Το οργανικό (instrumental) στο ξεκίνημα του και στο μεγαλύτερο ποσοστό του μέχρι και σήμερα ιδίωμα που αποκαλούμε jazz εμφανίστηκε στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα στις νότιες ΗΠΑ. Συγκεκριμένα γενέθλια πόλη του ήταν η πολυφυλετική, άρα και πολυπολιτισμική, Νέα Ορλεάνη, λιμάνι για τα ποταμόπλοια του Μισισιπί ο οποίος την διασχίζει και για σχεδόν έναν αιώνα η μοναδική οδός συγκοινωνίας και επικοινωνίας ανάμεσα στα νότια αμερικανικά παράλια της Αμερικής και την ενδοχώρα. Η κλασική μουσική που έφεραν μαζί τους οι στην πλειοψηφία τους Γάλλοι – όπως δείχνει και το όνομα της – και όχι Άγγλοι άποικοι, η κατά κύριο λόγο φωνητική μουσική των αυτοχθόνων ιθαγενών της περιοχής και οι τελετουργικοί ρυθμοί των νέγρων σκλάβων δημιούργησαν ένα πολύ εύφορο «μουσικό έδαφος» στο οποίο άνθησε το νέο ιδίωμα το οποίο ονομάστηκε jazz.
Η λέξη προέρχεται από μιαν άλλη της αργκό της εποχής, το jasm που το νόημα του περιφραστικά θα το αποδίδαμε ως «ένταση και ενέργεια», στοιχεία τα οποία χαρακτήρισαν το ιδίωμα της jazz για αρκετές από τις πρώτες δεκαετίες της Ιστορίας του. Από το jasm προφανώς προέρχεται και το jam («τζαμάρισμα» κατά το ελληνικότερον) που είναι η συνθήκη κατά την οποία μια μικρότερη ή μεγαλύτερη ομάδα μουσικών αρχίζει να παίζει όχι πάνω σε μια ελάχιστα ή και καθόλου δοσμένη σύνθεση αλλά αυτοσχεδιάζοντας, καθένας μόνος του και εντέλει όλοι μαζί, εμπνέοντας και «τροφοδοτώντας» καθένας με το παίξιμο του αυτό των υπολοίπων. Από καθαρά μουσικολογικής πλευράς ο αυτοσχεδιασμός ήταν εξαρχής και παραμένει το σημαντικότερο στοιχείο της jazz, ήταν το πρώτο ιδίωμα που έφερε τόσο πολύ στο προσκήνιο την – προϋπάρχουσα από καταβολής μουσικής - παράμετρο του αυτοσχεδιασμού καθιστώντας την βασική και δομική για την ανάπτυξη κάθε μικρότερου ή μεγαλύτερο έργου και συνολικά του ιδιώματος.
Παράλληλα ή και σε συνδυασμό μερικές φορές με το blues, τόσο στην αστική (urban) όσο και στην αγροτική (country) εκδοχή του, δηλαδή το λαϊκό – κατ’ αντιπαράθεση με το θρησκευτικό, τα spirituals ή gospel, από το οποίο όμως είχε επηρεαστεί δεόντως, τόσο μουσικό με την call and response δομή που συναντούμε και στην πρώιμη jazz όσο και στιχουργικά – τραγούδι των μαύρων σκλάβων από την Αφρική, η jazz και το τελευταίο γέννησαν όλο αυτό που αποκαλούμε αφροαμερικανική μουσική παράδοση, ουσιαστικά δηλαδή την μουσική Ιστορία των ΗΠΑ στον εικοστό αιώνα και μέχρι σήμερα αλλά και ενός πολύ μεγάλου τμήματος του δυτικού και όχι μόνον κόσμου.
Το blues και η jazz, με διαφόρους συγκερασμούς και επιμειξίες, ήταν η μήτρα για το rhythm ‘n’ blues, το rockabilly ή rock ‘n’ roll το οποίο μετεξελίχθηκε στο rock όπως το γνωρίζουμε, την soul αρχικά και μετά το funk αλλά ακόμα και για την αμερικανική folk που μετεξελίχθηκε σε country και διαμέσου όλων αυτών ως και της εμπορικής pop(ular) μουσικής. Αν σε αυτή την πολύχρονη και με πολλές διασταυρώσεις αλλά και παρακάμψεις διαδρομή το blues κατέληξε ένα μάλλον «μουσειακό» ιδίωμα με τους σημερινούς εκπροσώπους του να περιορίζονται στο να αναπαραγάγουν με όσο ταλέντο και καλαισθησία διαθέτουν τις φόρμες του παρελθόντος χωρίς να τους προσθέτουν ούτε στο ελάχιστο οτιδήποτε καινούριο κάθε άλλο παρά ισχύει το ίδιο και για την jazz η οποία όχι μόνον είναι πιο ζωντανή από ποτέ αλλά και...παραμένει νέα!
