της δεκαετίας του ’80. Τι σε έκανε να στραφείς σε ένα στιλ και ήχο που οι περισσότεροι σήμερα θεωρούν «πλαστικό», εντελώς τεχνητό, άψυχο και ίσως λίγο «δήθεν» μερικές φορές; Και με την ευκαιρία, κάνω λάθος ή η κυριότερη επιρροή σου και η αιτία επίσης για την αγάπη σου για την «βαθιά» αλλά και πολύ ισχυρή ρυθμική αίσθηση είναι ο «σφιχτός» funk ήχος των αρχών της δεκαετίας του ’70;
Οφείλω να παραδεχτώ ότι η μουσική μου ήταν και είναι κατά κάποιο τρόπο πολύπλοκη. Δεν είναι για να «χτυπιέσαι» ούτε ιδιαίτερα ακατέργαστη. Θα μπορούσες να πεις ότι έχει «πειραγμένες» disco επιρροές αλλά επίσης και ότι πρόκειται για πειραγμένο hip-hop ή οτιδήποτε άλλο. Κατά τα άλα πάντα απέρριπτα το «φυσικό» και προτιμούσα το «τεχνητό». Δεν θα συμφωνήσω με αυτό που λες για το funk των αρχών της δεκαετίας του ’70. Αυτό που έκανα όταν επινόησα τον ήχο των Gang Of Four ήταν να αποδομήσω τα περισσότερα ιδιώματα στα απολύτως βασικά συστατικά στοιχεία τους και στη συνέχεια να οικοδομήσω ξανά από την αρχή τοποθετώντας τους επιμέρους ρυθμούς και τις νότες της κιθάρας και του μπάσου με έναν απόλυτα νέο τρόπο ο οποίος δεν ακουγόταν σαν οτιδήποτε άλλο. Από την άλλη ναι, ο ρυθμός είναι πάρα πολύ σημαντικός για εμένα και επίσης τον έχω έμφυτο. Έτσι, αντίθετα με πολλές άλλες μπάντες που τείνουν να χρησιμοποιούν τετριμμένα, ίσως και κλισέ πια, ρυθμικά σχήματα εγώ δημιουργούσα καινούρια, κάτι που προκαλούσε στον πρώτο ντράμερ μας, τον Hugo Burnham, πολλά προβλήματα ώστε συχνά θύμωνε μαζί μου γιατί ήθελε να παίξει κάτι που είχε ακούσει, για παράδειγμα, σε έναν δίσκο του Elton John και εγώ απλά δεν του το επέτρεπα! (γέλια)
Κάτι που δεν γνωρίζει πολύς κόσμος είναι η δραστηριότητα σου ως παραγωγού δίσκων άλλων. Υπάρχει κάποιος που ξεχωρίζεις από τους όχι λίγους δίσκους στους οποίους έχεις κάνει παραγωγή;
Είναι αληθινά δύσκολο να ξεχωρίσω έναν μόνον αλλά, αν έπρεπε, αυτός θα ήταν μάλλον το album που κάναμε με τον (τραγουδιστή των Αυστραλών INXS – σ. τ. σ.) Michael Hutchence. Έγραψα σχεδόν όλα τα τραγούδια μαζί με τον Michael και αυτό συνέβη καθώς προέκυπτε αυθόρμητα και η αληθινή και βαθιά φιλία μας, συνδυασμός που το έκανε μια πολύ προσωπική εμπειρία. Θα είναι λοιπόν πάντα για εμένα ένας δίσκος διαφορετικός από τους υπόλοιπους στους οποίους έκανα παραγωγή. Ηταν κατά περισσότερο από ενενήντα τοις εκατό έτοιμος όταν πέθανε τόσο πρόωρα ο Michael και το να τον ολοκληρώσω μόνος μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αληθινά οδυνηρό.
Γιατί πιστεύεις ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο για την ανθρωπότητα να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και την αλήθεια σε πολιτικό, συλλογικό και διεθνές επίπεδο, ίσως ακόμα και σε προσωπικό σε ένα βαθμό;
Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις πλήρως γιατί για πάρα πολλούς ανθρώπους η πραγματικότητα και η αλήθεια φαίνεται να εμπεριέχουν τόσα πολλά προβλήματα. Μία από τις πλέον απροσδόκητες συνέπειες του Internet ήταν το να κάνει τις εφημερίδες, όπως τις λέγαμε όσοις/ες τις προλάβαμε, περιττές και κατέστησε αδύνατο το να συνεχίσουν να εκδίδονται εξαιτίας του οικονομικού κόστους τους. Έτσι από τότε ο ειδήσεις, η αλήθεια, η ίδια η πραγματικότητα είναι κάτι που σταχυολογούμε από το Internet και ίσως περισσότερο από όλα από το Facebook και άλλα social media. Οποιοσδήποτε πλέον μπορεί να πει οτιδήποτε θέλει και προφανώς αυτό μπορεί και έχει ήδη μετατραπεί σε όπλο, πριν από όλα απέναντι στην ίδια την αλήθεια, πιθανότατα και την πραγματικότητα.
