«Ιστορίες της Γιαγιάς Ιτιάς»: Όταν Έλληνες συγγραφείς γράφουν ιστορίες φαντασίας με βάση παραμύθια και παραδόσεις των τόπων τους

Σε μια χώρα με πλούσια λαογραφική παράδοση, η HuffPost Greece συνομιλεί με τους ανθρώπους που κατέγραψαν τις ιστορίες των προγόνων τους.
Open Image Modal
istetiana via Getty Images

Το fantasy, η επιστημονική φαντασία και η λογοτεχνία τρόμου κάποτε θεωρούνταν κάπως «περιθωριακά» ως λογοτεχνικά είδη, καθώς δεν ήταν δημοφιλή «στους πολλούς», μα μόνο σε μικρότερη κατηγορία αναγνωστών, με ιδιαίτερα γούστα και ενδιαφέροντα. Ωστόσο, στην εποχή της παντοκρατορίας του «Game of Thrones» - όπου βλέπει κανείς να ασχολούνται μετά μανίας με τα δρώμενα στον low fantasy κόσμο του Westeros άνθρωποι που παλαιότερα αντιμετώπιζαν ως «αστεία» ή «nerdy» τη fantasy λογοτεχνία εν γένει (και εδώ υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να ειπωθεί για την άγνοια και για το marketing, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση).

Το fantasy βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, όπως διαπιστώνει κανείς βλέποντας τι γίνεται σε κινηματογράφο, τηλεόραση, λογοτεχνία, βιντεοπαιχνίδια κλπ- και οι δημιουργοί ανά τον κόσμο αναζητούν υλικό και εμπνεύσεις για να δημιουργήσουν το επόμενο «big thing». Η ελληνική ιστορία και μυθολογία έχει αποτελέσει ουκ ολίγες φορές «πρώτη ύλη», άλλες φορές με μεγαλύτερη και άλλες φορές με μικρότερη επιτυχία. Ωστόσο, πέρα από την αρχαία Ελλάδα, η χώρα μας έχει και μια πολύ πλούσια λαογραφική παράδοση, η οποία φτάνει στις ημέρες μας μέσα από τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις, αλλά και τις διηγήσεις των παλαιοτέρων.

Αυτές ακριβώς οι διηγήσεις- για την ακρίβεια, τα παραμύθια που διηγούνταν οι γιαγιάδες μας - αποτέλεσαν τη βάση για ένα φιλόδοξο εγχείρημα από τους συγγραφείς της ομάδας Will o’ Wisps και τις εκδόσεις Πηγή. Πρόκειται για τις «Ιστορίες της Γιαγιάς Ιτιάς», μια ανθολογία διηγημάτων «με τις ρίζες τους στις αφηγήσεις των µανάδων, των γιαγιάδων, κι ενίοτε των φίλων. Ιστορίες µε αερικά, κυράδες του δάσους, δαιµόνια, φεγγαροπαρµένους και νεκραναστηµένους, όπως τις άκουσαν οι συγγραφείς της οµάδας Will o’ Wisps, ή τις εµπνεύστηκαν από την πλούσια λαογραφική παράδοση του τόπου µας». Μεταξύ των ιστοριών αυτών περιλαμβάνονται διηγήματα φωτεινά και σκοτεινά. 

Open Image Modal
- wwwpigigr

Πώς προέκυψαν οι «Ιστορίες της Γιαγιάς Ιτιάς»

Όπως λέει στη HuffPost Greece η Άρτεμις Βελούδου, συγγραφέας και μία εκ των επιμελητών/συντονιστών του βιβλίου, «σε μία από τις πολλές συζητήσεις μας που ξέφευγαν από τα οργανωτικά θέματα του site, αναφέρθηκαν ιστορίες που είχαμε ακούσει από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, λαογραφικού περιεχομένου. Εκφράστηκε τότε, ομόφωνα, η επιθυμία να συλλέξουμε τέτοιου είδους ιστορίες και να τις κοινοποιήσουμε».