Πλησιάζοντας όμως σιγά – σιγά τον ενάμιση περίπου αιώνα από την γέννηση της η jazz, στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, έχει πολύ μικρή σχέση με την «βρεφική ηλικία» της, το ragtime και την επονομαζόμενη Dixieland, αυτή δηλαδή που παιζόταν στη Νέα Ορλεάνη στις αρχές του εικοστού. Με την αφροαμερικανική μουσική παράδοση να παραμένει μεν βασική αναφορά της και την πηγή από την οποία αρδεύεται αλλά και σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις να αποτελεί ένα ολοένα και πιο χαλαρό πλαίσιο η σημερινή jazz ενσωματώνει, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ιδίωμα, μουσικολογικά, μουσικά αλλά και πολιτισμικά ακόμα στοιχεία του παρελθόντος αλλά και του παρόντος από πολλούς διαφορετικούς τόπους και κουλτούρες από όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη της γης, τα «επεξεργάζεται» με τον δικό της τρόπο και τα συνοψίζει μοναδικά διαμέσου μιας ποικιλίας γοητευτικών ή και συναρπαστικών νέων εκφραστικών μεθόδων και οδών. Το αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικά πολύχρωμο ηχητικό «παζλ», επιφανειακά ετερόκλητο αλλά επί της ουσίας απολύτως ομοιογενές ως προς την φιλοσοφία και την νοοτροπία του, το οποίο ωθεί τα όρια της μουσικής μακρύτερα από όσο σε οποιαδήποτε άλλη φορά της - σχεδόν τόσο μακρόχρονης όσο και εκείνης της ανθρωπότητας - Ιστορίας της, σε έναν όντως άλλο, διαφορετικό και στον μεγαλύτερο βαθμό του ανεξερεύνητου ακόμα γαλαξία. Η jazz είναι πλέον μια μουσική πράξη που συμβαίνει αποφασιστικά τώρα και με το βλέμμα στραμμένο αποκλειστικά όσο το δυνατόν πιο μακριά στο μέλλον! Στη συνέχεια θα παρουσιάσω μερικές πρόσφατες κυκλοφορίες του ιδιώματος που αποδεικνύουν και αναδεικνύουν ακριβώς αυτό με πολύ ενδιαφέροντα και συχνά απολαυστικό επίσης τρόπο.
Stephan Micus – «White Night» [ECM]
Ο Γερμανός Stephan Micus (τον Ιανουάριο θα συμπληρώσει τα εξήντα επτά χρόνια του) είναι από τα πλέον εμβληματικά ονόματα της αρχαιότερης και σημαντικότερης ευρωπαϊκής jazz δισκογραφικής εταιρείας, της ECM – η οποία εφέτος συμπληρώνει μισό αιώνα λειτουργίας! - του ομοεθνή του Manfred Eicher καθώς, με εξαίρεση το πρώτο album του, όλη η μακρά δισκογραφία του έχει κυκλοφορήσει από την τελευταία. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακό μουσικό που, προσωπικά τουλάχιστον, δεν θα τον κατέτασσα τόσο στην jazz όσο στην με την ευρύτατη έννοια world music. Πριν από όλα ο Micus δεν συνεργάζεται ποτέ και με κανέναν, τόσο στους δίσκους όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις του δημιουργεί και παίζει μόνος του την μουσική του. Κεντρική θέση στο έργο του επέχει η συνεχής αναζήτηση του στον τομέα όχι μόνο των οργάνων αλλά γενικότερα των ηχητικών πηγών, εξαρχής έπαιζε ουκ ολίγα όργανα, κυρίως πνευστά και κρουστά, στα οποία συνεχώς προσθέτει νέα, στην πλειοψηφία τους από μη ευρωπαϊκές/δυτικές κουλτούρες καθώς και πολλά αυτοσχέδια ενώ συχνά χρησιμοποιεί και την φωνή του. Αποκορύφωμα αυτής της προσέγγισης του το «The Music Of Stones» (1989) που, όπως φαίνεται και από τον τίτλο του, είχε ηχογραφηθεί χρησιμοποιώντας μόνο....πέτρες (!) ενώ ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ήταν επίσης και - ενώ είχε προηγηθεί το ανάλογο «Athos» του ’94, βασισμένο στην ηχητική διάσταση των βυζαντινών θρησκευτικών ύμνων και ψαλμών - το «Panagia» του ’13 το οποίο εμπνεόταν από την ατμόσφαιρα αλλά και το φυσικό περιβάλλον του Αγίου Ορους χρησιμοποιώντας μάλιστα και επιτόπιες (field) ηχογραφήσεις που είχε κάνει εκεί.
