Η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η χωρίς όρια έκφραση της αναθεωρητικής πολιτικής από το πλέον εξτρεμιστικό τμήμα της τουρκικής ελίτ, δημιουργεί ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες στην περιοχή μας. Η εξέλιξη αυτή υπήρξε απόρροια των εσωτερικών συγκρούσεων στα κέντρα εξουσίας στην Τουρκία. Η αντιπαράθεση του Ερντογάν καταρχάς με τον πρώην σύμμαχό του Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οδήγησε σε συμμαχία με τους παλιούς του εχθρούς. Όλοι οι φυλακισμένοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι καθώς και οι μη στρατιωτικοί που εμπλέκονταν στις περίφημες υποθέσεις Εργκένεκον και της οργάνωσης πραξικοπήματος (Balyoz Harekâtı που οργανώθηκε το 2003 κατά της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) απελευθερώθηκαν το 2014.
Αυτοί θα είναι πλέον οι νέοι σύμμαχοι του Ερντογάν στον πόλεμο που ξεκίνησε ενάντια στο κίνημα του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν. Σύντομα στους συμμάχους θα προστεθούν οι νέοι εθνικιστές ακτιβιστές που αντλούσαν την έμπνευση από τον γενοκτόνο Νεότουρκο Ταλαάτ πασά και λίγο μετά το ακροδεξιό Κίνημα Εθνικιστικής Δράσης του Μπαχτσελί, γνωστό και ως Γκρίζοι Λύκοι.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 θα διαμορφωθεί ένα αραγές μέτωπο της πλέον εξτρεμιστικής ομάδας των κεμαλιστών με τον Ερντογάν, ο οποίος εκφράζει τον εξτρεμιστικό ισλαμισμό των Αδελφών Μουσουλμάνων. Έτσι διαμορφώνεται μια νέα ενότητα, όπου κάποιες κάποτε ανταγωνιστικές πολιτικά και ιδεολογικά δυνάμεις δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα.
Ο σημαντικός Τούρκος διανοούμενος Cengiz Candar αποδέχεται ότι «μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι κοσμικοί και ισλαμιστές είναι στην πραγματικότητα δύο πλευρές του ίδιου πράγματος». Γράφει:
«Από το 2015, η Τουρκία διοικείται από έναν εθνικιστικό συνασπισμό που είναι ένα αμάλγαμα νεο-συνδικαλιστών (κεμαλικοί που αντλούν τις εμπνεύσεις τους από τον Ταλαάτ πασά των Νεότουρκων), παραδοσιακών εθνικιστών της Δεξιάς και ισλαμιστών εθνικιστών. Έχει υποστεί περαιτέρω τσιμεντοποίηση μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Είναι, κατά μία έννοια, συνέχεια της ”Παλαιάς Τουρκίας”, που είχε τις ρίζες της στις τελευταίες ημέρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
»Είναι ένας συνασπισμός που αναβιώνει και συνενώνει δύο διαφορετικές παραδόσεις: τον κοσμικό εθνικισμό των Νεότουρκων, τους νέους εμπνεόμενους από το παράδειγμα του Ταλαάτ και τον ισλαμισμό του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ II. Ο Αμπντουλχαμίτ ήταν ένας αυταρχικός σουλτάνος που προσπάθησε να διατηρήσει την ενότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνοντας έμφαση σε μια ισλαμική ταυτότητα εις βάρος των χριστιανικών κοινοτήτων. Οι Νεότουρκοι ήταν κοσμικοί εθνικιστές, αλλά στην πραγματικότητα τελείωσαν μετά το 1909 ό,τι είχε αρχίσει ο Αμπντουλχαμίτ όταν εκδίωκε τους Οθωμανούς Αρμένιους.
»Ο πρόεδρος Ερντογάν θεωρείται η μετενσάρκωση του Αμντουλχαμίτ από τους ισλαμιστές υποστηρικτές του, ο σουλτάνος που περιφρονείται για τον ισλαμισμό του από τους κοσμικούς εθνικιστές στην συνδικαλιστική και κεμαλική παράδοση. Ωστόσο, με μια ειρωνική συστροφή, ο Ερντογάν πρόσφατα –και για πρώτη φορά– αγκάλιασε τον κοσμικό ιδρυτικό πατέρα της Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, προς έκπληξη κάποιων στην εκλογική του περιφέρεια. Αλλά αυτό δεν ήταν σύμπτωση».
Το συμπέρασμα είναι ότι οι ρίζες της Νέας Τουρκίας του Ερντογάν μπορούν να ανιχνευτούν στην τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην υπερεθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων. Μέσω των επιγόνων των Νεότουρκων που συγκροτήθηκαν ως διακριτό πολιτικό ρεύμα στη σύγχρονη Τουρκία (ο Candar τους αποκαλεί ”νέο-συνδικαλιστές”) και της συμμαχίας τους με τον Ερντογάν χτίζεται η Νέα Τουρκία.