«Πραγματικά πολύ αυθόρμητα, μέσα από τη συνομιλία στο Messenger του Facebook στο γκρουπ του Will oWisps, εξιστορούσα στα παιδιά μια ιστορία που μου είχε διηγηθεί η γιαγιά μου (η συγκεκριμένη ιστορία έχει τίτλο «Αλώνια» μέσα στο βιβλίο). Η Αγνή Σιούλα τότε μου πρότεινε να γράψουμε όλοι από τη συγγραφική ομάδα τέτοιες ιστορίες και να τις ανεβάσουμε σε ένα άρθρο, κι εγώ πρότεινα καλύτερα να συμπεριληφθούν σε μια ανθολογία, ένα βιβλίο αποκλειστικά από τη συγγραφική ομάδα του Will oWisps. Όλοι συμφώνησαν και ενθουσιάστηκαν και ήταν πλέον ζήτημα ημερών για να ξεκινήσει η υλοποίηση της ιδέας» διηγείται η Μαριλένα Μέξη - συγγραφέας και ιδρύτρια του Willowisps.gr.

Και ο παράξενος τίτλος πώς εξηγείται; Την απάντηση δίνει ο Ανδρέας Μιχαηλίδης: «Το όνομα του site είναι μεταξύ άλλων ένα λογοπαίγνιο πάνω στη λέξη “willow”, που είναι η ιτιά στα αγγλικά, καθώς και το σύμβολο του site. Κατά τη διαδικασία γραφής και σύνθεσης του βιβλίου, καταλήξαμε πως τις ιστορίες που περιέχονται στο εσωτερικό θα τις αφηγείται ή θα τις μεταφέρει μια έμψυχη ιτιά: η Γιαγιά Ιτιά, της οποίας τη γνωριμία κάνουμε στην ιστορία-πλαίσιο που περικλείει τις υπόλοιπες. Ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο και μετά από μερικές δοκιμές, προκειμένου να συμπεριλάβουμε την αφηγήτριά μας στον τίτλο, αυτό ήταν το τελικό αποτέλεσμα».

Μεταξύ φωτός και σκότους

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του βιβλίου είναι η χρήση της αντιπαράθεσης φωτός και σκότους ως «άξονα». Όπως λέει ο κ. Μιχαηλίδης, ο άξονας αυτός είναι η συνοριακή γραμμή και η συμβιωτική σχέση μεταξύ φωτός και σκότους, καθώς το ένα στερείται έννοιας δίχως το άλλο. «Υιοθετήθηκε καταρχάς για να μη βγει το βιβλίο στο σύνολό του ούτε γλυκανάλατο, ούτε μαύρο κι άραχλο. Περαιτέρω, έδινε την ευκαιρία σε καθέναν από τους συμμετέχοντες να εξερευνήσει και τις δύο πτυχές της, ούτως ειπείν, παραμυθιακής γραφής. Το τι καθιστά μια ιστορία φωτεινή ή σκοτεινή δεν είναι ένα ευχάριστο ή δυσάρεστο τέλος, όσο το συνολικό αίσθημα που αφήνει στον αναγνώστη και φυσικά, στον ίδιο τον συγγραφέα».

Οι εμπνεύσεις

Απαντώντας στο ερώτημα ποια ήταν η έμπνευση πίσω από τα διηγήματά τους, οι συγγραφείς παρουσιάζουν τους «σπόρους» που γονιμοποίησαν τη φαντασία τους, οι οποίο πηγάζουν από τοπικές ιστορίες, οικογενειακές εμπειρίες και φυσικά την πλούσια ελληνική λαογραφική παράδοση.

