Καθώς το 2021 ”ξεδιπλώνεται” με αναμενόμενο επίκεντρο την εμβολιαστική πλέον φάση της πανδημίας, οι πρώτοι μήνες του επεφύλαξαν ήδη για ορισμένες χώρες εκπλήξεις και σημαίνουσες διαφοροποιήσεις σε πολιτικό επίπεδο.
Δύο τέτοια επίκαιρα παραδείγματα αποτελούν σίγουρα η Ιταλία και η Λιβύη, διάγοντας την τελευταία περίοδο πολιτικούς ”βίους παράλληλους” ύστερα από την εκατέρωθεν αλλαγή σκυτάλης στον ηγεσιακό θώκο που κατέληξε στις πρόσφατα σχηματισθείσες μεταβατικές κυβερνήσεις τους, αποστολή των οποίων είναι να οδηγήσουν με ασφάλεια τις εν λόγω χώρες στις επόμενες εκλογές και στο μεταξύ να εργαστούν πάνω σε ό,τι απασχολεί την εσωτερική και εξωτερική τους ατζέντα.
Τα δύο κράτη βρίσκονται ξανά ενώπιον νέων δεδομένων τα οποία πρόκειται να διαδραματίσουν αδιαμφισβήτητα τον δικό τους ρόλο και στο καίριο ζήτημα της μετανάστευσης δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων από τη Λιβύη.
Ένα πεδίο δράσης όπου το συγκεκριμένο δίπολο έχει κατακριθεί διεθνώς για τους χειρισμούς και την όλη αντι-ανθρωπιστική στάση που έχει επιδείξει, αποτυπωμένη στο μνημόνιο συμφωνίας του 2017 με κεντρικό του άξονα την παραμονή προσφύγων και μεταναστών στα λιβυκά κέντρα κράτησης χωρίς να τους παρέχεται η οποιαδήποτε δυνατότητα να πλησιάσουν τις ευρωπαϊκές ακτές.
Οι εβδομάδες που προηγήθηκαν ήταν οπωσδήποτε κομβικής σημασίας τόσο για την ιταλική όσο και για τη λιβυκή κεντρική πολιτική σκηνή. Πιο συγκεκριμένα, το ξεκίνημα του 2021 βρήκε την Ιταλία να βιώνει ένα déjà vu που θύμισε μεν σκηνές και στιγμές των προηγούμενων ετών ωστόσο ήταν κάτι πρωτόγνωρο για το μεσογειακό κράτος, εν καιρώ πανδημίας, να εισέρχεται και πάλι σε κλίμα αστάθειας και εσωστρέφειας στο πλαίσιο της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο πρώην πρωθυπουργούς Τζουζέπε Κόντε και Ματέο Ρέντσι.
Αιτία η αξιοποίηση των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και το αίτημα του επικεφαλής του κόμματος “Italia Viva” (”Ζωντανή Ιταλία”) Ρέντσι να διατεθούν τα 37 δισεκατομμύρια ευρώ στη δημόσια υγεία και την στοχευμένη αντιμετώπιση του COVID-19, απειλώντας ότι θα σταματήσει την κοινοβουλευτική στήριξη προς την τότε κυβέρνηση.
Κάτι που εν τέλει κι έγινε με τον ίδιο να αποσύρει την δική του κυβερνητική χείρα συνεργασίας και τον Κόντε να παραιτείται, επιφέροντας ένα ντόμινο εξελίξεων έπειτα από την αδυναμία και την αποτυχημένη προσπάθεια του τελευταίου να επιβιώσει πολιτικά και να συγκροτήσει τρίτη κυβέρνηση παρά την πλειοψηφία που εξασφάλισε από τα δύο σώματα του Κοινοβουλίου, την επανεμφάνιση του λεκτικά μετριοπαθούς, απρόσμενα ενωτικού και εντυπωσιακά διαλλακτικού με τον ευρωπαϊκό παράγοντα Ματέο Σαλβίνι, τις χωρίς αποτέλεσμα διερευνητικές εντολές του Προέδρου Ματαρέλα, προς τις εκεί πολιτικές δυνάμεις και τέλος την επιλογή του Μάριο Ντράγκι, στο πρόσωπο του οποίου βρέθηκε η σωτήρια λύση για το μεταβατικό ηγετικό σχήμα.