Κατά συνέπεια η γνώση των τρόπων και των διαδικασιών δημιουργίας του τουρκικού κράτους παραμένει σημαντική για την κατανόηση των όσων συμβαίνουν. Μπορεί αρκετοί στην Ελλάδα να θεωρούν ακόμα την Τουρκία ως ένα τυπικό δυτικό κράτος. Όμως ποτε δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Αυτή την έλλειψη γνώση την ανιχνεύουμε ακόμα και στις αμήχανες απαντήσεις του ελληνικού Υπ.Εξ. σε κραυγαλές διαστρεβλώσεις της ιστορίας, είτε αυτά που κάνει ο Ερντογάν με τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071, είτε με την Άλωση της Πόλης το 1451, είτε με την συντριβή του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο το 1922.
Ας δούμε λοιπόν:
-πώς εμφανίστηκε ο τουρκικός εθνικισμός στο τέλος του 19ου αιώνα.
-πώς κατασκευάστηκε το νέο τουρκικό έθνος ως μετεξέλιξη της πολυεθνικής ισλαμικής ούμα των Οθωμανών μετά το 1922
-ποιους μηχανισμούς επέλεξε για την ομογενοποίηση μέσω του εκτουρκισμού του παλιού πολυεθνικού οθωμανικού κόσμου και
-πώς αντιμετωπίστηκε στην Ελλάδα η σημαντική μνήμη των ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών που βίωσαν με δραματικό τρόπο αυτές τις διαδικασίες δημιουργίας του σύγχρονου τουρκικού κράτους.
Κατασκευάζοντας το παρελθόν
Με την πλήρη επικράτηση του τουρκικού εθνικισμού το 1922, η πολιτική αυτή των Νεότουρκων θα εξαγνιστεί, θα αποτελέσει τη βάση της νεοδημιουργημένης τουρκικής δημοκρατίας και θα τύχει ιδεολογικής επεξεργασίας από τους Τούρκους εθνικιστές κεμαλικούς ιστορικούς. Άξονες της κεμαλικής «κατασκευαστικής» ιστοριογραφίας είναι η διαχρονική ανάδειξη του τουρκικού εθνικού παράγοντα εις βάρος της οθωμανικής οικουμενικότητας και η εξάλειψη των ιστορικών ερεισμάτων στη Μικρά Ασία και την Ανατολία των κληρονομικών εχθρών, των Ελλήνων και των Αρμενίων. Βασικός στόχος ήταν να αποδειχθεί ότι αφενός από τους προϊστορικούς χρόνους η Ανατολία κατοικούνταν από τουρκικά φύλα και αφετέρου ότι οι περιοχές αυτές την εποχή του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922) συγκροτούσαν την αδιαφιλονίκητη τουρκική πατρίδα, που επιβουλεύτηκαν οι «ξένοι ιμπεριαλιστές».
Φυσικά το ζήτημα του ιστορικού μεταίχμιου, με το πέρασμα από την εποχή της πολυεθνικής θρησκευτικής Αυτοκρατορίας στην εποχή των εθνών-κρατών, όπως και η παρουσία μεγάλων αριθμών Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυροχαλδαίων κ.ά. ουδόλως θεωρείται ως ζήτημα άξιο λόγου. Ο Etienne Copaux, εθνολόγος στο CNRS, αναφέρει ότι: «…οι κεμαλικοί ιστορικοί σφυρηλατούν ένα ‘νέο παρελθόν’. Απαντώντας έτσι στην αδήριτη γι αυτούς ανάγκη να συστήσουν ένα ένδοξο τουρκικό- και όχι πια οθωμανικό- παρελθόν».
Μελετώντας τον τρόπο πρόσληψης των συγκεκριμένων γεγονότων, παρατηρούμε ότι παρόμοια ζητήματα ενυπάρχουν και στην ελληνική ιστοριογραφία. Το πρόβλημα αποκαλύπτεται με μεγαλύτερη σαφήνεια όταν ουδέτεροι ξένοι μελετητές περιγράφουν τα ίδια γεγονότα. Ο Βρετανός Giles Milton, του οποίου το βιβλίο με τίτλο «Χαμένος παράδεισος: Σμύρνη 1922.Η καταστροφή της μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού» εκδόθηκε πρόσφατα και στην Ελλάδα, αναφέρεται με τελείως διαφορετικό τρόπο στη Σμύρνη. Κατ’ αρχάς θεωρεί αυτονόητο ότι ήταν μια κοσμοπολίτικη «ελληνική πόλη». Θεωρεί ότι η καταστροφή της «είναι από τις στιγμές που άλλαξαν τον ρουν της Ιστορίας της Ελλάδας, αλλά ήταν εξίσου σημαντική και για τη Δύση.» Ξαφνιάζεται επίσης για το γεγονός ότι «Οι Ευρωπαίοι δεν διδάσκονται στα σχολεία τους την Ιστορία της Μικράς Ασίας» και θεωρεί ότι είναι «άδικο να έχει παραλειφθεί τόσο σημαντικό κεφάλαιο από τη διδασκαλία». Τονίζει επίσης ότι «Στη Μικρά Ασία είχαμε μια γενοκτονία, εθνική εκκαθάριση, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμού, ανάμειξη πολλών κυβερνήσεων».
