Ευθύς εξ αρχής θα ήθελα να ξεκαθαρίσω και να τονίσω τη σπουδαιότητα ενός ζητήματος: παρότι το σύγχρονο ελληνικό κράτος συγκροτήθηκε τον 19ο και 20ο αιώνα με καθαρά εθνικά κριτήρια, εντούτοις απετέλεσε και παραμένει η κύρια συλλογικότητα στην οποία υπάρχει ακόμα και ζει ο ρωμαίικος πολιτισμός. Παρά τις πολλαπλές στρεβλώσεις υπάρχουν ακόμα και σήμερα και συνεχώς αυξάνονται και ενισχύονται εστίες και φορείς του ρωμαίικου πολιτισμού, υπάρχει το φύραμα το οποίο αθόρυβα και συνεχώς προάγει τη ζύμωση. Ως εκ τούτου η ισχύς και η ακεραιότητα του ελληνικού κράτους αποτελεί μεγίστης σημασίας ζήτημα και θα πρέπει αυτή να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο και μέσο.
Ο σεβασμός στο ιερό και η κοινωνιοκεντρική προοπτική του ελληνικού κόσμου μετά τους χρόνους του Μεγάλου Αλέξανδρου και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους θα εξελιχθεί σε έναν πολιτισμό του προσώπου που ανοίγει νέες προοπτικές στον άνθρωπο σε οικουμενικό επίπεδο. Αυτός ο οικουμενικός πολιτισμός του προσώπου με την επίδραση και ζύμωση του χριστιανισμού και την προοπτική της ενσάρκου αναστάσεως θα μετουσιωθεί προοδευτικά προσωπικώς και συλλογικώς σε έναν τρόπο του ζην με εσχατολογική προοπτική.
Αυτός είναι και ο κεντρικός άξονας του δικού μας πολιτισμού, του ρωμαίικου πολιτισμού. Οι προαπελθόντες, συγκαιρινοί και μέλλοντες ελθείν φορείς του πολιτισμού αυτού συγκροτούν εν ελευθερία και ενότητι, ασυγχύτως και αδιαιρέτως ένα συνεχώς υπάρχον και λειτουργούν θεανθρώπινο σώμα, το οποίο εντάσσεται στον ιστορικό χρόνο και προτείνεται ως σωτηριολογική δυνατότητα σε όλον τον κόσμο. Αυτής της προοπτικής φορέας είναι το Γένος μας και αυτή η σωτηριώδης πρόταση προς την οικουμένη είναι η βαθιά ευθύνη του. Αυτή είναι η προοπτική της ρωμηοσύνης, ενός πολιτισμού που είναι υπεράνω εθνικής καταγωγής, γλωσσικών ή άλλων διακρίσεων, που απευθύνεται ως σωτηριολογική πρόταση σε όλον τον κόσμο, που προσλαμβάνει εν ελευθερία όσους το επιθυμούν και τους χαρίζει νέες οντολογικές προοπτικές.
Ως ευσεβές Γένος των Ρωμηών, ως Ρωμαίικο πορευθήκαμε στην ιστορία για περίπου 15 αιώνες. Στις αρχές του 19ου αιώνα, κατά την ίδρυση του νεοελληνικού κρατιδίου, κάναμε ως συλλογικότητα μια μεγάλη στροφή: απεμπολώντας την ιδιοπροσωπία μας και τη δική μας παράδοση χιλιετιών αποδεχτήκαμε τις δυτικές κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις περί εθνικισμού και έκτοτε πορευόμαστε με κριτήρια και προτάγματα έθνους-κράτους και μάλιστα καθαρού. Αυτή η αλλαγή στον τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, η οποία εν πολλοίς ήταν επιβαλλόμενη από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, απετέλεσε κολοσσιαίας σημασίας καμπή για την ιστορία και την εξέλιξή μας. Όχι μόνο γιατί χάσαμε την οικουμενικότητα μας, την προσωπικώς και συλλογικώς εσχατολογική νοηματοδότηση μας, το όραμα και την προοπτική μας, αλλά και γιατί έκτοτε αναγκαζόμαστε συνεχώς να σκεφτόμαστε και να δρούμε σε ένα πλαίσιο το οποίο είναι ξένο για μάς και το οποίο συνεχώς και ορθώς το αρνιόμαστε εσωτερικά ως μη συνάδον με το καθ’ ημάς ιερόν.
Αυτά όμως όλα και ως προς το προσωπικό και ως προς το θεσπισμένο συλλογικό επίπεδο οδηγούν σε συνεχείς εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις, σε πολλαπλή απονεύρωση μέχρι του σημείου του πλήρους μηδενισμού, σε αποτυχία κατάφασης και δημιουργικής πρόσληψης του κόσμου και σε αδυναμία χάραξης αυτόφωτης ιστορικής πορείας. Για τη δυτική σκέψη και τους δυτικούς ανθρώπους αυτό το πλαίσιο είναι βεβαίως η φυσική απόληξη της δικής τους μακρόχρονης πορείας και παράδοσης και μπορούν να δρουν εντός του με σχετική άνεση και «ορθολογισμό». Για μάς όμως είναι ξένο και μάς καθηλώνει. Είναι το πεδίο φυσικής δράσης της δυτικής σκέψης και όσο εμείς παραμένομε εκεί θα συρρικνωνόμαστε όχι μόνο πνευματικά, αλλά και υλικά σε όλα τά επίπεδα από το επίπεδο του καθημερινού βίου μέχρι το επίπεδο της κρατικής μας οντότητας και υπόστασης.
