H “γοητευτική ασάφεια” του Μανόλη Αναγνωστάκη

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μανόλη Αναγνωστάκη -Η μη παραδοχή της “Ήττας”, η “γοητευτική ασάφεια” και η “κρίση κατ΄επιταγήν”
Open Image Modal
O Μανόλης Αναγνωστάκης
Eurokinissi

Οι μεγάλοι ποιητές

Ο Κωστής Παλαμάς σε μια αποστροφή του, αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, τόνισε εμφαντικά πως: “…δεν μπορώ να είμαι μονάχα ποιητής του εαυτού μου, είμαι ποιητής του καιρού μου και του γένους μου…”.

Πόσοι άλλοι Έλληνες ποιητές θα μπορούσαν να διακηρύξουν με παρρησία και αυτογνωσία, χωρίς ασάφειες και υπονοούμενα, αυτό που εμφαντικά τόνισε ο Παλαμάς; Κι αυτό γιατί συνηθίζεται να λέγεται πως οι μεγάλοι ποιητές και η μεγάλη ποίηση δεν έχουν Πατρίδα, Γένος και Καιρό. Είναι δώρα του πνεύματος παγκόσμια και διαχρονικά.

Στην κατηγορία αυτή των ποιητών και της ποίησης ανήκει και ο Μανόλης Αναγνωστάκης που φέτος γιορτάζονται τα 100 χρόνια από τη γέννησή του (10 Μαρτίου 1925) και 20 χρόνια από το θάνατό του (23 Ιουνίου 2005).

Η παγκοσμιότητα και η διαχρονικότητα, των μεγάλων ποιητών και του ποιητικού τους λόγου κρίνονται και αξιολογούνται θετικά στο βαθμό που μπορούν να κρύβουν κρυφά μηνύματα και αλήθειες για τον αναγνώστη κάθε εποχής, αρκεί αυτός να θέλει και να μπορεί να τα βλέπει.

Κι αυτό γιατί η ποίηση δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι μόνον ένα ανάγνωσμα-ανασασμός από την πνιγηρή καθημερινότητα, αλλά κι ένα ερέθισμα να δεις με άλλα μάτια κι άλλους κώδικες τον κόσμο που σε περιβάλλει και όσα τεκταίνονται σε αυτόν.

Συνηθίζεται από τους ποιητές να θυμόμαστε κάποιους στίχους ή στροφές που με την πάροδο του χρόνου έγιναν και τοπόσημο της ποίησής τους. Πάντοτε ο αναγνώστης ρέπει προς το εύκολο για να μπορεί να ξεκλειδώνει τα μυστήρια της ζωής του και να βρίσκει απαντήσεις στα αιώνια και αναπάντητα ερωτήματα της ύπαρξής του.

Όλα τα παραπάνω έχουν κάποια αξία στο βαθμό που η ποίηση δεν εκπίπτει σε ένα φθηνό σύνθημα ή σε έναν εύπεπτο διδακτισμό που πολλές φορές παραπλανά και σκιάζει κάποιες περιοχές της προσωπικής, κοινωνικής και εθνικής μας ζωής.

Με αυτές κι αυτές τις παραδοχές θα γίνει μία απόπειρα καταγραφής κάποιων στίχων του Μανόλη Αναγνωστάκη που μπορεί να μας φανούν χρήσιμοι τόσο στην τακτοποίηση των “καθ ημάς” όσο και στην κατανόηση και ερμηνεία όσων συμβαίνουν γύρω μας και μάς προβληματίζουν. 

Κατά κόρον λέγεται και γράφεται πως ο Αναγνωστάκης ανήκει στη γενιά της “Ήττας” (αποτυχία - διάψευση των αριστερών ιδεών;)

Η μη παραδοχή της Ήττας

1.“Όμως  εγὼ  / Δεν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Έβλεπα τώρα / Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω /  Πόσες φωλιὲς νεροῦ να συντηρήσω μέσα στις / φλόγες” «ΚΙ ήθελε ακόμη…»).

Μία Ήττα, όμως, που δεν τον κατέβαλε, ούτε τον οδήγησε στην παραίτηση. Το αντίθετο τον κράτησε όρθιο γιατί έβλεπε πως είχε περισσότερα και πιο σημαντικά να κερδίσει και να σώσει από όσα θα του έδινε ίσως και μία νίκη στον ιδεολογικό τομέα, αφού οι ιδέες του δεν ευδοκίμησαν. Ίσως-ίσως εδώ να βρίσκει εφαρμογή και δικαίωση η θέση του Ράσελ: ″Δεν θα πέθαινα ποτέ για τις ιδέες-πιστεύω μου, γιατί μπορεί να κάνω λάθος”.   

