H αναγκαία μετάβαση σε ένα «Έξυπνο Κράτος»

Η ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης απαιτεί ένα σχεδιασμό για την αναβάθμιση του ρόλου των δημοσίων υπαλλήλων στη νέα πραγματικότητα.
Open Image Modal
Fanatic Studio via Getty Images

Με περίπου 75 εκατομμύρια εργαζομένους ο δημόσιος τομέας είναι η μεγαλύτερη ”βιομηχανία” στην Ευρώπη, που απασχολεί περίπου το 25% του εργατικού δυναμικού και είναι υπεύθυνη για σχεδόν το 50% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ). Δεδομένων της κλίμακας και του εύρους της, η δημόσια διοίκηση – η οργάνωση και η διαχείριση κρατικά χρηματοδοτούμενων πόρων – έχει τεράστια σημασία για την καθημερινή ζωή των πολιτών και την απόδοση και τις προοπτικές των επιχειρήσεών.

Στη μεταμνημονιακή εποχή οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι απλή υποχρέωση του κράτους, αλλά αναγκαιότητα για την εμβάθυνση του κοινωνικού κράτους δικαίου και την ενίσχυση της βιώσιμης απασχόλησης. Το μεταμνημονιακό κράτος χρειάζεται «έξυπνες μεταρρυθμίσεις» για να μετατραπεί από «γραφειοκρατικό κράτος» σε «έξυπνο κράτος», ένα κράτος το οποίο θα μπορεί να κατανοεί και θα ανταποκρίνεται στις άμεσες κοινωνικές ανάγκες των πολιτών και των επιχειρήσεων προωθώντας πολιτικές για τις ανάγκες τόσο της γηράσκουσας ελληνικής κοινωνίας όσο και της «κινητικής κοινωνίας», ανταποκρινόμενο στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Αυτό συνεπάγεται, αλλαγές που θα ενισχύσουν την «ευφυΐα» του κράτους με ανασχεδιασμό διοικητικών διαδικασιών, καθιστώντας αυτές περισσότερο εστιασμένες στις ανάγκες του πολίτη, επένδυση στην ικανότητα των δημοσίων υπαλλήλων, καλύτερη χρήση των ΤΠΕ για ικανοποίηση των αναγκών μιας “διαδικτυακής κοινωνίας” και βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, έχοντας ποιοτικότερους και «ευφυέστερους» νόμους. Περιληπτικά αναλύονται 5 προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση:

Πρώτον, σε ένα «έξυπνο κράτος» οι διοικήσεις μεταβαίνουν από τη διαβούλευση στη συνυπευθυνότητα τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Εσωτερικά αυξάνοντας τη δέσμευση του προσωπικού στο όραμα των δημόσιων οργανισμών και εξωτερικά με τη μετεξέλιξη των δημοσίων αρχών, από κλειστούς, εγωκεντρικούς μηχανισμούς σε ανοιχτές δικτυακές οργανώσεις, τις οποίες το κοινό μπορεί πλέον να εμπιστευτεί. Πολίτες, επιχειρήσεις και δημόσιοι υπάλληλοι γίνονται συν-εμπνευστές, συν-αποφασίζοντες, συμπαραγωγοί και συν-αξιολογητές. Σε αυτό το πνεύμα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να ενισχύσουν τους θεσμούς διαβούλευσης με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, προωθώντας τις προτάσεις τους στη διαμόρφωση νέων νόμων και κανονισμών, καθώς και στο στρατηγικό σχεδιασμό της δημόσιας διοίκησης. Τα δυνητικά οφέλη που απορρέουν αφορούν την ενίσχυση της υπηρεσίας με περισσότερες καινοτόμες ιδέες προς εφαρμογή και μεγαλύτερη διαφάνεια στον τρόπο παροχής των υπηρεσιών, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή των πολιτών και την ανοικτή διακυβέρνηση.