Άρτεμις Βελούδου: Η φωτεινή ιστορία «Η Εικόνα» αποτελεί κράμα αφηγήσεων των γιαγιάδων μου για τις οικογένειες τους και κυρίως, βιώματα των προπάππων μου στην ελληνική επαρχία, έπειτα από τη μετεγκατάσταση τους από τη Μικρά Ασία. Η δεύτερη, σκοτεινή ιστορία «Μεσοπόταμος» είναι κι αυτή μίξη τοπικών ιστοριών και θρύλων των χωριών της Β. Ηπείρου, ιδιαίτερης πατρίδας του άντρα μου. Τα πρόσωπα που αναφέρονται σ’ αυτή είναι αληθινά, αλλά όχι και οι ιστορίες τους στο διήγημα, οι οποίες αλλάχτηκαν για λόγους μυθοπλασίας.

Open Image Modal
dinosmichail via Getty Images

Ειρήνη Μανωλάκου: «Το Μικρό Φως» και «Το Δάσος του Στρατή» είναι δυο ιστορίες καθαρά «τσιριγώτικες », όπως θα έλεγε ένας ντόπιος Κυθήριος. Αυτές που τις ενέπνευσαν μεταφέρονται για γενιές από στόμα σε στόμα, αρκετά διαφορετικές φυσικά σε κάθε οικογένεια και με το ιδιαίτερο ύφος του εκάστοτε αφηγητή. Για μένα αυτός δεν ήταν άλλος από ένα πρόσωπο γεμάτο παιδικές αναμνήσεις, σπιτικές μυρωδιές, μια αγκαλιά πάντα ανοιχτή με την αλευρωμένη της ποδιά να σε παρηγορεί πως ό,τι κι αν συμβαίνει, όπου να ’ναι ένα ζεστό παξιμάδι και μια χιλιοειπωμένη ιστορία θα σε ανακουφίσουν και πάλι. Η γιαγιά Ειρήνη ήταν η γιαγιά πολλών Τσιριγωτών. Ήταν η γιαγιά του φρέσκου παξιμαδιού, του Αυγερινού και της Πούλιας, του χαμού της Παλαιόχωρας, του μικρού φωτός, του δάσους του Στρατή και πολλών ακόμα αγαπημένων ιστοριών, αλλά κι εκείνων που ακόμα ζυμώνονται.

Μαριλένα Μέξη: Η σκοτεινή ιστορία μου με τίτλο «Αλώνια» είναι εμπνευσμένη από την ιστορία που μου διηγήθηκε η γιαγιά μου η Μαρία, συνέβη συγκεκριμένα στον παππού της όταν εκείνη ήταν τεσσάρων χρονών στο χωριό Αλώνια της Καλαμάτας. Ο παππούς της ο Στάθης κίνησε το χάραμα να πάει να αλέσει το αλεύρι στον μύλο ώσπου στον δρόμο είχε μια αναπάντεχη συνάντηση… Η φωτεινή μου ιστορία με τίτλο «Ο Φάρος» είναι εμπνευσμένη από τις ιστορίες που μου έλεγε ο συγχωρεμένος ο παππούς μου ο Δημήτρης για γοργόνες.

Ανδρέας Μιχαηλίδης: Ο «Οβολός» είναι μια μυθοπλαστική συρραφή από θραύσματα ιστοριών ενός παρακλαδιού της οικογένειάς μου, που έχει καταγωγή από τα Βαρδούσια Όρη, σε συνδυασμό με στοιχεία λαογραφίας και ταφικά έθιμα του παρελθόντος. Το «Όνειρο κι Ευχή» είναι εμπνευσμένο από ιστορίες, γεγονότα και πρόσωπα με τα οποία ήρθα σε επαφή κατά τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, περνώντας τα καλοκαίρια στη Χίο.