Οι ιδέες είναι ανθρώπινα εργαλεία για την κατανόηση και αλλαγή του κόσμου και όχι ο στόχος. Γι αυτό όταν αποτυγχάνουν τα εργαλεία-ιδέες δεν σημαίνει ότι ηττάται και ο άνθρωπος. Ίσως χρησιμοποίησε λάθος εργαλεία με λάθος τρόπο σε λάθος χρόνο. Μόνον έτσι πρέπει να σκέφτεται ο άνθρωπος και να μην αποδέχεται την ″Ήττα” του
         

″Οι ιδέες δεν είναι μόνο εργαλεία γνώσης, αλλά και κτητικές οντότητες. Οι ιδέες μας χειραγωγούν περισσότερο από ό,τι τις χειραγωγούμε εμείς” (Μορέν).      

Κι αυτό γιατί αποδοχή της Ήττας σημαίνει και ανθρώπινη πανωλεθρία και συντριβή. Ο Αναγνωστάκης με την μη παραδοχή της Ήττας του εκφράζει την άρνησή του να γίνει αντικείμενο χλευασμού από τους νικητές του και τη θέλησή του να διαφυλάξει τον αυτοσεβασμό του. Θέλει να διατηρήσει την ελπίδα του για κάτι καλύτερο και δεν απογοητεύεται. Κι αυτό γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως στη ζωή και στους αγώνες η ελπίδα και η απογοήτευση βαδίζουν παράλληλα.

Και μην κατηγορήσει κανείς τον ποιητή και τη γενιά του για ένα αθεράπευτο ανθρώπινο πείσμα και βολονταρισμό (έστω και αριστερής υφής).

Εξάλλου το δηλώνει ξεκάθαρα πως είχε να σώσει ακόμη πολλά τιμαλφή και να διατηρήσει τις φωλιές νερού ”Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω /  Πόσες φωλιὲς νεροῦ να συντηρήσω μέσα στις / φλόγες”
        Οι εικόνες είναι δυνατές και ο συμβολισμός τους προφανής, έστω και μέσα από την ασάφειά τους και το σημασιολογικό τους πολυεπίπεδο.

Η “Γοητευτική Ασάφεια”  

    2.“…Και βασικά, λείπουν οι προεκτάσεις / Αυτή η γοητευτική ασάφεια που υποβάλλει / Δεύτερα πλάνα και απρόσμενες προοπτικές / Που θέτει θέματα ερμηνείας, συζητήσεων…” (“Κριτική”, «Στόχος»)

Πάντοτε ο ποιητικός λόγος εμπεριέχει και εκπέμπει μία ασάφεια, όχι βέβαια από αδυναμία του ποιητή να ορίσει το συγκεκριμένο, ούτε από πρόθεση για να παραπλανήσει,  αλλά γιατί δεν θέλει να στενέψει τους συμβολισμούς και να περιορίσει την ελευθερία του αναγνώστη να ανιχνεύει τα δικά του μηνύματα στο σώμα των λέξεων  και των εικόνων.

Η “γοητευτική ασάφεια” δεν ανιχνεύεται ως φανερό ή υπολανθάνον στοιχείο μόνον στην ποιητική παραγωγή αλλά και στην ανθρώπινη καθημερινότητα σε όλες τις εκφάνσεις της. Κι αυτό γιατί τίποτα στη φύση δεν ορίζεται με απόλυτη ακρίβεια, ούτε είναι αυστηρά μονομερές. Υπάρχει πάντα και η άλλη πλευρά του φεγγαριού που περισσότερο την υποπτεύεσαι και λιγότερο την βλέπεις.

Σε αυτά τα δεδομένα οργανώνεται και η ανθρώπινη ζωή  με την πολυπλοκότητα των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων. Έτσι απελευθερώνεται η φαντασία του ανθρώπου, αλλά και η επιθυμία του   να βρίσκει τα κρυφά μηνύματα του κόσμου και του νοήματος της ζωής.

Τα ″δεύτερα πλάνα” είναι πάντα η άλλη εκδοχή του κόσμου μας που μάς κεντρίζουν να τα διερευνήσουμε. Εξάλλου η πραγματικότητα δεν είναι πάντα αυτή που νομίζουμε πως βλέπουμε,  αλλά ο τρόπος που την βλέπουμε, την προλαμβάνουμε και την ερμηνεύουμε

Ο Επίκτητος είπε κάτι παρεμφερές: ″Δεν είναι τα πράγματα που μάς λυπούν-τρομάζουν, αλλά  η γνώμη (δόξα) που έχουμε γι αυτά”.

Ο θάνατος, δηλαδή, ενός ανθρώπου λυπεί κατάφωρα τους οικείους, αλλά αποτελεί θετικό γεγονός για τα γραφεία κηδειών.

Να, λοιπόν, που η ασάφεια δεν συνιστά κατ′ ανάγκην και κάτι το αρνητικό στη ζωή μας, αφού βοηθά ή ενεργοποιεί το ενδιαφέρον μας για διαφορετικές ερμηνείες. Αυτό είναι και ο πλούτος μας, στο βαθμό που δεχόμαστε πως η αλήθεια είναι πολλαπλή και δύσκολα ανιχνεύεται ή κατακτάται.