Μελετώντας παράλληλα και τη νεοελληνική ιστοριογραφία, τον τρόπο πρόσληψης της σύγχρονης ιστορίας και ειδικά του συγκεκριμένου ιστορικού μεταίχμιου, καθώς και των γεγονότων που το συνόδευσαν, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ελληνική εκδοχή του κεμαλικού ερμηνευτικού σχήματος. Στη νεοελληνική ιστοριογραφία δεν υπάρχει ρήξη μεταξύ οθωμανικού και τουρκικού χώρου, αλλά αντιθέτως υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη και ενιαία τουρκική εθνική κυριαρχία στη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολία, την οποία έρχονται να αμφισβητήσουν έξωθεν οι Έλληνες. Δεν υπάρχει γενοκτονία και οργανωμένο σχέδιο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων από τους Νεότουρκους, γιατί απλώς η πολιτική των Νεότουρκων συγκροτούσε «νόμιμη αντίδραση». Δεν αντιμετωπίζεται η επόμενη μέρα της οθωμανικής κατάρρευσης ως ευκαιρία επίλυσης του εσωτερικού εθνικού ζητήματος, γιατί απλώς οι χριστιανικές κοινότητες δεν αντιμετωπίζονται ως συλλογικά υποκείμενα με πολιτικά δικαιώματα. Ακόμα και η καταστροφή και η σφαγή της Σμύρνης αντιμετωπίζεται ως ένα ανεξιχνίαστο γεγονός της Ιστορίας και στη χειρότερη περίπτωση ως «θεία Δίκη» και κατανοητή «ανταπόδοση».
Ο αυτοπεριορισμός της ιστοριογραφίας
Με τον τρόπο αυτό, η αντίληψη της νεοελληνικής ιστοριογραφίας και το ερευνητικό της πεδίο, περιορίστηκε απελπιστικά. Σημαντικά τμήματα της νεότερης ελληνικής ιστορίας έμειναν στο σκοτάδι ως άγραφες Λευκές Σελίδες. Κι αυτό γιατί η ιστοριογραφία μας καθορίστηκε από τα στενά συμφέροντα του έθνους-κράτους και των διαφόρων πολιτικών εκδοχών που εμφανίστηκαν αποκλειστικά στα όριά του. Αναπαρήγαγε έτσι πιστά την αντιμικρασιατική πολιτική, που χαρακτήρισε τις πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας που διαχειρίστηκαν τη μικρασιατική πρόκληση. Η συνάντηση της ακροδεξιάς άποψης του Ιωάννη Μεταξά με την πρώιμη κομμουνιστική του ΣΕΚΕ, καθόρισε και την ματιά της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Ο περιορισμός παράλληλα του βενιζελισμού στην κρατική εκπροσώπηση και μόνο, συνέβαλε στο να μετατραπεί η συγκεκριμένη ματιά σε καθολική. Η νομιμοποίηση των εθνικών εκκαθαρίσεων που διέπραξε ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε στη συνέχεια κοινός τόπος. Ως εξέλιξη της ίδια πολιτικής μπορεί να θεωρηθεί η αποσιώπηση και η απουσία κάθε ερευνητικής απόπειρας, για τις σταλινικές διώξεις που πραγματοποιήθηκαν εναντίον των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης από το 1937.
Η πραγματικότητα αυτή θα αμφισβητηθεί μόνο μετά τη δεκαετία του ’90, όταν θα προβάλλει –με όχι επιτυχημένο πάντα τρόπο- μια ιστοριογραφική σχολή που θα γεννηθεί στους κόλπους των προσφυγικών οργανώσεων. Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει την αντίδραση της παραδοσιακής ιστοριογραφίας – συμπεριλαμβανομένων των «νέων ιστορικών», των αποκαλούμενων «μεταμοντέρνων»- οι οποίοι θα κινηθούν μ’ ένα σπασμωδικό τρόπο καταγγελίας και αμφισβήτησης της νέας αυτής τάσης. Η ενόχλησή τους θα είναι τόσο έντονη, ώστε θα καταφύγουν και σε μεθόδους συνειδητής παραχάραξης και παρανόησης, ακόμα και διεθνών νομικών όρων, όπως αυτός της «γενοκτονίας», προκειμένου να υποστηρίξουν την παραδοσιακή εκδοχή. Όπως επίσης και αποσιώπησης σημαντικών αποφάσεων διεθνών οργανισμών, όπως αυτό της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars), που εντάσσει τις γενοκτονίες των Ελλήνων της Ανατολής στις μεγάλες γενοκτονίες του 20ου αιώνα.
