Πριν 3-4 χρόνια, είχα αναρωτηθεί σε άρθρο μου αν μιλάμε πλέον για«Ερντογανισμό», ήτοι για την εμπέδωση μιας κατάστασης, συγκεκριμένων συσχετισμών, που ξεπερνούν πλέον τον πολιτικό ή και βιολογικό χρόνο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η εν λόγω αναφορά δεν ήταν προφανώς τυχαία, καθώς το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ο Ερντογάν και βασικά ο Νταβούτογλου ήρθαν στο προσκήνιο και άνοιξαν το «κουτί της Πανδώρας».
Για την ακρίβεια, μέσω του νεοοθωμανισμού, θεσμοποίησαν και προσέδωσαν σταθερά – ιδεολογικού προκαλύμματος – χαρακτηριστικά σε μια τάση προϋπάρχουσα σε επίπεδο κοινωνίας, αλλά και κρατικού μηχανισμού κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Εξάλλου, η κοινωνική πλειοψηφία της Μικράς Ασίας εμφανίζει τον τελευταίο αιώνα μια ισλαμοστραφή τάση, η οποία έχει ποδηγετηθεί μέσω απολυταρχικών καθεστώτων με χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας κατά τα έτη 1923-1950.
Ιδιαιτέρως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εισαγωγή του πολυκομματικού συστήματος στην Τουρκία, χάριν της ανάγκης ένταξής της στο ΝΑΤΟ, κάθε φορά που οι ισλαμικές τάσεις προσπαθούσαν να επανέλθουν δυναμικά στη δημόσια σφαίρα, τότε πραγματοποιείτο… πραξικόπημα (1960, 1971, 1980 και 1997). Έως και ο Ερντογάν είχε μπει στη φυλακή για μερικούς μήνες το 1999 με το περίφημο ποίημα: «Οι μιναρέδες είναι οι λόγχες μας. Οι τρούλοι είναι τα κράνη. Τα τζαμιά είναι τα στρατόπεδα μας. Οι πιστοί είναι οι στρατιώτες».
Πρόκειται, κατά συνέπεια, για ανθρώπους, οι οποίοι κυνηγήθηκαν και έδωσαν μάχες για να μπορέσουν να ανέλθουν σε θέσεις εξουσίας και ως εκ τούτου, το σενάριο «παράδοσής» τους – ως φυσικά πρόσωπα – άνευ όρων συνιστά φενάκη, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις συνθήκες εσωτερικής αστάθειας οι οποίες θα δημιουργηθούν το επόμενο διάστημα, καθώς ο νεοοθωμανισμός, με την παράλληλη επίκληση στον τουρκισμό και στο Ισλάμ, προφανώς και δεν θα απεμποληθεί.
Είναι φανερό, άλλωστε, και σε επίπεδο διακομματικής αντιπαράθεσης στην Τουρκία ότι η μοναδική διαφορά είναι ο αριθμός των «διεκδικούμενων νησιών», όχι εν γένει ο τουρκικός αναθεωρητισμός και η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης.
Για παράδειγμα, θα σταματήσει η Τουρκία να επιδιώκει την απόκτηση ηγετικής θέσης στο μουσουλμανικό κόσμο, μετά την αποχώρηση του Ερντογάν;
Προφανώς και όχι, καθότι η μεγιστοποίηση της τουρκικής ισχύος αποτελεί ορθολογική εκτίμηση της Άγκυρας βάσει της συντελούμενης μετάβασης στο διεθνές σύστημα και δε συνιστά κάποιου είδους ιδεολογική προσήλωση.
Ο νεοοθωμανισμός είναι κληρονόμος της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, η οποία συνδέεται με την επίσημη επανένταξη του Ισλάμ στη δημόσια σφαίρα της Τουρκίας μετά το Σύνταγμα του 1982 και επήλθε ως αναγκαιότητα διατήρησης της φυσιογνωμίας της Τουρκίας μπροστά στον τότε κίνδυνο ανόδου της Αριστεράς.
Με απλά λόγια, δόθηκε χώρος στους Ισλαμιστές να εισέλθουν στη δημόσια σφαίρα και εκείνοι «άλωσαν» τον κρατικό μηχανισμό εκ των έσω, σταδιακά και με ιδιαίτερη επιμονή, παρά τις επιμέρους μετέπειτα διώξεις που πλέον δεν είχαν καμία σχέση με απαγχονισμούς, όπως συνέβη στην περίπτωση του Μεντερές το 1961.
Η ίδια η Άκρα Δεξιά του Αλπαρσλάν Τουρκές ιδρύθηκε και γιγαντώθηκε με σημαία της τις «τρεις ημισελήνους» και με την περίφημη δήλωση των μελών της, όταν βρέθηκαν στη φυλακή μετά το Πραξικόπημα του 1980, ότι «εμείς είμαστε στη φυλακή, αλλά οι ιδέες μας στην εξουσία», εννοώντας τη σταδιακή ένταξη του Ισλάμ στην τουρκική δημόσια σφαίρα. Συνεπώς, Ισλάμ και Τουρκισμός αποτελούν κατ’ ουσία τις δύο όψεις του του ίδιου νεοοθωμανικού νομίσματος.
Με την αποχώρηση του Ερντογάν, ενδέχεται να αλλάξει η τακτική της Τουρκίας όσον αφορά την προσέγγιση της Δύσης ή το βαθμό στρατηγικής αυτονόμησής της, αλλά η επιδίωξη θα παραμείνει σταθερή και τιθέμενη πιθανόν υπό τη σκέπη της αμερικανικής στρατηγικής ομπρέλας ή, εν πάση περιπτώσει, χωρίς να αγνοούνται πλήρως οι αμερικανικές στρατηγικές προτεραιότητες στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά: παραμένουν οι στόχοι και ο τρόπος ανάγνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος, αλλά θα αλλάξει η τακτική πραγμάτωσης αυτών των στόχων.
Προς τούτο, η Ελλάδα οφείλει να εκμεταλλευτεί την παρούσα συγκυρία, να εμβαθύνει τις συμμαχίες της και βασικά να ενισχύσει το βαθμό της στρατηγικής δέσμευσης ισχυρών συμμάχων στα ελληνικά συμφέροντα, μέσω κυρίως της θεσμικής αναδιοργάνωσης του συστήματος λήψης αποφάσεων, καθώς τα βήματα στο επίπεδο των διεθνών συμμαχιών μπορούν να μείνουν κάλλιστα στα χαρτιά, αν δε συνοδεύονται με την αύξηση του κύρους και της αξιοπιστίας της χώρας μας.