Δηλαδή την μικτή κυβέρνηση συνασπισμού πολιτικών και τεχνοκρατών που, πριν από λίγες μέρες, έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Γερουσία και τη Βουλή της Ρώμης, καλούμενη να διαχειριστεί το ακόμη σφοδρότερο τρίτο κύμα της πανδημίας, τους οικονομικούς-κοινωνικούς κραδασμούς της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης, τη θέση και τα συμφέροντα της Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς και τη διαχείριση του μεταναστευτικού έως τις επόμενες εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για το 2023.
Από την άλλη πλευρά, η Λιβύη κινείται στον απόηχο της συζήτησης η οποία διεξήχθη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και την παρουσία εβδομήντα πέντε συμμετεχόντων στη Γενεύη τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου, θέτοντας επί τάπητος όλα όσα πρέπει να αλλάξουν άμεσα στην εκεί πολιτική κατάσταση και λαμβάνοντας υπόψη το εθνικό συμφέρον.
Ο ενδολιβυκός διάλογος, εν προκειμένω, συνέστησε μία διαδικασία που απέδωσε καρπούς και βοήθησε με τον ”λευκό καπνό” της στην εκλογή του νέου μεταβατικού πρωθυπουργού Αμπντούλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά με τριάντα εννέα ψήφους σε σύνολο εβδομήντα τριών, όντας επωμιζόμενος πια την ηγεσία της χώρας της Βόρειας Αφρικής, την επανένωση των κρατικών θεσμών, τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ ανατολικής και δυτικής Λιβύης και φυσικά την εγγύηση της ασφαλούς πορείας επί λιβυκού εδάφους με ορίζοντα τις εκλογές της 24ης Δεκεμβρίου.
Επιλογή που χαρακτηρίστηκε ως επί το πλείστον έκπληξη καθώς προαγόταν ως αδιαφιλονίκητο φαβορί ο Υπουργός Εσωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας Φάτι Μπασάγα. Παρόλα αυτά, ο άλλοτε μηχανικός, ιδρυτής του κινήματος ”Η Λιβύη του Μέλλοντος” και επικεφαλής της Λιβυκής Εταιρείας Επενδύσεων και Ανάπτυξης επί Μουαμάρ Καντάφι ήρθε να διαμορφώσει την επόμενη μέρα στο διχασμένο κράτος, να συγκροτήσει το συντομότερο τον δικό του κυβερνητικό σχηματισμό και να παρουσιάσει το πρόγραμμά του στη Βουλή των Αντιπροσώπων προκειμένου να εγκριθεί ενώ, στην συνέχεια, θα έχει άλλες είκοσι μία μέρες στη διάθεσή του ούτως ώστε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κυβερνητικό έργο δεν προμηνύεται να είναι εύκολο. Όχι μόνο σε σχέση με το υφιστάμενο χάσμα ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική Λιβύη αλλά και για την αναγνώριση της εξουσίας του Ντμπεϊμπά από τους λοιπούς άπειρους παράγοντες που απαρτίζουν το σύνθετο εκεί πολιτικό σκηνικό, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν ήδη πάρει τις αποστάσεις τους από τις συνομιλίες της Γενεύης.
Ωστόσο, η πλειονότητα των δυτικών χωρών έχει καλωσορίσει αυτή την εξέλιξη ενώ τοιουτοτρόπως αντέδρασαν η Τουρκία, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, χαιρετώντας δημοσίως την ανάδειξη των νέων αρχών της Λιβύης.