Η εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού
Η εμφάνιση του επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα και η αυτονόμηση του νησιού, όπως επίσης οι ελληνικές και βουλγαρικές επαναστάσεις στη Μακεδονία, θα ευνοήσουν την ισχυροποίηση των εθνικιστικών απόψεων στο εσωτερικό του οθωμανικού στρατού. Παράλληλα, η κοινωνική θέση των αστών των ραγιάδων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα τροφοδοτήσει με ανασφάλεια και μίσος τα παραδοσιακά μουσουλμανικά κυρίαρχα στρώματα της. Έτσι θα εμφανιστεί ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός στο πρόσωπο των Νεότουρκων στρατιωτικών.
Το ενδιαφέρον στην τουρκική περίπτωση είναι ότι εξ αιτίας της απουσίας σημαντικών μουσουλμανικών αστικών στρωμάτων, οι στρατιωτικοί επιφορτίστηκαν το ρόλο της αστικής τάξης. Η διεκδίκηση της οικονομικής ισχύος από τους αστούς των ραγιάδων ήταν μια από τις βασικές αιτίες της στρατιωτικής παρέμβασης στην πολιτική ζωή της Αυτοκρατορίας.
Ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο καταλύτης των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Ήταν ο κύριος παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ′ όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής.
Με την εμφάνισή του ο όρος ”Τούρκος” άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ώς ”Τουρκία”. Ο νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας.
Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ′ αυτό των Τούρκων. Κύριοι υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, με μια προνομιακή συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν αφενός το ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών με και αφετέρου, την οικονομική τους κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των μόνων ανταγωνιστών τους, των Ελλήνων και των Αρμενίων.1
Ένας από τους πατέρες του παντουρκισμού, ο Ζιγιά Γκιοκάλπ (Giokalp) πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ′ αυτήν σ′ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body).2
“Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar) αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα»”
Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του A Shameful Act, υποστηρίζει ότι ο Gokalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Gokalp ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια».
Tις απόψεις αυτές υλοποίησαν οι Οθωμανοί αξιωματικοί που είχαν βρεθεί στη Γαλλία, και προσπάθησαν να ντύσουν με τις αξίες του διαφωτισμού τις ρατσιστικές επιδιώξεις του παντουρκισμού.3 Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar) αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα».4 Η εφημερίδα Ο Λαός της Πόλης προειδοποιούσε τους Τούρκους ηγέτες: ”Σήμερα με το τουρκικό σύνταγμα, αν έχετε ακόμα τα ίδια μυαλά, αν προσπαθάτε με το φανατισμό και με τον τουρκισμό να πνίξετε κάθε ξέχωρη εθνική ζωή, θα χυθεί αίμα πολύ κι από τα δύο μέρη και η Ευρώπη θα σας καθήσει στο σβέρκο. Τούρκοι που τυραννάτε τους λαούς της Αυτοκρατορίας, να μάθετε πως κανένας λαός δεν είναι τόσο πρόστυχος, τόσο ελεεινός, που να δέχεται να τυραννιέται και να κυβερνιέται από τον τύραννό του, τον ξένο, τον αλλόφυλο. Και τότες πια, σα δε σωφρονιστείτε, θα διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και η Τουρκία θα σβήσει.”(Κεντρικό άρθρο, Λαός, Κωνσταντινούπολη, 18 Ιανουαρίου 1909.)
