Ο κύκλος Piano Masters με τον οποίο ξεκίνησε και πάλι την λειτουργία του με κοινό το Μέγαρο Μουσικής ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο τρόπο, με έναν σολίστ κορυφαίου επιπέδου που πραγματοποίησε μιαν άριστη εκτελεστικά και αισθητικά συναυλία. Μόνο που, ειδικά σε ένα ρεσιτάλ, δεν έχει σημασία μόνο το τι κάνουν τα χέρια του/της μουσικού αλλά και τι συμβαίνει μέσα του/της.
Ο εξηντατριάχρονος Ίβο Πογκορέλιτς (Ivo Pogorelić) γεννήθηκε στην τότε Γιουγκοσλαβία από Κροάτη πατέρα και Σέρβα μητέρα και μετά την διάλυση της πρώτης έγινε πολίτης της Κροατίας. Αρχισε να σπουδάζει πιάνο σε ηλικία μόλις επτά ετών και το ταλέντο του ήταν τόσο μεγάλο ώστε στα δώδεκα προσκλήθηκε από την τότε ΕΣΣΔ για να συνεχίσει τις σπουδές του εκεί με δασκάλους/ες φημισμένους/ες πιανίστες/ις.
Η μαθητεία του όμως δεν τελείωσε με την ολοκλήρωση τους γιατί τότε τον πήρε υπό την αιγίδα της η Γεωργιανή σπουδαία όχι απλά πιανίστρια αλλά και καθηγήτρια του οργάνου Αλίζα Καζερχάτζε την οποία μάλιστα λίγο αργότερα παντρεύτηκε (παρότι ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερη του) και ο γάμος τους διήρκεσε μέχρι τον θάνατο της από καρκίνο του πνεύμονα.
Παράλληλα όμως με όλα αυτά είχε αρχίσει ήδη να κερδίζει βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς που πραγματοποιούνται σε δυτικές χώρες όπως στην Ιταλία και τον Καναδά.
Οταν όμως συμμετείχε στον διεθνή διαγωνισμό Σοπέν στην Βαρσοβία το 1980 προκλήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα διαχρονικά σκάνδαλα στον χώρο της κλασικής μουσικής καθώς «άνωθεν δυνάμεις» τον απέκλεισαν στον τρίτο γύρο παρά τις εντονότατες διαμαρτυρίες των μελών της κριτικής επιτροπής ένα εκ των οποίων μάλιστα τον αποκάλεσε «ιδιοφυία» και αποχώρησε από την επιτροπή.
Η δημοσιότητα γύρω από το πρόσωπο του που προκλήθηκε από την κατάφωρη σε βάρος του αδικία τον βοήθησε πάντως να ξεκινήσει την λαμπρή διαδρομή του, συναυλιακή αλλά και δισκογραφική, η οποία περιλαμβάνει πάρα πολλά ρεσιτάλ αλλά και συνεργασίες με αρκετές πολύ σημαντικές ορχήστρες και μαέστρους σε ένα όντως πολύ μεγάλο εύρος του κλασικού ρεπερτορίου.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι, παρά την γενικά παραδεκτή πολύ μεγάλη αξία και ταλέντο και την δημοφιλία του, κάποιες «αμφίσημες» εκτελέσεις του προκάλεσαν αντιδράσεις εκ μέρους ορισμένων κριτικών με έναν από αυτούς να γράφει για την απόδοση του μιας σονάτας του Μπετόβεν «ποιο λάθος συνέβη και ένα τέτοιο τεράστιο ταλέντο σπαταλείται τόσο άδικα;». Αλλά και γενικότερα η προσέγγιση του σε αληθινούς ογκόλιθους του πιανιστικού ρεπερτορίου έχει χαρακτηριστεί συχνά «εικονοκλαστική» με το άρρητο υπονοούμενο ότι αυτή μπορεί και να συμβαίνει εσκεμμένα.
Ισως και συμβολικά, τιμώντας δηλαδή τον συνθέτη που, έστω και ερήμην του, του έδωσε τόσο μεγάλη ώθηση στην αρχή της σπουδαίας διαδρομής του, δηλαδή τον Φρεντερίκ Σοπέν, ο Ίβο Πογκορέλιτς επέλεξε αποκλειστικά δικά του έργα για την εμφάνιση του στο Μέγαρο Μουσικής.
Δεν μπορώ να μην πω ότι σε πρώτο επίπεδο η συναυλία του ήταν περισσότερο και από άριστη. Ηταν μια από τις φορές που – σε αντίθεση με τον Εβγκένι Κισίν στον ίδιο χώρο και στο πλαίσιο του ίδιου κύκλου λίγες ημέρες νωρίτερα - ακούσαμε τον Σοπέν ακριβώς με τον τρόπο που πρέπει να παίζεται.
Η φημισμένη (αλλά και πολύ συχνά κακοποιημένη!) Πολωνέζα - Φαντασία σε λα ύφεση μείζονα είχε ακριβώς όσο συναίσθημα είναι απαραίτητο και η Φαντασία σε φα ελάσσονα ήταν κυριολεκτικά απαστράπτουσα διατηρώντας όμως στο ακέραιο την - ίσως και παιδική ακόμα – αθωότητα μα και το ονειρικό στοιχείο της δίχως να υπολείπονται όμως στο ελάχιστο η Σονάτα για πιάνο σε σι ελάσσονα και η Βαρκαρόλα σε φα δίεση μείζονα που συμπλήρωναν το πρόγραμμα.
Υπήρχαν όμως και κάποια πράγματα στη συναυλία του Ίβο Πογκορέλιτς που τουλάχιστον ξένιζαν. Πριν από όλα το ότι, ενάντια στην καθιερωμένη πρακτική και πολύ παράδοξα για μουσικό του μεγέθους του ο οποίος επιπλέον έχει εκτελέσει αυτά τα έργα πάρα πολλές φορές, δεν έπαιξε πρίμα βίστα αλλά με παρτιτούρα έχοντας μάλιστα μία βοηθό για να του γυρίζει τις σελίδες. Επίσης, τουλάχιστον για εμένα, το ότι φορούσε σμόκιν, μια ενδυματολογική επιλογή η οποία έχει εγκαταλειφθεί από τους περισσότερους μουσικούς εδώ και πολλά χρόνια.
Η τελική αίσθηση λοιπόν που αποκόμισα προσωπικά είναι ότι αναμφίβολα πρόκειται για έναν εκπληκτικό σολίστ ο οποίος όμως, συνειδητά ή μη, με τα πάντα, από το ντύσιμο και το πως κινείται στη σκηνή μέχρι την συμπεριφορά και την αντιμετώπιση του στο κοινό, παραπέμπει σε μιαν άλλη εποχή της κλασικής μουσικής της οποίας το ύφος αλλά ακόμα ίσως και το ήθος είναι πλέον το λιγότερο εξαιρετικά παρωχημενα.
Ακόμα περισσότερο όμως και από αυτό ήταν το ότι έχουμε να κάνουμε με ένα σπάνιο ταλέντο που όμως πια έχει γίνει θύμα ενός μύθου τον οποίο δεν έφτιαξαν άλλοι για αυτόν μα ο ίδιος για τον εαυτό του και κυρίως οφείλεται στην πολύ λανθασμένη αντίληψη του για την θέση μα και τον ρόλο ενός κλασικού μουσικού σήμερα. Ετσι ικανοποίησε απόλυτα το αισθητήριο μου αλλά άγγιξε ελάχιστα την καρδιά και καθόλου την ψυχή μου.