Σαφώς από τις πιο βατές εργασίες του το «White Night» επικεντρώνεται στο να δημιουργήσει το νυχτερινό mood στο οποίο παραπέμπει ο τίτλος του. Εμπνέεται κυρίως από την μουσική της υποσαχάριας Αφρικής χρησιμοποιώντας το όργανο της περιοχής καλίμπα, έναν τύπο μικρού μεγέθους ξυλοφώνου που παίζεται μόνο με τον αντίχειρα δίπλα σε κάποια από τα αγαπημένα όργανα του Micus όπως το αρμενικό πνευστό ντουντούκ, την custom made δεκατετράχορδη κιθάρα του αλλά και νέι. Αυτό που προκύπτει είναι μια μουσική η οποία φωτίζεται από ένα γλυκό εσώτερο φως αυτογνωσίας όπως μια ανέφελη νύχτα από το φεγγάρι σε προχωρημένη φάση του η οποία, όπως το συνηθίζει, είναι «χαμηλόφωνη» σχεδόν όσο και η νυχτερινή σιωπή που μας επιτρέπει, αν βεβαίως το επιθυμούμε, να αφουγκραστούμε επιτέλους τον «ήχο» των σκέψεων και, γιατί όχι, ακόμα και των συναισθημάτων μας.
Heinz Holliger & György Kurtág – «Zwiegespräche» [ECM]
Τυπική jazz σίγουρα δεν το λες αυτό το CD αλλά αφενός κυκλοφορεί από την ECM (στη New Series της βέβαια) και αφετέρου, έστω κάπου πολύ βαθιά, διακρίνεις μια μακρινή επίδραση του ιδιώματος. Συνάντηση δύο «συγγενών πνευμάτων», από μουσικής και όχι μόνον πλευράς. Ο Ελβετός συνθέτης και μαέστρος Heinz Holliger κινείται στον χώρο της σύγχρονης μουσικής δωματίου και εμπνέεται πολύ συχνά για τα έργα του από πεζά και ποιητικά κείμενα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τον Ούγγρο György Kurtág. Ενα άλλο κοινό τους είναι η αδυναμία τους στο πνευστό όργανο όμποε του οποίου ο πρώτος είναι μάλιστα διακεκριμένος σολίστ αλλά το αγαπά πολύ, αν και πιανίστας, και ο δεύτερος. Ο δίσκος είναι κατά κύριο λόγο του Holliger αλλά μοιράζεται την πολύ μεγάλη διάρκεια του με τον Kurtág οι συνθέσεις του οποίου πραγματικά είναι σαν να αλληλοσυμπληρώνονται με τις δικές του. Σε αμφότερες κυριαρχεί το όμποε, στην περίπτωση αυτών του Holliger παιγμένο βέβαια από τον ίδιο (παίζει επίσης αγγλικό κόρνο και πιάνο) ενώ διακρίνονται για το εξίσου εξαιρετικά λιτό – αλλά όχι και μινιμαλιστικό! – ύφος τους, είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από μια σολίστ του όμποε για τις συνθέσεις του Kurtág οι μόνες άλλες συμμετοχές είναι ενός μουσικού στο κλαρινέτο και το μπάσο κλαρινέτο και μιας σοπράνο στα λίγα φωνητικά κομμάτια. Ξεχωριστή στιγμή μιας μεγάλης διάρκειας σύνθεση του Holliger που εμπνέεται από επτά ποιήματα του ομοεθνή του ποιητή Philippe Jaccotteο ο οποίος μάλιστα ακούγεται να τα απαγγέλλει πριν από το αντίστοιχο με καθένα μουσικό μέρος. Τόσο αυτό όσο και τα υπόλοιπα έργα των δύο δημιουργών διαπνέονται από μια σπάνια εσωτερικότητα και ενσυνείδηση, με την μουσική να εκφράζει μόνον όσα πρέπει να ειπωθούν αφήνοντας εκτός τα αυτονόητα ή και όσα πρέπει να παραμείνουν ανείπωτα. Διόλου παράξενο αν αναλογιστούμε ότι ο Heinz Holliger συμπλήρωσε τον Μάιο τα ογδόντα χρόνια του και αντίστοιχα ο György Kurtág τον προσεχή Φεβρουάριο τα ενενήντα τέσσερα (!) αν και αμφότεροι παραμένουν ακμαιότατοι και ενεργοί. Αναμφίβολα όμως βέβαια είναι και οι δύο έτοιμοι για το μεγάλο τέλος, μέχρι όμως να συμβεί αυτό είναι παρόντες και δημιουργούν, πλούσιοι σε σοφία από τις μουσικές και όχι μόνον εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής. Το μόνο που έχω να τους ευχηθώ είναι να συνεχίσουν να το κάνουν ως και την ύστατη στιγμή...