Η αντίληψη που διαμόρφωσε η νεοτουρκική ηγεσία στους αξιωματικούς που προσχώρησαν στο κίνημα, εμπεριείχε την επιφύλαξη, αν όχι και την εχθρότητα απέναντι στο λαό. Χαρακτηριστική είναι μια σύσταση του Ισμέτ Ινονού προς τους νέους αξιωματικούς: «Ο σουλτάνος είναι εχθρός σας. Είναι επτά γενεών εχθρός σας. Ας μείνει όμως μεταξύ μας, ακόμα και ο λαός είναι εχθρός σας» 5 Το αντιχριστιανικό κλίμα και η τάση για ισλαμικό Τζιχάντ (Ιερό πόλεμο κατά των μη μουσουλμάνων) που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, επηρεάζει και τις συνθήκες στον Πόντο. Στο άρθρο με τίτλο «Οθωμανοί εις τα όπλα» που δημοσιεύτηκε στις 13 Οκτωβρίου 1911 στην τουρκική εφημερίδα της Σαμψούντας Ηχώ διακηρύσσεται : ”Ο ιερός πόλεμος είναι θεία εντολή, της οποίας η εγκατάλειψις εις τοιαύτην εποχήν είναι αδύνατος... Εμπρός αδελφοί, ας ετοιμασθώμεν από σήμερον να συγκρουσθώμεν μετά των εχθρών, να πίωμεν το αίμα των.“6
Εσωτερική καταστολή και εθνικές εκκαθαρίσεις
Τον Οκτώβριο του 1911 αποφασίστηκε και επισήμως, σε συνέδριο των Νεότουρκων που έγινε στην οθωμανική Θεσσαλονίκη,7 η εξόντωση των μη τουρκικών εθνοτήτων. Σε μια ανταπόκριση του περιοδικού «The Times of London» με τίτλο «Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους», παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σοβινιστικών επιλογών στο συνέδριο του κομιτάτου ”Ένωση και Πρόοδος” που βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Η αφομοίωση δια της βίας όλων των κατοίκων, αποφασίζεται τελεσίδικα. Το μέσο θα ήταν οι εξοπλισμένοι Μουσουλμάνοι. Στην απόφαση αναγραφόταν:
«Οι Μουσουλμάνοι γενικά πρέπει να κρατήσουν τα όπλα τους και όπου υπήρχαν ως μειονότητα, οι αρχές πρέπει να τους εξοπλίσουν…. Η Τουρκία είναι πρωτίστως μια μουσουλμανική χώρα και οι ιδέες του μουσουλμανισμού και η επιρροή του πρέπει να κυριαρχούν. Κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να κατασταλεί αφού δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τους Χριστιανούς, οι οποίοι πάντα δούλευαν για την κατάρρευση του νέου καθεστώτος… Αργά ή γρήγορα η πλήρης οθωμανοποίηση πρέπει να επιτευχθεί αλλά είναι πλέον καθαρό ότι αυτό δε θα μπορούσε να γίνει με την πειθώ αλλά με τη δύναμη των όπλων. Η μουσουλμανική κυριαρχία είναι αναπόφευκτη και μόνο στους μουσουλμανικούς θεσμούς και παραδόσεις οφείλεται σεβασμός.Το δικαίωμα της οργάνωσης, αποκέντρωσης και αυτονομίας δεν υπάρχει για τις υπόλοιπες εθνικότητες, οι οποίες μπορούν να κρατήσουν τις θρησκείες τους αλλά όχι τις γλώσσες τους. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας αποτελεί ένα από τα βασικά μέσα για τη διατήρηση της μουσουλμανικής κυριαρχίας.»8
Bασικό στοιχείο της οικονομικής πολιτικής των Νεότουρκων υπήρξε το μποϊκοτάζ κατά των ελληνικών επιχειρήσεων, που στη συνέχεια θα επεκταθεί και κατά των Αρμενίων και των υπόλοιπων χριστιανικών κοινοτήτων.9 Την κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία περιγράφει γλαφυρά το 1909 η σοσιαλιστική εφημερίδα ”Ο Λαός”, που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη:
«Τουρκικός λαός λογιούνταν όλοι οι μουσουλμάνοι, δηλαδή οι πιστοί καθώς ονομαζόντουσαν μόνοι τους… Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους ματαχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονταν μόνο, βάζοντάς τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν το μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε γεωχτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλλαχτα όπως οι δούλοι στο μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειές τους...»10
“Και ο ίδιος ο Tαλαάτ (ο οποίος είχε λάβει τους τίτλους του πασά και του μεγάλου βεζύρη) είχε αναφέρει ότι: ”βλέπει να πλησιάζει η αναγκαιότητα, να ξοφλήσει με τους Έλληνες, ακριβώς όπως παλαιότερα και με τους Αρμένιους.“ Οι Αυστρογερμανοί διαπίστωναν ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορεύτηκε από την παντουρκιστική ιδεολογία που τότε κυριαρχούσε στους τουρκικούς πληθυσμούς, καθώς και από ”... τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία.”
Mετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η γραμμή του 1911 εκφράστηκε με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών, όπως το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών. Ο Taner Aksam γράφει: «Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Gokalp συνέταξε ειδικές μελέτες για τις μειονότητες της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων. Αυτές ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να συγκεντρωθεί λεπτομερής γνώση για την εθνικοθρησκευτική δομή της Ανατολίας. Ενα ειδικό τμήμα, το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών, το οποίο συστάθηκε το 1913, ασχολούνταν ειδικά με ζητήματα διασκορπισμού και επανεγκατάστασης πληθυσμών».11
Για την υλοποίηση των σχεδιασμών είχε δημιουργηθεί μια παρακρατική οργάνωση με την επονομασία Ειδική Επιτροπή (Teskilat i Mahsusa), για να φέρει εις πέρας τις εκτοπίσεις. Η δράση της Επιτροπής θα ξεκινήσει τη δράση της με τους Ελληνες της Ιωνίας. Ο Taner Aksam γράφει: «Η δράση της εναντίον του “εσωτερικού εχθρού” είχε αρχίσει πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Αιγαίου, μέσω τρομοκρατίας και απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών του, είχε πραγματοποιηθεί ως μέρος του σχεδίου για την ομογενοποίηση της Ανατολίας».
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία» (Celal Bayar, “Ben Yazdim”). Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού.12 O Taner Aksam αναφέρει: «Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών. Τα ίδια μέτρα εφαρμόστηκαν στην περιοχή του Αιγαίου από την άνοιξη του 1914. Η Επιτροπή Ενωση και Πρόοδος πήρε μια ξεκάθαρη απόφαση. Η πηγή των προβλημάτων στη δυτική Ανατολία θα απομακρυνόταν, οι Ελληνες θα εκδιώκονταν με πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Πριν από οτιδήποτε άλλο ήταν ανάγκη να αποδυναμωθούν οι οικονομικά ισχυροί Ελληνες…. Αποφασίστηκε να επικεντρωθούν οι δραστηριότητες γύρω από τη Σμύρνη που θεωρείτο κέντρο της υπονομευτικής δραστηριότητας».
Από το 1916 η πολιτική αυτή θα εφαρμοστεί με ιδιαίτερη ένταση στον Δυτικό Πόντο.13 Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους.
Ο μαρκήσιος Pallavicini (Παλαβιτσίνι) έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: ”Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς.“14 Την ίδια άποψη εξέφραζαν και σώφρονες Τούρκοι, όπως ο Βεχίπ πασά (Vehib pacha), ο οποίος υποστήριζε ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων ήταν περιττός από στρατιωτικής άποψης.15 Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κβιατόφσκι (Kwiatkowski) ανέφερε σε υπηρεσιακή επιστολή του ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεότουρκων, με το οποίο επιδιωκόταν η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου. Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Ευρώπη απ′ ότι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων.16
Oι φόβοι του Κβιατόφσκι εδράζονταν στη διαπίστωσή του ότι η καθολική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου ήταν επιθυμία του τουρκικού λαού.17 Εξάλλου του είχε ειπωθεί από υψηλόβαθμους αξιωματούχους ότι: ”Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους... Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε.“18 Και ο ίδιος ο Tαλαάτ (ο οποίος είχε λάβει τους τίτλους του πασά και του μεγάλου βεζύρη) είχε αναφέρει ότι: ”βλέπει να πλησιάζει η αναγκαιότητα, να ξοφλήσει με τους Έλληνες, ακριβώς όπως παλαιότερα και με τους Αρμένιους.“19 Οι Αυστρογερμανοί διαπίστωναν ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορεύτηκε από την παντουρκιστική ιδεολογία που τότε κυριαρχούσε στους τουρκικούς πληθυσμούς, καθώς και από ”... τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία.“20
Έτσι θα πραγματοποιηθεί η πρώτη φάση της γενοκτονίας. Στο τέλος του Πολέμου θα επιχειρηθεί η καταγραφή των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εκδώσει το 1919 τον απολογισμό με τίτλο «Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918)». Η «Μαύρη Βίβλος», συντάχθηκε από την Κεντρική Επιτροπή υπέρ των Μετατοπισθέντων Ελληνικών Πληθυσμών. Εκδόθηκε στα ελληνικά και στα γαλλικά. 21
Το τέλος
Η συνέχεια θα καθοριστεί στα Συνέδρια Ειρήνης των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και στις εσωτερικές αντιδικίες της Αθήνας. Η εμπλοκή της Ελλάδας με την Μικρασιατική Εκστρατεία θα διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο. Με τη Συνθήκη των Σεβρών στους Έλληνες -που το 1914 το ποσοστό τους με τις διάφορες εκτιμήσεις κυμαινόταν από το 13% έως 25% - θα αποδοθεί το 6% περίπου του πάλαι ποτέ κοινού οθωμανικού εδάφους. Σημαντικά εδάφη της Ανατολίας θα αποδοθούν στους Αρμένιους, ενώ θα υπάρξει και κουρδική αυτονομία. Οι Τούρκοι διατηρούσαν την κυριαρχία τους στο μεγαλύτερο μέρος του παλιού οθωμανικού εδάφους, καθώς και στην έδρα του ισλαμικού Χαλιφάτου, την Κωσταντινούπολη. Με τον τρόπο αυτό διαμορφωνόταν ο γεωπολιτικός χάρης της επόμενης μέρας και στη θέση της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που πλέον διαλυόταν οριστικά, δημιουργούνταν εθνικά κράτη με τη γνωστή επώδυνη διαδικασία που είχε γνωρίσει η Ανατολή από το 1821 και εντεύθεν.