Με φόντο, λοιπόν, την εν λόγω απόφαση, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ και ο ΟΗΕ εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν και τόνισαν ότι υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση που πρέπει να διανυθεί, κάνοντας έκκληση σε όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές να αναγνωρίσουν και να δεχτούν τα αποτελέσματα, να ξεπεράσουν τις προκλήσεις και τις διαφορές.
Παράλληλα, ζητούν από τη νέα ηγεσία της Λιβύης να εφαρμόσει την συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, να δρομολογήσει την αποχώρηση όλων των ξένων δυνάμεων και των μισθοφόρων, να παράσχει βασικές δημόσιες υπηρεσίες στον λιβυκό λαό, να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που αφορούν στον προϋπολογισμό, να ξεκινήσει τις διαδικασίες για ουσιαστική συμφιλίωση στην εμφυλιοπολεμική κοινωνία της βορειοαφρικανικής χώρας, να διορίσει γυναίκες σε ποσοστό τουλάχιστον 30% εντός του κυβερνητικού σχήματος και να διοργανώσει ελεύθερες, δημοκρατικές εθνικές εκλογές.
Είναι αλήθεια ότι η Ιταλία και η Λιβύη συνιστούν δύο χώρες οι οποίες έχουν συζητηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια τόσο για τα τεκταινόμενα εντός των τειχών τους όσο και για τις μεταξύ τους διμερείς σχέσεις όπως αυτές χρονολογούνται από το 1911.
Και ακόμα περισσότερο όσον αφορά στο μεταναστευτικό ζήτημα όταν, στις 2 Φεβρουαρίου 2017, Τζεντιλόνι και Σάρατζ υπέγραψαν μνημόνιο συμφωνίας με γνώμονα την αναπτυξιακή συνεργασία, την παράνομη μετανάστευση, την εμπορία ανθρώπων, το λαθρεμπόριο καυσίμων και την ενίσχυση της ασφάλειας των συνόρων.
Επί του πρακτέου, η Ιταλία έδωσε έτσι την συγκατάθεσή της στο να εκπαιδεύσει, να εξοπλίσει και να βοηθήσει τις ναυτικές αρχές της Λιβύης με στόχο να σταματήσουν τις λέμβους στη θάλασσα και να οδηγήσουν τα μεταναστευτικά ρεύματα στα υπερπλήθη κέντρα κράτησης όπου βρίσκονταν παράνομα, αντιμετωπίζοντας μία καθημερινότητα την οποία σηματοδοτούν οι απεχθείς συνθήκες διαβίωσης, οι σοβαρές μορφές κακομεταχείρισης, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού και των βασανιστηρίων και ο συνεχής κίνδυνος για τη ζωή και την ακεραιότητά τους λόγω των κλιμακούμενων συγκρούσεων.
Όλα αυτά σε μία προσπάθεια της ιταλικής πλευράς να εμποδίσει με κάθε δυνατό τρόπο την διέλευση προσφύγων, μεταναστών και αιτούντων άσυλο εντός ευρωπαϊκού πλαισίου.
Μολονότι, πάντως, το δίπολο κατηγορήθηκε έντονα από τη διεθνή κοινότητα, θεσμικά όργανα όπως το ΕΔΑΔ και οργανώσεις που υπερασπίζονται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα για την παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, της απαγόρευσης των συλλογικών απελάσεων καθώς και για την γενικότερη συμπεριφορά του απέναντι στα όσα βίωσαν τουλάχιστον 40.000 άνθρωποι κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών μετά από την αρχική διαπραγμάτευση και υπογραφή της συμφωνίας, αποφάσισε την παράτασή της άνευ τροποποιήσεων.
Στο άκουσμα της εν λόγω εξέλιξης, διάφορες ΜΚΟ και ακτιβιστικές ενώσεις που έχουν στηλιτεύσει τη χώρα για την, έως σήμερα, δαπάνη του ποσού-ρεκόρ των 785 εκατομμυρίων ευρώ όσον αφορά στον αποκλεισμό των μεταναστευτικών ροών από τη Λιβύη και στη χρηματοδότηση ιταλικών και ευρωπαϊκών ναυτικών αποστολών, απαίτησαν από το ιταλικό Κοινοβούλιο να ανακαλέσει πλήρως το συγκεκριμένο μνημόνιο το οποίο χαρακτήρισαν ως αποτυχία της ιταλικής και κατ′ επέκταση της ευρωπαϊκής πολιτικής και αντ′ αυτού να υιοθετηθούν μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες λύσεις για την παροχή ασφαλών τρόπων και διόδων προκειμένου το σύνολο αυτών των ανθρώπων να φτάσει νόμιμα στην Ευρώπη.
Ανάμεσα στις έτερες διεκδικήσεις τους ως προς τη δέσμευση της κυβέρνησης Ντράγκι επί του ζητήματος συμπεριλαμβάνονται:
η μη σύναψη μελλοντικών διμερών συμφωνιών Ιταλίας-Λιβύης πριν από την εγκαθίδρυση μίας σταθερής κυβέρνησης στη βορειοαφρικανική χώρα
το τέλος των στρατιωτικών αποστολών στη Λιβύη και το αδιαπραγμάτευτο κλείσιμο όλων των κέντρων κράτησης
η προώθηση και η έγκριση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενός σχεδίου εκκένωσης ανθρώπων από τη Λιβύη, όντες πιο ευάλωτοι ή εάν κινδυνεύουν περισσότερο να πέσουν θύματα βίας ή κακοποίησης
η εντολή για την πραγματοποίηση ευρωπαϊκής ναυτικής αποστολής με αντικείμενο την έρευνα και τη διάσωση ανθρώπων στη θάλασσα
Σε κάθε περίπτωση, ο εντολοδόχος πρωθυπουργός της Ιταλίας, στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησής του, ανέδειξε ως πρωταρχικές περιοχές ενδιαφέροντος για την εξωτερική πολιτική που θα χαράξει τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Λιβύη και γενικότερα την Αφρική.
Εντούτοις, έκανε ιδιαίτερη μνεία στη διαχείριση της προσφυγο-μεταναστευτικής κρίσης, προκρίνοντας ως πιο αποτελεσματική λύση μία ευρωπαϊκή πολιτική επαναπατρισμού για όσους δεν έχουν δικαίωμα ασύλου και όχι τις διμερείς συμφωνίες με πυρήνα τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών, ενώ ο Ντράγκι επιμένει στην ανάγκη εξισορρόπησης των βαρών ανάμεσα στις μεσογειακές χώρες οι οποίες λειτουργούν ως πρώτες πύλες εισόδου και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ένωσης.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί και η τοποθέτηση του Ματέο Σαλβίνι σε ένα διαφορετικό μήκος κύματος συγκριτικά με το παρελθόν και τον ίδιο να προτείνει την αλλαγή συμπεριφοράς της Ιταλίας, ελέγχοντας τα άτομα που εισέρχονται στην χώρα με τον τρόπο που δρουν άλλα ευρωπαϊκά κράτη και απαιτώντας την ενεργή συνδρομή της Γηραιάς Ηπείρου.
Από την πλευρά του, τέλος, ο αιρετός πρωθυπουργός της Λιβύης έχει δηλώσει μέχρι στιγμής ότι επιθυμεί να ενισχύσει την στενή σχέση της χώρας του με την Ιταλία, εστιάζοντας ιδίως στη μετανάστευση.
Ένας τομέας στον οποίο το κράτος της Βόρειας Αφρικής θα χρειαστεί όσο το δυνατόν περισσότερη βοήθεια εν μέσω και της ταραχώδους μεταβατικής περιόδου που αντιμετωπίζει ως επακόλουθο του πολυετούς εμφύλιου πολέμου.