Gianluigi Trovesi/Gianni Coscia – «La Mysteriosa Misica Della Regina Loanna» [ECM]
Για άλλη μια φορά η έμπνευση εδώ προέρχεται από την λογοτεχνία αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μι πολλή αγάπη και σεβασμό αφιέρωμα στην μνήμη ενός πολύ καλού φίλου. Ο ηλικίας ογδόντα οκτώ ετών ακορντεονίστας Gianni Coscia ήταν στενότατος φίλος του Ουμπέρτο Εκο, του μεγάλου Ιταλού διανοούμενου, θεμελιωτή της σημειολογίας και βέβαια, όπως αποδείχθηκε από μια στιγμή και μετά, θαυμάσιου πεζογράφου που πέθανε στις αρχές του ’18 σε ηλικία ογδόντα έξι ετών. Ενα περίπου χρόνο αργότερα ο Coscia μαζί με έναν άλλο φίλο του και τακτικότατο συνεργάτη του, τον εβδομηνταπεντάχρονο κλαρινετίστα Gianluigi Trovesi, αποφάσισε να τιμήσει την μνήμη του με έναν δίσκο και ως μέσο για αυτό επέλεξε το μυθιστόρημα του Εκο «The Mysterious Flame Of Queen Loanna» (2004) στο οποίο, διόλου συμπτωματικά, θεματικό επίκεντρο είναι η μνήμη.
Αυτό που επί της ουσίας έκαναν οι δύο μουσικοί, το να γράψουν δηλαδή ένα «soundtrack» του βιβλίου, έχει μεν ξαναγίνει αλλά ομολογουμένως το έκαναν με πάρα πολύ υψηλή έμπνευση και αισθητική. Παίζουν μερικά παλαιότερα κομμάτια που αναφέρονται στο βιβλίο όπως το πολύ γνωστό από την ταινία «Casablanca» «As Time Goes By» και το κλασικό «Moonlight Serenade» του Glenn Miller καθώς και οργανικές διασκευές μερικών δημοφιλών ιταλικών τραγουδιών των δεκαετιών του ’40 και του ’50 αλλά κυρίως γράφουν μια σειρά δικών τους εμπνευσμένων από το περιεχόμενο, την ατμόσφαιρα αλλά και το νόημα του βιβλίου. Το κλαρινέτο, περισσότερο ίσως και από την τρομπέτα, ήταν το κυρίαρχο όργανο στην jazz μέχρι και το τέλος της εποχής του swing ενώ αντίθετα το ακορντεόν είναι μάλλον ασυνήθιστο για το ιδίωμα και ακόμα πιο ασυνήθιστος ο συνδυασμός του μόνο με κλαρινέτο. Από την άλλη όμως είναι και ένα όργανο πολύ κοντά στην ιταλική λαϊκή μουσική και «ψυχή» και επίσης το ηχόχρωμα του είναι πολύ γλυκό και από την φύση του λίγο «παλαιικό». Άριστοι λοιπόν εκτελεστές αμφότεροι και με πολύ καλή «χημεία» μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας καταλήγουν αβίαστα σε ένα πολύ όμορφο και ευχάριστο αποτέλεσμα. Ενας δίσκος που σίγουρα μεν αναπολεί και θυμάται αλλά δίχως ούτε στιγμή να βυθίζεται σε μια στείρα και νοσηρή νοσταλγία μα αντίθετα με ένα μελαγχολικό ίσως αλλά και πλατύ χαμόγελο για όσα πέρασαν ανεπιστρεπτί αλλά δεν χάθηκαν καθώς διατηρούνται στα μυαλά και τις καρδιές μας. Εκείνες δηλαδή οι αναμνήσεις που είναι αληθινά πολύτιμες, ανεκτίμητη προίκα κάθε ανθρώπου...