Έχουμε λοιπόν πλέον φτάσει στο σημείο όπου η γη έχει όντως μετατραπεί σε ένα «παγκόσμιο χωριό»; Αν ναι, τελικά αυτό είναι καλό ή κακό;
Υπάρχει μια διεθνής τάση να δημιουργούνται μεγαλύτερες και ευρύτερες δομές όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση ταυτόχρονα όμως υπάρχει και η επιθυμία διατήρησης της εντοπιότητας, το να μένουν τα πράγματα σε ένα μικρότερο τοπικά και για αυτό πιο εύκολα διαχειρίσιμο πλαίσιο. Κανένα από τα δύο δεν είναι απαραίτητα κακό αλλά, όπως πάντα και για τα πάντα, σημασία έχει από το ποιους και κυρίως πώς εφαρμόζονται.
Θα έλεγες ότι από ανθρωπιστικής, πολιτικής, ακόμα και πολιτιστικής πλευράς είσαι αισιόδοξος για το μέλλον της ανθρωπότητας ή όχι;
Ολοφάνερα υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα στον κόσμο που μας απασχολούν και μας προβληματίζουν. Από την άλλη όμως πάρα πολλοί στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 πίστευαν ότι θα υπήρχε μια συνεχής σταθερή πρόοδος ως προς κάθε παράμετρο της ζωής, όλοι θα ζούσαμε περισσότερο και θα υποφέραμε όλο και λιγότερο από ασθένειες καθώς η επιστήμη έβρισκε λύσεις και θεραπείες για τα πάντα. Αεροπλάνα, πύραυλοι αλλά και αυτοκίνητα θα μας πήγαιναν όλο και γρηγορότερα σε όλο και πιο μακρινές αποστάσεις, είχαμε ήδη πάει στη σελήνη και σύντομα θα κατοικούσαμε και σε άλλους πλανήτες. Ακόμα και η κοινωνία θα γινόταν πιο φιλελεύθερη και προοδευτική, οι κάθε είδους προκαταλήψεις θα εξαφανίζονταν σιγά - σιγά καθώς κατανοούσαμε ο ένας τον άλλο καλύτερα, οι γυναίκες θα εξισώνονταν πλήρως με τους άντρες και θα αμείβονταν το ίδιο, δεν θα υπήρχε πια ρατσισμός και πολλά άλλα τέτοια και το ίδιο ειδυλλιακά. Τώρα όμως γνωρίζουμε πλέον πολύ καλά ότι η Ιστορία δεν είναι μια διαδικασία διαμέσου της οποίας ο κόσμος γίνεται αναπόφευκτα και νομοτελειακά όλο και καλύτερος και ήταν πολύ μεγάλο σφάλμα μας να φαντασιωνόμαστε ότι αυτό θα συνέβαινε. Ο κόσμος προχωρεί κάνοντας κύκλους ή και πηγαίνοντας προς τα πλάγια, λοξοδρομώντας και παρακάμπτοντας. Τα πράγματα πηγαίνουν προς τα πίσω όπως και όσο ακριβώς πηγαίνουν και προς τα εμπρός, μερικές φορές μάλιστα αυτά τα δύο μπορούν να συμβαίνουν και ταυτόχρονα.
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο τμήμα του ελληνικού κοινού που είναι πολύ ισχυρά συνδεδεμένο με τους Gang Of Four, από το ξεκίνημα σας μέχρι σήμερα. Η τελευταία εμφάνιση σας στην Αθήνα ήταν ένας θρίαμβος ή ένας τυφώνας, ανάλογα με το πως την είδε κανείς. Πώς αισθάνεσαι λοιπόν για το ότι επιστρέφετε για την επερχόμενη συναυλία του Σεπτεμβρίου;
Γνωρίζω πολύ καλά ότι έχουμε μιαν υπέροχη σχέση με το ελληνικό κοινό και αυτό με χαροποιεί πάρα πολύ. Η τελευταία φορά που παίξαμε εκεί ήταν μια περισσότερο και από απολαυστική εμπειρία για εμάς. Αυτονόητο λοιπόν ότι περιμένουμε ανυπόμονα να ξαναέρθουμε σε λίγες εβδομάδες!
Περισσότερα με τον Andy Gill θα πούμε στο τέλος Σεπτεμβρίου στο «Gagarin 205», εκείνος πάνω στη σκηνή και εγώ μπροστά σε αυτήν, πιθανότατα και μετά το φινάλε της συναυλίας. Αντί οποιουδήποτε άλλου επιλόγου το τόσο ιδιοσυγκρασιακό «ρεφρέν» του δεύτερου single τους το οποίο ήταν και το τραγούδι του «Entertainment!» που ξεχώριζε ανάμεσα στα ισοδύναμα υπόλοιπα, του εμβληματικού «At Home He’s A Tourist» και το οποίο, οφείλω να ομολογήσω, δεκαετίες μετά εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους «ύμνους» της ζωής μου:
At home he feels like a tourist
At home he feels like a tourist
He fills his head with culture
He gives himself an ulcer...