Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς συνδέθηκε άπαξ και διά παντός με τον ελληνικό χώρο και τον Ελληνισμό από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πρωτοπάτησε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη για να μεγαλουργήσει στον Ηρακλή. Η προσωπικότητα, η σεμνότητα, η ηθική, η ανθρωπιά του, τον εδραίωσαν ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες ή ξένους που φόρεσαν τη φανέλα του «Γηραιού». Έμαθε ελληνικά άρον άρον, έγινε αρχηγός και ένας από τους βασικούς συντελεστές μιας σειράς από αξιοπρεπείς παρουσίες στην Α’ Εθνική Κατηγορία. Ήταν σεβαστός από όλο το ελληνικό κοινό και δεν πούλησε ποτέ «οπαδιλίκι» ή «τσαμπουκά» για να γίνει αρεστός και όχι ωφέλιμος. Στις 4 Απριλίου 1999, δέκα ημέρες μετά τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς μπήκε στο «Καυτατζόγλειο» σε έναν αγώνα Ηρακλής-Άρης με ένα πλακάτ: «Στην Ελλάδα χτυπά η καρδιά της καρδιάς μας». Καταχειροκροτήθηκε από τους οπαδούς και των δύο ομάδων. Ήταν η ένδειξη ευγνωμοσύνης ενός Σέρβου για τους Έλληνες που στάθηκαν στο πλευρό του δοκιμαζόμενου λαού του.
Ο Ιβάν και η οικογένειά του είχαν ήδη ριζώσει στην Ελλάδα και με τη λήξη της ποδοσφαιρικής του καριέρας δεν υπήρχε σκέψη για αποχώρηση. Είχε φτάσει η ώρα να μεγαλουργήσει και ως προπονητής, ειδικά στον ΑΠΟΕΛ. Τα τέσσερα πρωταθλήματα και η πορεία στους «8» του Τσάμπιονς Λιγκ τον κατέστησαν -για αρκετούς από εμάς- ως τον κορυφαίο προπονητή που πέρασε ποτέ από την Κύπρο. Πρόλαβε και εδώ να συνδεθεί με τους οπαδούς αλλά και την Κύπρο γενικότερα και γι’ αυτό η αποχώρησή του σήμαινε το τέλος μιας εποχής, παρόλο που ακούγονταν πολλές εξυπνοβλακείες για τις τακτικές και τις... μεταγραφές του. Δεν κράτησε κακία, είχε χωνέψει από νωρίς πως ο κόσμος του ποδοσφαίρου, ειδικά στην Ελλάδα και την Κύπρο, δεν είναι αγγελικά πλασμένος, μα το αντίθετο -πιο χυδαία αντιμετώπιση είχε αργότερα στον Παναθηναϊκό.
Αλλά ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, σε μια δύσκολη περίοδο μετά τον αποκλεισμό από το Γιούρο, ανέλαβε την Εθνική σαν έτοιμος από καιρό, σαν να το είχε γράψει η μοίρα. Εξήγησε στους ποδοσφαιριστές του ότι δεν είναι ξένος και τραγούδησε μαζί τους τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», προσθέτοντας περισσότερο μπόι στη μεγάλη του μορφή. Και, προπαντός, διατηρώντας μια μικρή ελπίδα ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να μην έχει παραδοθεί πλήρως στις εταιρείες, στους επενδυτές, στα εκατομμύρια, ότι μπορεί να μην έχει χαθεί εντελώς ο τόσο αναγκαίος για τις κοινωνίες ρομαντισμός έστω και σε αυτό το μικρό πλαίσιο της Εθνικής Ελλάδος. Ότι το μοντέρνο ποδόσφαιρο δεν έχει επικρατήσει: «Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα να πυκνώνει ο δεσμός μας / και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές, με το ροκ του μέλλοντός μας». Ευχαριστούμε, μεγάλε Ιβάν Γιοβάνοβιτς.