Η λαχτάρα της σημαίας

Όπως είναι λογικό, με αφορμή το ζήτημα της επιλογής σημαιοφόρου, η διαμάχη για την έννοια της αριστείας επανήλθε στο προσκήνιο. Από τη μια όχθη, η αριστεία προσεγγίζεται ως ταξικό χαρακτηριστικό, σχεδόν μη άξιο επιβράβευσης. Από την άλλη, η επιλογή του σημαιοφόρου με κλήρωση και όχι ως επιβράβευση της αριστείας ταυτίζεται με ισοπέδωση προς τα κάτω. Η αξιολόγηση των εν λόγω προσεγγίσεων ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος άρθρου. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί όμως είναι πως, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες στοχεύσεις τους, οι παραπάνω δυο απόψεις έχουν μια κοινή αφετηρία. Αμφότερες, προσεγγίζουν το ζήτημα της σημαίας μόνο από την πλευρά της επιβράβευσης και αγνοούν την αξία των κινήτρων που συμβολίζει.
|
Open Image Modal
Yannis Behrakis / Reuters

Ένα από τα βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας αλλά και ενός πολιτισμού συνολικότερα είναι η θεώρηση του σε ό,τι αφορά το ζήτημα της επιβράβευσης. Η θεώρηση αυτή καταδεικνύει τη σημασία που δίνει μια κοινωνία σε έννοιες όπως η δικαιοσύνη και η αξιοκρατία ενώ ταυτόχρονα συμβολίζει το νόημα που δίνει ο πολιτισμός της στην έννοια της επιτυχίας. Με άλλα λόγια, το ποιους επιλέγει μια κοινωνία να επιβραβεύσει αλλά και με ποιο τρόπο τους επιβραβεύει επηρεάζει το αίσθημα δικαίου των μελών της και παράλληλα καθορίζει τα κίνητρα βελτίωσής τους.

Υπό αυτό το πρίσμα, το προσφάτως ανακύψαν ζήτημα της επιλογής του σημαιοφόρου στις σχολικές παρελάσεις, απαλλαγμένο από τις κομματικές αντεγκλήσεις με τις οποίες αρεσκόμεθα να «θολώνουμε» τις έννοιες στην πατρίδα μας, έχει κάποιες σημαντικές συμβολικές αλλά και ουσιαστικές προεκτάσεις. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να δείξει πως η επιλογή της αριστείας και όχι της τύχης ως κριτήριου για την απόδοση της τιμητικής θέσης του σημαιοφόρου διασφαλίζει, εκτός των άλλων, ένα από τα λίγα εναπομείναντα μη ωφελιμιστικά κίνητρα επιτυχίας που δεν έχουμε την πολυτέλεια ως κοινωνία να καταργήσουμε.

Όπως είναι λογικό, με αφορμή το ζήτημα της επιλογής σημαιοφόρου, η διαμάχη για την έννοια της αριστείας επανήλθε στο προσκήνιο. Από τη μια όχθη, η αριστεία προσεγγίζεται ως ταξικό χαρακτηριστικό, σχεδόν μη άξιο επιβράβευσης. Από την άλλη, η επιλογή του σημαιοφόρου με κλήρωση και όχι ως επιβράβευση της αριστείας ταυτίζεται με ισοπέδωση προς τα κάτω. Η αξιολόγηση των εν λόγω προσεγγίσεων ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος άρθρου. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί όμως είναι πως, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες στοχεύσεις τους, οι παραπάνω δυο απόψεις έχουν μια κοινή αφετηρία. Αμφότερες, προσεγγίζουν το ζήτημα της σημαίας μόνο από την πλευρά της επιβράβευσης και αγνοούν την αξία των κινήτρων που συμβολίζει. Απαντούν, δηλαδή, στο ερώτημα «αφού πρέπει κάποιος να σηκώσει τη σημαία, ποιος είναι σωστό, δίκαιο, αξιοκρατικό να επιλεγεί», αλλά δεν ακουμπούν καθόλου την πλευρά του μαθητή και του κινήτρου που του δίνει η σημαία (συγκεκριμένα η σημαία) να γίνει καλύτερος. Με άλλα λόγια, αν το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι «ποιος είναι σωστό να επιβραβεύεται», η θέση του σημαιοφόρου ταυτίζεται απλά με οποιαδήποτε άλλη επιβράβευση, παραδείγματος χάριν με ένα οικονομικό έπαθλο ή μια υποτροφία σε κάποιο πανεπιστήμιο.

Είναι όμως έτσι; Η θέση του σημαιοφόρου δεν είναι απλά ένα ακόμη έπαθλο. Έχει μια ποιοτική και βαθιά συμβολική διαφορά. Δεν αναφέρομαι στην έννοια της εθνικής υπερηφάνειας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σημαία. Αυτή δε χρήζει σχολιασμού γιατί είναι μια από τις υπερβατικές εκείνες έννοιες που όσοι τις αντιλαμβάνονται δεν χρειάζονται ερμηνείες ενώ για τους υπόλοιπους, και να προσπαθήσει κάποιος να τις εξηγήσει, δε θα τις καταλάβουν.