Θα ήταν απογοητευτικό και αναιρετικό κάθε προόδου κι αλλαγής, αν ο κόσμος μας ήταν περιχαρακωμένος σε αυστηρά και διακριτά όρια και χωρίς ίχνος παρέκκλισης. Εξάλλου η “απροσδιοριστία” ως νόμος χαρακτηρίζει και το σύμπαν μας, όπως την όρισε ο Χάιζενμπεργκ που εναντιώθηκε στη δεσποτεία του ντετερμινισμού.

Όλα, λοιπόν, είναι προϊόντα της ερμηνείας μας που την επωάζουν οι πολλές και δημιουργικές ασάφειες της ζωής μας.

Οι ασάφειες, επομένως, όταν δεν στοχεύουν στην παραπλάνηση του ανθρώπου και στα λογικά λάθη διακονούν την εξέλιξη και την κοινωνική κινητικότητα. Η ζωή και ο πολιτισμός δεν ανθοφορούν πάντοτε στο απόλυτα καθορισμένο και νοητό αλλά ευδοκιμούν και στην ρευστότητα των νοημάτων που εξασφαλίζουν και τροφοδοτούν οι ″γοητευτικές ασάφειες”.

Το απρόσμενο και το αναπάντεχο της ζωής μας, ως αποτέλεσμα της γοητευτικής ασάφειας, δεν είναι υποχρεωτικά αρνητικά. Το αντίθετο εμπλουτίζουν και νοηματοδοτούν πολλαπλά τη ζωή μας και μάς προστατεύουν από τη μοναδικότητα της μιας “Αλήθειας” που  ροκανίζει τους νοητικούς μας μηχανισμούς και μάς στερεί απλό τον αγώνα για διεκδίκηση μιας άλλης προοπτικής.

   H “κατά συνείδησιν κρίση των δικαστών”

3.“Οι δικαστές να κρίνουν κατά συνείδησιν και εκτάκτως μόνον, κατ’ επιταγήν”(«Προσχέδιον δοκιμίου πολιτικής Αγωγής»)

O Αναγνωστάκης θύμα των δικαστικών διώξεων (αριστερός γαρ) στα πέτρινα χρόνια με ύφος ειρωνικό αλλά και υπόρρητα καταγγελτικό εστιάζει στο χρόνιο πρόβλημα της απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα.

Με περιπαικτικό τρόπο αλλά και ειρωνικά προτρεπτικό καλεί τους δικαστές να κρίνουν “κατά συνείδησιν”, αλλά και ενίοτε, αν χρειαστεί δια το “δημόσιον συμφέρον”(!) μπορούν να κρίνουν και “κατ΄ επιταγήν”.

Να, λοιπόν, που ένας στίχος του ποιητή αποδίδει με πιστότητα το χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης που και σήμερα τραυματίζει το κύρος της δικαιοσύνης μας, αλλά και μολύνει την πολιτική μας ζωή. Φαίνεται πως κάποιες παθογένειες της χώρας μας υπερβαίνουν το χρόνο και σαν βδέλλες καταπίνουν το αίμα της αξιοπιστίας μας σε κάποιους θεσμούς που από τη φύση τους είναι ταγμένες να υπηρετούν το δίκαιο και τον πολίτη.

Αυτές οι “επιταγές” ή άλλως πως οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στο χώρο της δικαιοσύνης συνιστούν τη γάγγραινα των δημοκρατικών μας θεσμών. Αυτές οι “επιταγές” που θολώνουν τα όρια και τη διάκριση των τριών εξουσιών σε μια ευνομούμενη χώρα.

Σίγουρα ο Μοντεσκιέ θα μελαγχολούσε βλέποντας και ακούγοντας τις χιλιάδες-εκατομμύρια των πολιτών στις ελληνικές πλατείες να διεκδικούν το αυτονόητο. Τη Δικαιοσύνη.

Να, λοιπόν, που οι τρείς παραπάνω αναφορές του ποιητή ακουμπούν με καίριο τρόπο προβλήματα (κοινωνικά, πολιτικά, φιλοσοφικά…) της ζωής μας και μάς παρακινούν να  στοχαστούμε ή να αναστοχαστούμε.

Κι αυτό γιατί ο ρόλος των μεγάλων ποιητών με τους στίχους τους δεν είναι να τρέφουν τις βεβαιότητες και τις πλάνες μας, αλλά να τις θρυμματίζουν όταν αυτές κατακάθηνται στο πνεύμα μας και εμποδίζουν την ανάπτυξή μας.

Κι ας λέει κάποιος ομότεχνός του πως:

«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κι ο φίλος μου / ο Τίτος* “κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες / κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα”» («Επίλογος».)

     

*«Πόσο ενίσχυσες αυτούς που τους προσφέρθηκες να σε δυναστεύουν / πόσο με τη δράση του βοήθησες ν΄ ανατραπούν / ως πότε απόλυτα δεχόσουν τις μονολιθικές αλήθειες / πόσο αντιπάλεψες την κάθε φορά ακράδαντή σου πίστη / για πόσο φερόσουν σαν πιστός, ενώ πια δεν πίστευες…» (Τίτος Πατρίκιος, «Σε βρίσκει η Ποίηση»)

           

-- --