Trio Antipodes – «Upside Downwards» [Rattle]
Ως γνωστόν η Νέα Ζηλανδία είναι μία πολύ μεγάλη σε έκταση χώρα – νησί στα νότια της Αυστραλίας (για την ακρίβεια η νοτιότερη χώρα της γης) που τυπικά ανήκει στη Βρετανική Κοινοπολιτεία αλλά επί της ουσίας βέβαια είναι ανεξάρτητη κοινοβουλευτική δημοκρατία και επίσης εξαιρετικά αραιοκατοικημένη, ο πληθυσμός της δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια με περίπου ένα εκατομμύριο επτακόσιες χιλιάδες από αυτούς/ές να κατοικούν στην πρωτεύουσα, το Οκλαντ. Παρόλα αυτά όμως ένας γηγενής ηχολήπτης, ο Steve Garden, με έδρα το ιδιόκτητο στούντιο του έχει εδώ και λίγα χρόνια δημιουργήσει μια δισκογραφική εταιρεία – πρότυπο, την Rattle Records. Το ρεπερτόρια της Rattle (την πλειοψηφία βέβαια των δίσκων της οποίας ηχογραφεί και είναι παραγωγός τους ο ίδιος ο Garden) είναι κατά κύριο λόγο η ευρύτερη σύγχρονη και συχνά δεόντως πειραματική μουσική αλλά και με αρκετές «προεκτάσεις» τόσο προς την μουσική των ιθαγενών κατοίκων της Νέας Ζηλανδίας, των Μαορί, όσο και προς την jazz.
Στο πλαίσιο της δεύτερης λοιπόν βρήκε στην Rattle στην κυριολεξία «φιλόξενο σπίτι» για τον τελευταίο δίσκο του ο Καναδός jazz κιθαρίστας Keith Price ο οποίος έχει μετοικήσει για κάποια χρόνια στη Νέα Ζηλανδία μετά από πρόσκληση της Σχολής Μουσικής του πανεπιστημίου του Οκλαντ για να διδάξει εκεί ως λέκτορας κιθάρα και αυτοσχεδιασμό (ναι, οι εκπαιδευτικές δομές της Νέας Ζηλανδίας είναι τόσο ευέλικτες ώστε όχι μόνο να επιτρέπουν αλλά ακόμα και να προτρέπουν σε τέτοιες μετακλήσεις σε αντίθεση με μια γνωστή μας χώρα η οποία αντίστοιχα είναι η νοτιότερη της Ευρώπης). Ο Keith Price γεννήθηκε στο Γουίνιπεγκ του Καναδά και πρώτος δάσκαλος του στην κιθάρα ήταν ο παππούς του. Από το ’09 μέχρι και το ’17 κυκλοφόρησε έξι albums, σόλο και με σχήματα διαφόρων μεγεθών ενώ το έβδομο, το «Upside Downwards», ηχογραφήθηκε λίγο πριν φύγει από τον Καναδά αλλά κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες από την Rattle. Είναι το πρώτο του Trio Antipodes, ενός τρίο προφανώς το οποίο εκτός από τον ίδιο αποτελείται από δύο εξαίρετους ομοεθνείς του μουσικούς, τον πιανίστα Jeff Presslaff και τον ντράμερ Graydon Craymer (απουσιάζει δηλαδή το κοντραμπάσο ή έστω ηλεκτρικό μπάσο, μια πολύ ενδιαφέρουσα ομοιότητα με το Neo-Platonic Trio του ημετέρου θαυμάσιου και ιδιαιτέρως ευρηματικού επίσης jazz κιθαρίστα Θόδωρου Καπηλίδη).