Open Image Modal
Charalambos Andronos via Getty Images

Ελίζα Πολιτσοπούλου: Νομίζω ότι αυτό που εμπνέει τον οποιονδήποτε που σκαρφίζεται ένα παραμύθι, είναι η ανάγκη να μεταφέρει κάτι που θεωρεί ότι είναι σημαντικό να μοιραστεί, χρησιμοποιώντας απλά και απέριττα λόγια. Οι δικές μου ιστορίες είναι εξ’ ολοκλήρου κατασκευασμένες και μόνο ελάχιστα τοπογραφικά στοιχεία είναι δανεισμένα από ιστορίες που έχω ακούσει. Πηγή έμπνευσης ωστόσο για την πρώτη μου ιστορία, την «Αρκουδοπηγή», ήταν κάτι τόσο απλό και ταυτόχρονα πολυσύνθετο, όσο είναι η αγάπη μιας μητέρας, ενώ για την δεύτερη, την «Εκκλησία», κινήθηκα στα πλαίσια της εσωτερικής ανάγκης σχεδόν κάθε ανθρώπου, για δικαιοσύνη και θεία δίκη.

Αγνή Σιούλα: Εφαλτήριο για να γράψω το διήγημα «Η αγάπη μιας γυναίκας» υπήρξε ένα παραμύθι που μου διηγήθηκε κάποτε η μητέρα μου –μεταξύ πολλών άλλων– και μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Πρόκειται για μια ηθικοπλαστική ιστορία που υποτίθεται ότι, συνέβη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης. Μιλάει για έναν επιπόλαιο νέο που γλεντούσε συχνά και γυρνούσε αργά στο σπίτι του. Έτσι, μία τέτοια νύχτα, μετά από ένα μεταμεσονύχτιο γλέντι, συνάντησε κάποιες παράξενες, μαυροφορεμένες γριές που έπνιγαν κάτι λαμπερό μέσα σε ένα ρέμα. Είναι από εκείνες τις ιστορίες που στο παρελθόν έπαιζαν προειδοποιητικό / παραινετικό ρόλο αναφορικά με την έκλυτη ζωή και τις συνέπειές της. Για τον λόγο αυτό, εκείνη την ιστορία, τη θεώρησα εξαρχής αξιοπρόσεκτη και την έφερνα συχνά στο μυαλό μου. Αργότερα, μελετώντας αντίστοιχους μύθους, κατέληξα στο συμπέρασμα πως οι γριές της ιστορίας δεν είναι άλλες από τις τερατώδεις επωπίδες, που σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ήταν οι ακόλουθοι της σκοτεινής θεάς Εκάτης. Φυσικά, πήρα εκείνη την αρχική εξιστόρηση, που τελειώνει όταν ο άσωτος νέος συναντά τις γριές μάγισσες που τον απειλούν, και τη συνέχισα εμπλέκοντας την ίδια την Εκάτη. Ταυτόχρονα προσπάθησα να αποτίσω έναν ελάχιστο φόρο τιμής στο πρόσωπο της μάνας ως αρχετυπική μορφή και την αγάπη που τρέφει για τα παιδιά της.

Το δεύτερο διήγημά μου «Ο γιος της καλόγριας και το στοιχειό» είναι μια ιστορία που βασίζεται πάνω σε έναν οικογενειακό μας μύθο. Ο ευαίσθητος και παρορμητικός νέος που πήγε να πολεμήσει στη Μικρά Ασία, δεν είναι άλλος από τον παππού μου τον Θανάση Σιούλα, τον πατέρα του πατέρα μου. Ενώ η μητρική φιγούρα που στέκεται δίπλα του, η Τσιτσιά, είναι η προγιαγιά μου, η Αναστασία, και η αφηγηματική απόδοση της ιστορίας είναι ακριβής ακόμη και στις πιο μικρές της λεπτομέρειες.