Παράλληλα όμως, ασχέτως των εθνικών αντανακλαστικών του καθενός, η σημαντική ποιοτική διαφορά είναι πως η σημαία αποτελεί κίνητρο επιτυχίας μη ωφελιμιστικό και μη χρησιμοθηρικό. Ο μαθητής που αγωνίζεται να γίνει καλύτερος για να σηκώσει τη σημαία δεν έχει ούτε οικονομικό όφελος να προσμένει από αυτό, ούτε την πρόσβαση σε ένα πανεπιστήμιο που θα του υπόσχεται μια καλή επαγγελματική αποκατάσταση. Ούτε, στην τελική, την εγωιστική ικανοποίηση ότι είναι ο καλύτερος μεταξύ των συμμαθητών του, ικανοποίηση που μπορεί να τη λάβει από την επίδοση και τη βαθμολογία του ανεξαρτήτως σημαίας.

Σε στενά ατομικιστικά και ωφελιμιστικά πλαίσια, δεν έχει κανένα νόημα για κάποιον να βελτιώνεται για να γίνει σημαιοφόρος. Και όμως, με στόχο τη σημαία, ο μαθητής αγωνίζεται να αριστεύσει για κάτι έξω και πάνω από τον εαυτό του. Γίνεται καλύτερος ώστε να καταστεί άξιος να τιμηθεί από μια συλλογικότητα, από μια κοινωνία και από ένα έθνος όπως αυτά συμπλέκονται στο σύμβολο της σημαίας. Με αυτόν τον τρόπο αντιλαμβάνεται από νωρίς ότι ανωτέρα της προσωπικής ικανότητας και επιτυχίας είναι η προσφορά αυτής της ικανότητας στο πλαίσιο του συνόλου.

Η νοηματοδότηση αυτή της ατομικής επιτυχίας ως άρρηκτα συνδεδεμένης με το σύνολο αποτελεί και βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού «τρόπου» που διασώζεται, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ισχυρό, στην πορεία του ελληνικού πολιτισμού. Στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., ο Περικλής, στον Επιτάφιο του, καλούσε τους συμπολίτες του να είναι άριστοι για να αναδειχθούν, όπως οι πρόγονοι τους, «άξιοι της πόλεως». Αιώνες αργότερα, ο μεγάλος Αλεξανδρινός μας ποιητής, στο ποίημα του «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον», καλεί τον Μάρκο Αντώνιο (και όλους μας μέσω αυτού) να επιδείξει αριστεία χαρακτήρα και ήθους «όπως ταιριάζει σε κάποιον που αξιώθηκε μια τέτοια πόλη».

Αντίθετα με τα δυο κυρίαρχα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που συγκρούστηκαν τον προηγούμενο αιώνα, ο ελληνικός πολιτισμός ούτε υποτάσσει καταναγκαστικά το άτομο σε μια συλλογικότητα, στερώντας του το κίνητρο προσωπικής ανάπτυξης και προόδου, ούτε αναγάγει την επιδίωξη του στενού ατομικού οφέλους σε κινητήριο δύναμη της κοινωνίας και νόημα ζωής. Διατηρώντας πάντα το μέτρο, προάγει την ατομική ελευθερία και πρόοδο αλλά την εξυψώνει μόνο στα πλαίσια της ένταξης της στο σύνολο. Η επιβράβευση της αριστείας με τη σημαία είναι ένας από τους τελευταίους συμβολισμούς αυτού του μέτρου. Και είναι ένας συμβολισμός που πρέπει να διατηρηθεί όχι μόνον γιατί είναι δίκαιο να σηκώνει τη σημαία ο άριστος, αλλά κυρίως, διότι είναι «ωραίο» να θέλει να γίνει κάποιος άριστος για να σηκώσει τη σημαία.

Κάποιοι ίσως ισχυριστούν ότι η ανωτέρω προσέγγιση είναι υπερβολική, ίσως και λίγο ιδεαλιστική. Ότι ελάχιστοι μαθητές αντιλαμβάνονται την επιβράβευση με τη θέση του σημαιοφόρου ως ένα κίνητρο για να γίνουν καλύτεροι, όχι για τον εαυτό τους μόνο, αλλά για κάτι ανώτερο και συλλογικό. Ότι ακόμη και αυτή η ίδια η επιβράβευση έχει αλλοιωθεί και διαφθαρεί από πρακτικές δασκάλων που «τέχνας κατεργάζονται» ώστε να απονείμουν τη σημαία όχι στους πραγματικά άριστους, αλλά στους οικείους. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα παραπάνω επιχειρήματα έχουν βάση. Παράλληλα όμως, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει, ότι οι κοινωνίες, ειδικά σε περιόδους κρίσεων, προχωρούν μέσα από άτομα που είναι διατεθειμένα να διαθέσουν την προσωπική τους αριστεία για χάριν του συνόλου. Που αγωνίζονται να γίνουν καλύτεροι, όχι μόνο για υποτροφίες και επαίνους αλλά γιατί λαχταρούν να αποδειχτούν άξιοι της κοινωνίας και του έθνους τους. Ας μην στερήσουμε από αυτά τα άτομα, έστω τα λίγα, τη λαχτάρα της σημαίας. Ειδικά σε μια περίοδο που τη λαχτάρα αυτή, τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ...