Ιταλία: Συνελήφθη καλόγρια για σχέσεις με τη Μαφία

Ποιος φέρεται να ήταν ο ρόλος της Άννα Ντονέλι
Open Image Modal
H Άννα Ντονέλι
Facebook

Μια καλόγρια είναι μεταξύ 25 ατόμων που συνελήφθησαν στην Ιταλία λόγω υποψιών για συμμετοχή σε σπείρα η οποία συνδέεται με τη διαβόητη Ντρανγκέτα- το ισχυρότερο δίκτυο Μαφίας στη χώρα.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του Guardian, η καλόγρια φέρεται να ήταν σύνδεσμος μεταξύ της σπείρας και φυλακισμένων συνεργατών της, είπαν εισαγγελείς στη Μπρέτσια.

Μεταξύ των συλληφθέντων είναι πρώην πολιτικός των Αδελφιών της Ιταλίας, του κόμματος του οποίου ηγείται η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, και ένας πρώην πολιτικός Λέγκας, που συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό. Κατασχέθηκαν επίσης παράνομα έσοδα άνω των 1,8 εκατ. ευρώ σε επιδρομές σε πόλεις της Λομβαρδίας και του Βένετο, καθώς και της Καλαβρίας.

Οι ύποπτοι κατηγορούνται για σειρά εγκλημάτων, περιλαμβανομένων εκβιασμού, διακίνησης όπλων και ναρκωτικών, κλεπταποδοχής, φορολογικών αδικημάτων, τοκογλυφίας, ξεπλύματος χρήματος και, στην περίπτωση του πολιτικού της Λέγκας, εξαγοράς ψήφων. Ο πολιτικός των Αδελφιών της Ιταλίας φέρεται να συνεργαζόταν με τη σπείρα «κατά την εκτέλεση εγκλημάτων».

 

 

Ο Φρανσέσκο Πρέτε, επικεφαλής εισαγγελέας στη Μπρέτσια, είπε σε συνέντευξη Τύπου ότι οι ύποπτοι «αξιοποίησαν την εγκληματική φήμη της αρχικής οργάνωσης (Ντρανγκέτα)», προσαρμόζοντάς την στα δεδομένα της βόρειας Ιταλίας. Ο Τεόντορο Κατανάντι, αναπληρωτής εισαγγελέας, είπε ότι η συμμορία χρησιμοποιούσε την «τυπική βία» της Ντρανγκέτα, μα επιδείκνυε «μια δυνατότητα χαμαιλέοντα να συμβαδίζει με τους καιρούς».

Η καλόγρια κατονομάστηκε στα ιταλικά ΜΜΕ ως η 57χρονη Άννα Ντονέλι. Σύμφωνα με το Rai, ήταν εθελόντρια στη φυλακή Σαν Βιτόρε στο Μιλάνο από το 2010 και επίσης εργαζόταν στην Παβία και στη Ρώμη. Τον Φεβρουάριο τιμήθηκε με το βραβείο του «Χρυσού Πανετόνε». Ο Κατανάντι είπε ότι κατηγορείται για «εξωτερική συνέργεια σε οργάνωση της μαφίας» και μετέφερε πληροφορίες από τη φυλακή στη σπείρα. Όπως αναφέρθηκε, ο «πνευματικός ρόλος» της διασφάλιζε τη σύνδεση με τους φυλακισμένους και της επέτρεπε να έχει «ελεύθερη πρόσβαση» στις σωφρονιστικές εγκαταστάσεις.