Παναγιώτα Τσιμπαλίδη: Για μένα και οι δύο ιστορίες είχαν να κάνουν με διηγήσεις της μητέρας μου κάθε, μα κάθε χρόνο, στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Είχαν να κάνουν με σκηνικά από την δική της παιδική ηλικία, ή των οικείων της, στο ορεινό χωριό της Μεσσηνίας όπου μεγάλωσε. Μου είχαν εντυπωθεί όλα αυτά τα χρόνια αυτές οι ιστορίες, μιας και η μητέρα μου τις έλεγε με τόση ζωντάνια, που ήταν σαν να βρίσκομαι και ‘γω εκεί. Περιττό να πω πως ήταν από τα πράγματα για τα οποία ανυπομονούσα κάθε Χριστούγεννα, κι ας τις είχα ακούσει ήδη δεκάδες φορές. Η ιστορία με το μωρό, που η μητέρα του το άφησε με την κούνια του πάνω σε μια γκορτσιά για να κάνει δουλειά στο χωράφι και το βρήκε γέρο όταν επέστρεψε να το πάρει από το δέντρο, είναι ίσως και η αγαπημένη μου από αυτές που είχα ακούσει από την μητέρα μου, γι’ αυτό και την επέλεξα για την συλλογή. Αργότερα, ψάχνοντας λίγο στην λαογραφική παράδοση της Ελλάδας, καθώς και άλλων λαών, ανακάλυψα ότι είναι μια ιστορία που ακουγόταν συχνά στην ύπαιθρο, για μωρά που τα έπαιρναν στη χώρα τους τα Ξωτικά, αντικαθιστώντας τα με σωσίες από την Ξωτικοχώρα (changelings ή doppelgangers ή και fetches, καμιά φορά).

Open Image Modal
ankarb via Getty Images

Η δεύτερη ιστορία έχει να κάνει με ένα σκηνικό που η μητέρα μου ορκιζόταν πως είχε συμβεί σε μια συγχωριανή της, η οποία είχε φάει κατάρα να κουτσαθεί όταν ήταν μωράκι -στην κούνια κι αυτό-, από μια Ξωτικο-μάνα και τις δυό της κόρες. Η μία από αυτές ήταν κουτσή και η Ξωτικο-μάνα ευχήθηκε να κουτσαθεί το μωράκι για να γιατρευτεί η κόρη της. Από που προήλθε η ιστορία δεν γνωρίζω, και όταν ρώτησα την μητέρα μου, μου είχε πει πως και αυτή την είχε ακούσει από διάφορους συγχωριανούς της, χωρίς όμως να θυμάται μια συγκεκριμένη πηγή.

Γιώργος Χατζηκυριάκος: Βρέθηκα στον Ελαιώνα για πρώτη φορά το 2009 όταν παντρεύτηκα. Έκτοτε επισκέπτομαι το μικρό αυτό παραθαλάσσιο χωριό κάθε καλοκαίρι. Ήδη από την πρώτη μου επίσκεψη, με μάγεψε η Μαραθιά, το βουνό που λένε πως είχε δώσει το παλιότερο όνομα στο χωριό (Τρυπιά), λόγω μιας σπηλιάς-τρύπας. Δύο καλοκαίρια αργότερα, κι ενώ τρωγόμουν για ιστορίες με ξωτικά και νεράιδες, ρώτησα τη γιαγιά της γυναίκας μου μήπως και υπήρχε κάποιος τοπικός θρύλος από τον παλιό καιρό. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η γιαγιά μου αποκάλυψε τρεις. Τους κατέγραψα και αργότερα τους συνέδεσα μαζί με ορισμένες δικές μου ιδέες για την σπηλιά της Μαραθιάς. Έτσι προέκυψε ο «Αλαφροΐσκιωτος από τα Τρυπιά», ο οποίος μάλιστα ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ενώ οι ντόπιοι έχουν να λένε μέχρι σήμερα καλά λόγια για εκείνον. Ο Άγιος Δράκοντας είναι ξεκάθαρα επηρεασμένος από τον θρύλο του Αη-Γιώργη και μερικές δοξασίες που λέγονται για την κινητή γιορτή του. Στο συγκεκριμένο διήγημα ο Άγιος και το Θηρίο είναι το ίδιο πρόσωπο, συμβολίζοντας το Καλό και το Κακό μέσα σε όλα, ακόμα και αυτά που θεωρούμε ιερά.