Η περίοδος που ακολούθησε την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων ήταν η πλέον αποφασιστική ιστορική στιγμή για τη διαμόρφωση του μεταοθωμανικού γεωπολιτικού κόσμου. Όμως ο ελληνικός Διχασμός, η αντίδραση και το αντιμικρασιατικό πνεύμα που κυριαρχούσαν στο Λαϊκό Κόμμα και τη φιλομοναρική παράταξη, μαζί με την ασυνέπεια του βενιζελισμού, που προκήρυξε εκλογές εν μέσω του μικρασιατικού πολέμου και τη διαμόρφωση μιας μικρής παλαιοελλαδικής ντεφετιστικής Αριστεράς (ΣΕΚΕ)22 που συνεργάστηκε με τους μοναρχικούς σε μια αντιπολεμική, αντιμικρασιατική πλατφόρμα, οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή και την κυριαρχία του τουρκικού εθνικισμού στο σύνολο των παλιών οθωμανικών πολυεθνικών εδαφών.
Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι νικητές και εκφράστηκε, πραγματικά αλλά και συμβολικά, με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες της Καταστροφής.23 Η παρακάτω εικόνα από τις πρώτες μέρες της ήττας, είναι χαρακτηριστική: «Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»24 Η μοναρχική παράταξη θεωρούσε τους πρόσφυγες «ξένο σώμα» στην Ελλάδα.25
Επίλογος
Οι σημερινές εξελίξεις με την εμφάνιση μιας εξόχως επιθετικής Τουρκίας δεν είναι τίποτα περισσότερο από την φυσιολογική εξέλιξη της ελληνικής ήττας στη Μικρά Ασία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ισχυροποίηση της Τουρκίας υπό την εξουσία του γενοκτονικού τουρκικού εθνικισμού είναι άμεσο αποτέλεσμα Η αποτυχία των παλαιοελλαδικων ελίτ -και κυρίως της μοναρχικής Δεξιάς μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920- να επιβάλουν την υλοποίηση της εξαιρετικά ευνοϊκής για τα ελληνικά συμφέροντα Συνθήκης των Σεβρών (Aύγουστος 1920) και να επαναδιατυπώσουν σε πιο ευνοϊκό πλαίσιο το ζήτημα της δημιουργίας Κράτους του Πόντου.
Ακριβώς γι αυτό, η γνώση της ιστορικής εμπειρίας των προσφυγικών πληθυσμών από Ανατολική Θράκη, Πόντο και υπόλοιπη Μικρά Ασία είναι για πρώτη φορά τόσο σημαντική!
―――――――――――
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας-μαθηματικός. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστoρίας των Ελλήνων της Παρευξεινίου Διασποράς. Το τελευταίο βιβλίο του έχει ως τίτλο: «Μικρασιατική Κατaστροφή. Από τη Λούξεμπουργκ και το Γληνό , στην ήττα και το τραύμα» (εκδ. Historical Quest, 2019)
1 Για τη γερμανική στάση βλέπε: Γ. Μικρασιανός, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμόν της Τουρκίας, εκδ. Πετράκου, Αθήνα, 1916, Μιχαήλ Ροδά, Πώς η Γερμανία κατεέστρεψε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 1995. Εξαιρετικά σημαντική είναι η μελέτη της Ρόζας Λούξεμπουργκ με τίτλο «Oι δραστηριότητες των Γερμανών ιμπεριαλιστών στηνΤουρκία» (περ. «Οι Λαοί», τεύχ.1 , Μάϊος ’87, σελ. 61.)
2 Dimitris A. Zeginis, Nationalism and the reality of the nation-state: The case of Greece and Turkey in relation to the european orientation in the two countries”, Ph.D. Thesis, University of Essex, 1993, σελ. 195-203.
3 Για τον παντουρκισμό δες το βιβλίο ενός από τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του: Tekin Alp, Τhe turkish and pan-turkish ideal, επανέκδοση, Λονδίνο, εκδ. Liberty Press, χ.χ. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Κωσταντινούπολη το 1915. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 1992. Το παντουρκιστικό φαινόμενο παρουσιάζεται αναλυτικά στη μελέτη : Jacob M. Landau, Ο παντουρκισμός. Το δόγμα του τουρκικού επεκτατισμού, Αθήνα, εκδ. Θετίλη, 1985.
4 Celal Bayar, Ben de yazdim. Milli mucadeleye giris, τόμ. 5, Κωνσταντινούπολη, εκδ. Baha, 1967, σελ. 1572-82.
5 Βασίλης Νότης, ό.π., σελ. 36.
6 AYE, 1911/Β/53, αριθ. 440.
7 Για τη σημασία της Θεσσαλονίκης ως κέντρου του τουρκικού εθνικισμού και για το κίνημα των Νεότουρκων βλ. Γιάννης Μέγας, Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2003.
8 “The Salonica Congress. Young Turks and their programme”, εφημ. The Times, Λονδίνο, 3 Οκτωβρίου 1911.
9 Τεκίν Αλπ, ό.π., σελ. 50.
10 Κεντρικό άρθρο της εφημερίδας Ο Λαός, Κωνσταντινούπολη, 30 Νοεμβρίου 1908.