Εάν λοιπόν συνεχίσομε να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα με κριτήρια και όρους εθνικού και έθνους-κράτους παίζομε ακριβώς στο γήπεδο της δυτικής αντίληψης και με τους κανόνες της δυτικής σκέψης και θα είμαστε συνεχώς υποτελείς και ενεργούμενα μέχρι σχεδόν της εξαλείψεως ή αφομοιώσεως μας . Θα παραμείνομε άλλο ένα δηλαδή μικρό πιόνι στη σκακιέρα των διεθνών συσχετισμών και εξελίξεων, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα προϊόντος του χρόνου θα καταστεί έτι μικρότερο συρρικνούμενο ακόμα και εδαφικώς μέχρι τα όρια του αρχικού σχεδιασμού των ξένων για μάς, στα όρια αυτού που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως Graecia, στα όρια δηλαδή της «κλασικής Ελλάδα», στα όρια της Αθήνας και της Σπάρτης, στα όρια της Στερεάς και της Πελοποννήσου. Ένα μικρό, αδύναμο και πλήρως ελεγχόμενο προτεκτοράτο, μιά «Ελλάδα» στα όρια της «ιστορικής νομιμοποίησης» της, όπως φυσικά αυτοί την αντιλαμβάνονται και όπως αυτή τους συμφέρει. Ένα κράτος μικρό, ασθενές με πολλαπλά εγγενή προβλήματα και ως εκ τούτου απλώς ενεργούμενο και πλήρως ελεγχόμενο.
Και εάν δεν μας αφανήσουν πλήρως αυτό θα είναι για έναν απλό λόγο: οι Μεγάλες Δυνάμεις σε μιαν ευρύτερη περιοχή επιζητούν γεωστρατηγικά τα επιμέρους κράτη να έχουν μια σχετική ισορροπία δυνάμεων, ούτως ώστε να διευκολύνονται οι χειρισμοί στην ευρύτερη σκακιέρα και να αποσοβούνται πιθανές αντιρρήσεις και αντιδράσεις από κάποιο κράτος με την απειλή αστάθειας. Και επειδή ο λαοί στην περιοχή πολιτισμικά είναι πολύ κοντά και ουσιαστικά δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα σε επίπεδο αξιών, το μόνο που μένει για τη μόχλευσή τους είναι ο εθνικιστικός φανατισμός και τα εγωιστικά φληναφήματα για μεγέθυνση και ενίσχυση των κρατών. Με άλλα λόγια ο Διεθνής Παράγοντας (όπως μάθαμε να τον λέμε) το πιο πιθανόν είναι σε βάθος χρόνου να ενισχύσει τα βόρεια όμορα σε μας κράτη εις βάρος της πατρίδας μας.
Τέλος, όπως έχει δείξει η ιστορία, τα τεράστια αποθέματα υδρογονανθράκων μια χώρας, συνήθως αντί για πλεονέκτημα γίνονται μεγάλη κατάρα για τη χώρα καθώς όλοι οι πάτρονες σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τη δύναμη εις βάρους του πραγματικού δικαιούχου, τον οποίο συστηματικά και μεθοδευμένα γονατίζουν και τον αλυσοδένουν πλήρως. Και φαίνεται ότι η περιοχή μας εκτός από μεγάλη γεωστρατηγική σημασία έχει και τεράστια αποθέματα ορυκτού πλούτου.
Ως υπερεθνικό, ευσεβές Γένος των Ρωμηών οι προοπτικές μας είναι οικουμενικές, πανανθρώπινες, σωτηριολογικές, εσχατολογικές και αιώνιες. Σαν Ελληνικό έθνος και μάλιστα σχετιζόμενο και καθοριζόμενο από το Ελλαδικό έθνος-κράτος οι δυνατότητές μας είναι πεπερασμένες και η πορεία μας θνησιγενής. Ως ρωμηοσύνη ανοίγονται πολύ μεγάλες προοπτικές στον μετανεωτερικό 21ο, αλλά και στον 22ο αιώνα, ενώ σαν Ελλαδισμός οι προοπτικές είναι φθίνουσες μέχρι του σημείου της πολλαπλής σμίκρυνσης (ακόμα και εδαφικής) της πατρίδος μας .
Σε λίγα χρόνια συμπληρώνονται δύο αιώνες από τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, το οποίο θεμελιώθηκε και αρθρώθηκε με καθαρά εθνικά κριτήρια και προτάγματα οδηγώντας μας σε έναν «διασκοτισμό» (sic) πολλαπλών στρεβλώσεων. Ας επιταχύνομε τον πνευματικό μας βηματισμό προς την κατεύθυνση της απελευθέρωση του νοός μας από αυτόν τον σκοτασμό. Και αυτή η περίοδος του σκοτασμού ας αποτελέσει για μάς και το Γένος μας απλώς άλλη μια μικρή παρένθεση δύο αιώνων στη συνεχή, αγλαοφανή ιστορική του πορεία προς τά έσχατα.