Ελληνική παράδοση και σύγχρονο fantasy

Στην εποχή της κυριαρχίας παραγωγών όπως το «κυνικό» αλλά συνάμα τόσο γοητευτικό «Game of Thrones» και ο επικός «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», φαίνεται ίσως λίγο παράξενο εκ πρώτης όψεως να αντιπαραβάλλει κάποιος την ελληνική παραμυθική παράδοση- αλλά, αν το καλοσκεφτεί κανείς, η έμπνευση για όλα αυτά πηγάζει από ιστορικά γεγονότα και παμπάλαιες παραδόσεις. Οπότε, αν ο «Πόλεμος των Ρόδων» μπορεί να γονιμοποιήσει τη φαντασία του George R.R Martin για να δημιουργήσει το «Παιχνίδι του Στέμματος», από πού και ως πού μπορεί να τολμά κανείς να θεωρεί ότι η ελληνική ιστορία, μυθολογία και λαογραφία υστερούν από αυτή την άποψη;

Open Image Modal
De Agostini Picture Library via Getty Images

«Είναι γεγονός πως στο εξωτερικό ανθεί σταδιακά την τελευταία δεκαετία η παραγωγή τηλεοπτικών σειρών –και ταινιών– που βασίζονται σε μυθολογικές αφηγήσεις και ιστορικές περιόδους κατά τις οποίες εγκαθιδρύθηκαν παραμυθιακά μοτίβα, σε σημείο να έχει γίνει πλέον αυτό το κομμάτι του φανταστικού σχεδόν mainstream. Ήδη πολλά από αυτά τα καλλιτεχνικά προϊόντα εμπεριέχουν ψήγματα από την ελληνική φιλολογία, ακόμα κι αν μπορούν να τα εντοπίσουν σε ένα δεύτερο επίπεδο λίγοι, «μυημένοι». Θα μπορούσε, λοιπόν, να πιάσει ένα πιο διεθνές κοινό, αν συνειδητά πραγματώνονταν αξιοπρεπείς παραγωγές με αυτήν την κατεύθυνση, διατηρώντας ακέραιη την ταυτότητα του έργου, και όχι σερβίροντας το πιο “δυτικοποιημένο”» λέει η Άρτεμις Βελούδου- επισημαίνοντας ότι, ως προς την ελληνική παραγωγή fantasy, μέσα από ένα συνονθύλευμα τίτλων δυτικού μιμητισμού αρχίζουν και ξεχωρίζουν έργα που έχουν ως βάση την ελληνική παράδοση. «Στο εξωτερικό, δεν θεωρείται αθέμιτο να ασχοληθεί ένας συγγραφέας με ιστορίες ελληνικών δεδομένων, χωρίς αυτό να τον χαρακτηρίζει αρνητικά (ως προς τα πρότυπα του, τις επιρροές του, τη διάθεση μιμητισμού). Με αυτήν την αντιστροφή, η απάντηση θα ήταν ότι η παραγωγή μυθιστορημάτων του φανταστικού στη χώρα μας έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα, που πλέον έχει ουσιαστική υπόσταση».

Από πλευράς του, ο κ. Μιχαηλίδης υπογραμμίζει ότι η διεθνής βιομηχανία ψυχαγωγίας στον χώρο του fantasy είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, «αγγλοσαξονικών καταβολών». Όπως σημειώνει, «αν, κοιτάξει κανείς με προσοχή, μπορεί να διακρίνει τα αφηγηματικά μοτίβα που απαντώνται στη μυθολογία και τη λαογραφία πάμπολλων λαών, συμπεριλαμβανομένου του δικού μας. Ωστόσο, το κατά πόσο τα προαναφερθέντα ιδιάζοντα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης μπορούν να έχουν απήχηση σ’ ένα διεθνές κοινό (στην παρούσα φάση, τουλάχιστον), είναι μάλλον δύσκολο στοίχημα». Παρόλα αυτά, επισημαίνει ότι «υπάρχουν πολλοί, κυρίως νέοι, συγγραφείς που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους πατώντας στην ελληνική μυθολογία, το παραμύθι, ή ακόμα και την ιστορία, αλλά ταυτόχρονα, αναμενόμενα, εμπνέονται από την ξένη φανταστική λογοτεχνία με την οποία μεγάλωσαν. Το αποτέλεσμα είναι πολύμορφο και σε αρκετές περιπτώσεις ιδιαίτερα αξιόλογο. Baby steps, που λένε και στο χωριό μου».