11 Taner Aksam, Mια επαίσχυντη πράξη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2007, σελ. 141.
12 Ο Tekin Alp, γράφει με σαφήνεια ότι η νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων σήμαινε «δικαίωση του εθνικού ιδανικού», δηλαδή τη δημιουργία μιας μεγάλης παντουρκιστικής αυτοκρατορίας που θα περιλάμβανε και τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας. (Τεκίν Αλπ, ό.π., σελ. 67).
13 Ο Ανατολικός Πόντος από την Άνοιξη του 1916 καταλήφθηκε από το ρωσικό στρατό. Στην Τραπεζούντα δημιουργήθηκε η ελληνική Προσωρινή Κυβέρνηση. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 στη Ρωσία δημιουργήθηκε το Σοβιέτ Τραπεζούντας με τη συμμετοχή Ελλήνων. Ο ρωσικός στρατός αποχώρησε το Μάρτιο του 1918, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ, ακολουθούμενος από δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες.
14 Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, ”Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918), βάσει των Ανεκδότων Εγγράφων και Κρατικών Αρχείων της Αυστροουγγαρίας”, ό.π., σελ. 13.
15 Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά Έγγραφα από τη Βιέννη (1909-1918), ό.π., σελ. 161.
16 Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, ”Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918), βάσει των Ανεκδότων Εγγράφων και Κρατικών Αρχείων της Αυστροουγγαρίας”, ό.π.
17 Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά Έγγραφα από τη Βιέννη (1909-1918), ό.π., σελ. 158.
18 Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, ό.π., σελ. 139-140.
19 Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, ό.π., σελ. 115.
20 Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, ό.π., σελ. 140.
21 Στον Πρόλογο αναφέρονται μεταξύ άλλων: «Το κακόν εκορυφώθη κατά τον παγκόσμιον πόλεμον, ότε πλείσται ελληνικαί επαρχίαι της αυτοκρατορίας εκλονίσθησαν εκ θεμελίων ή και εντελώς κατεστράφησαν. Είνε ανεκδιήγητα τα δεινοπαθήματα, τα οποία υπέστησαν οι εκδιωχθέντες εκ των εστιών αυτών Ελληνες. Διεσκορπίζοντο οι δυστυχείς ούτοι εις χωρία καθαρώς τουρκικά, ημποδίζετο εις αυτούς η εκ μέρους των Πατριαρχείων διανομή βοηθημάτων, εστερούντο εκκλησιών και ιερέων… και εξηναγκάζοντο διά τοιούτων και άλλων μέσων εις εξισλάμισιν. Τοιουτοτρόπως δε, πληθυσμός ομογενής εκ 490.063 ψυχών, διασπαρείς ανά τα όρη, τας χαράδρας και τα τουρκικά χωρία, υπέστη εν τοις πλείστοις τον εξ ασιτίας, του ψύχους και των στερήσεων θάνατον».
22 Χαρακτηριστικό είναι το κοινό βασιλοκομμουνιστικό προεκλογικό σύνθημα των μοιραίων εκλογών του Νοεμβρίου του 1920, «Σφυρί δρεπάνι / ελιά στεφάνι». (βλέπε: Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τομ. 13, εκδ. 20ος Αιώνας, 1958, σελ. 543-544, Ελευθέριος Σταυρίδης, Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, Αθήνα, 1953). Τελικά, η συγκεκριμένη εκδοχή της Αριστεράς θα επικρατήσει ως ΚΚΕ και θα επικαλύψει κάθε άλλη εκδοχή της Αριστεράς, που διαμορφώθηκε στη Μικρά Ασία, στην Κωσταντινούπολη και τελικά συντρίφτηκε από τις μεγάλες ιστορικές ανατροπές. Απωθήθηκε επίσης από την ελλαδική Μνήμη περί Αριστεράς και η σημαντικότατη σελίδα του σοβιετικού ελληνισμού και της μεσοπολεμικής του παρουσίας (βλ. Βλάσης Αγτζίδης, Η εφημερίδα Κόκινος Καπνας και ο ελληνισμός του Καυκάσου, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2010).
23 Κώστας Μισαηλίδης, ”Η καταστροφή και οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης», Αθήνα 1925, Β’ έκδοση, σελ. 25-26. Για την μεταχείριση του άμαχου πληθυσμού της Ιωνίας από τους Κεμαλικούς μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου δες: Ηλία Βενέζη, Το νούμερο Το νούμερο 31328. Το βιβλίο της σκλαβιάς, Αθήνα, εκδ. Εστία, 1931, «Η ιστορία της Αγγελικής Ματθαίου», Ελευθεροτυπία, 17 Σεπτεμβρίου 2011. Για το Διάταγμα Νουρεντίν κατά αμάχων δες: Βλάσης Αγτζίδης, «Η ολοκλήρωση της Γενοκτονίας», Ελευθεροτυπία, 17 Σεπτεμβρίου 2011.
24 Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τομ. 13, εκδ. 20ος Αιώνας, 1958, σελ. 36.