Δεύτερο, το «έξυπνο κράτος» δίνει έμφαση στον στρατηγικό προγραμματισμό προσλήψεων ανά «οικογένεια θέσεων εργασίας» του δημοσίου, ο οποίος θα δημοσιοποιείται εγκαίρως, ώστε να υπάρχει η ανάλογη αξιοποίηση των δεξιοτήτων και των προσόντων του ανθρώπινου δυναμικού σε πραγματικές ανάγκες της δημόσιας διοίκησης. Για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου στελέχωσης του δημοσίου πρέπει να ενδυναμωθεί οργανωτικά ο Α.Σ.Ε.Π. και να αναβαθμιστεί το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης ως Ανεξάρτητη Αρχή ώστε να αναλαμβάνει πιο ενεργό ρόλο στο αντικειμενική αξιολόγηση των ικανοτήτων του προσωπικού, αλλά και την μετέπειτα διαχείριση της πορείας σταδιοδρομίας του προσωπικού.

Τρίτον, η υιοθέτηση μίας «έξυπνης νομοθεσίας» στοχεύει στην παραγωγή απτών αποτελεσμάτων κατά τον λιγότερο επαχθή τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποδοθεί σημασία τόσο στην αξιολόγηση και τη βελτίωση της ισχύουσας νομοθεσίας όσο και στο σχεδιασμό νέας νομοθεσίας. Η άτακτη παραγωγή εγκυκλίων και υπουργικών αποφάσεων δημιουργούν πρόσθετα κόστη γραφειοκρατίας και εμπεδώνουν μία κουλτούρα «κακής νομοθέτησης». Είναι κρίσιμο να προωθούνται οι λεγόμενοι «έλεγχοι καταλληλότητας» και οι αρχές καλές νομοθέτησης, όπως συμβαίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αξιολογώντας κατά πόσον το συνολικό κανονιστικό πλαίσιο ενός ολόκληρου τομέα πολιτικής είναι κατάλληλο για τον επιδιωκόμενο στόχο.

Τέταρτον, ιδιαίτερη σημασία έχει η δημιουργία κλίματος για την άνθηση της καινοτομίας και την ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία αφορά και την οργανωσιακή κουλτούρα. Η καινοτομία μπορεί να ενσωματωθεί σε θεσμούς, εάν το προσωπικό ενθαρρύνεται και δύναται να καταστεί ικανό να λειτουργήσει ως «επιχειρηματίας πολιτικής» του δημοσίου τομέα. Η διαδικασία χάραξης της πολιτικής, επίσης, έχει ανάγκη από τεκμηρίωση και αυστηρή αξιολόγηση, αλλά το προσωπικό θα πρέπει ενεργά να ενθαρρύνεται για τη συμμετοχή του στην εσωτερική λειτουργία των δομών και την αμφισβήτηση κατεστημένων ιδεών και πρακτικών που εκφράζουν την παγιωμένη και συχνά δυσκίνητη λειτουργία των πραγμάτων.

Πέμπτον, λιγότερη γραφειοκρατία και μείωση των διοικητικών Βαρών με περισσότερη ηλεκτρονικοποίηση των διαδικασιών, καθώς το σημερινό διοικητικό περιβάλλον δημιουργεί αντιαναπτυξιακά κίνητρα και πρόσθετα εμπόδια στη λειτουργία της ιδιωτικής οικονομίας. Στόχος μια «ενιαία πύλη» για πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που χρειάζονται οι επιχειρήσεις και αντίστοιχα οι πολίτες. Οι επιχειρήσεις πάντα θα επιθυμούν να ελαχιστοποιείται η επαφή τους με τις διοικήσεις σε καθαρά πρακτικά θέματα και ως εκ τούτου η «εφάπαξ» καταχώρηση των δεδομένων είναι η συνταγή της επιτυχίας για φιλικές προς τις επιχειρήσεις δημόσιες υπηρεσίες.

Η ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης απαιτεί ένα σχεδιασμό για την αναβάθμιση του ρόλου των δημοσίων υπαλλήλων στη νέα πραγματικότητα, την «ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων», αλλά και μία ευρύτερη συζήτηση για το πώς οι θεσμοί προσθέτουν αξία, ως βάση για το σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών που αποφέρουν οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση στη «μεταμνημονιακή εποχή» η δημόσια διοίκηση μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του κοινωνικού κράτους και του δημοσίου συμφέροντος.