Open Image Modal
Screenshot

Η Αγνή Σιούλα, από πλευράς της, θεωρεί σαφώς πλουσιότερο το ελληνικό «υλικό»: «Οι αρχαίοι αλλά και πιο σύγχρονοι ελληνικοί μύθοι, οι παραβολές και τα παραμύθια που μεταφέρει η παράδοσή μας είναι πλουσιότερα από εκείνα που χρησιμοποιεί η διεθνής βιομηχανία του θεάματος, που συνήθως δανείζεται μύθους άλλων λαών και κατά περίπτωση τούς αλλοιώνει, προσδοκώντας ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Οι μύθοι μας δε βρίσκονται απλώς κοντά στο σύγχρονο fantasy, αλλά θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να αποτελούν την κύρια δεξαμενή ιδεών της ελληνικής φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, το αν η ελληνική φανταστική λογοτεχνία θα μπορούσε να “πιάσει” ένα διεθνές κοινό, είναι δύσκολο να απαντηθεί. Το τι “πιάνει” και τι όχι, έχει να κάνει μόνο με τους μηχανισμούς του μάρκετινγκ που λειτουργούν στον χώρο του θεάματος και σε καμία περίπτωση δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο αποτιμάται η αξία των έργων».

Παρόλα, αυτά, η Ελίζα Πολιτσοπούλου δηλώνει αισιόδοξη ως προς την παραγωγή εγχώριου fantasy: «Όλο και περισσότεροι συγγραφείς του φανταστικού, και μάλιστα νέων ηλικιών, τολμούν να αποκαλύψουν και να εκθέσουν τα κείμενα τους και άλλοι τόσοι αναγνώστες τα αγκαλιάζουν και τα αναζητούν» σημειώνει σχετικά, ενώ για δημιουργία μιας νέας «παράδοσης» ως προς το εγχώριο fantasy κάνει λόγο η Παναγιώτα Τσιμπαλίδη: «Οι νέοι συγγραφείς fantasy πιστεύω αντιμετωπίζονται ακόμα με δυσπιστία, αλλά το έργο τους τούς βγάζει ασπροπρόσωπους, οπότε νομίζω τώρα αρχίζει κάπως να χτίζεται κάτι σαν “παράδοση” για τo εγχώριο fantasy. Το μόνο κακό είναι ότι ως χώρα, γενικά, δεν είμαστε και πολύ του διαβάσματος, κάτι που ελπίζω να αρχίσει να αλλάζει από ’δω και πέρα».

Ο Γιώργος Χατζηκυριάκος, πάλι, διαβλέπει μια γενικότερη τάση αναζήτησης των ριζών του Φανταστικού: «Έχει γίνει μια τεράστια στροφή προς την παγκόσμια λαογραφία. Μάλιστα αρκετοί συγγραφείς εμπνεύονται από τους ιδιαίτερους θρύλους και τις παραδόσεις της πατρίδας τους για να έχουν κάτι «νέο» να πουν. Οπότε ναι, πιστεύω ότι η Γιαγιά Ιτιά μπορεί να πει τις ιστορίες της πέρα από την Ελλάδα. Άλλωστε ο κόσμος έχει αποδείξει έμπρακτα ότι αγαπάει τη μυθολογία μας. Γιατί όχι και την λαογραφία μας;».