Το όνομα του γκρουπ προήλθε από τα αστεία που έκαναν μεταξύ τους τα μέλη του για το ότι ο Price επρόκειτο να μετοικίσει σύντομα από τον Καναδά στους «αντίποδες της γης» αλλά και κατ’ αντιστοιχία των ημισφαιρίων του πλανήτη με αυτά του εγκεφάλου μας τα οποία επιτελούν εντελώς αντίθετη αλλά και απολύτως συμπληρωματική μεταξύ τους λειτουργία. Τα τέσσερα μεγάλης διάρκειας κομμάτια του δίσκου στα οποία πολύ συχνά ο Price δίνει γενναιόδωρα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο υπέροχο πιάνο του Presslaff (άλλωστε και γενικότερα το κιθαριστικό ύφος του χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη οικονομία, ειδικά – και σε αντίθεση με τους περισσότερους jazz κιθαρίστες – όσον αφορά στα σόλο) εμπεριέχουν πολλά στοιχεία και αναφορές στην κλασική αλά και στη σύγχρονη μουσική καθώς και σε αρκετά άλλα ιδιώματα, παραδοσιακά και μη. Πρόκειται για ουσιώδη αλλά και πολύ όμορφη jazz με πολύ έντονη ακριβώς την αίσθηση των «ανοιχτών οριζόντων» καθώς εμπνέεται από τις αχανείς εκτάσεις τόσο του Καναδά όσο και της Νέας Ζηλανδίας αλλά και της απόστασης ανάμεσα σε αυτές τις δύο χώρες την οποία διήνυσε κυριολεκτικά και μεταφορικά ο Keith Price, πραγματικά δηλαδή σημερινή μουσική για «αυτόν τον κόσμο τον μικρό και ταυτόχρονα μέγα», αν μου επιτραπεί να παραλλάξω ελαφρά τον τόσο φιλοσοφημένο στίχο του Οδυσσέα Ελύτη.
Roger Manins/Ron Samsom/Michel Bénébig)Carl Lockett - «Shuffle» [Rattle]
Αν και είναι του τέλους του ’18 θεώρησα καλό να συμπεριλάβω και αυτή την, κανονική πλέον, κυκλοφορία της Rattle γιατί πολύ απλά είναι jazz υψηλοτάτου επιπέδου αλλά και περισσότερο από απολαυστική! Τα πράγματα σε αυτή την περίπτωση είναι πάρα πολύ απλά και σε μεγάλο βαθμό περιγράφονται ήδη με τον μονολεκτικό τίτλο. Shuffle είναι ο χαρακτηριστικός συγκοπτόμενος ρυθμός της λεγόμενης soul jazz και με αυτό ακριβώς το «υβριδικό» ιδίωμα στο οποίο τον πρώτο λόγο είχαν το Hammond organ και η ηλεκτρική κιθάρα έχουμε να κάνουμε εδώ. Οταν ο Νεοζηλανδός βιρτουόζος του Hammond Michel Bénébig αποφάσισε να κάνει έναν ανάλογο δίσκο χρειάστηκε πριν από όλα τον κατάλληλο κιθαρίστα και τον αναζήτησε βέβαια εκεί όπου γεννήθηκε το ιδίωμα, στην Αμερική. Τον βρήκε στο πρόσωπο του αρκετά ηλικιωμένου πλέον αλλά χωρίς αυτό να έχει επηρεάσει καθόλου τις ικανότητες του Carl Lockett, ενός πολύ σπουδαίου μουσικού ο οποίος έχει παίξει με θρύλους του Hammond και πριν από όλους τον κορυφαίο Jimmy Smith. «Πείραξαν» μάλιστα την μορφή του organ trio που παραδοσιακά κυριαρχούσε στην soul jazz (το κοντραμπάσο σε αυτή την περίπτωση δεν χρειάζεται γιατί αναπληρώνεται από τα bass pedals του organ) προσθέτοντας και έναν τέταρτο μουσικό εκτός από τον ντράμερ Ron Samsom, τον σαξοφωνίστα Ron Samsom.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν πολύ απλά, τέσσερα μεγάλης διάρκειας κομμάτια με το Hammond να «κόβει» και την κιθάρα να «ράβει» αλλά και το αντίστροφο, τα ντραμς να παίζουν έναν ακατανίκητο να του αντισταθείς ρυθμό που βάζει σε κίνηση τα πόδια σου δίχως καν να το αντιληφθείς και το σαξόφωνο να...«κεντάει» στο φόντο. Οταν μάλιστα οι δύο εξαίρετοι βασικοί συντελεστές συντονίζονται απόλυτα και αρχίζουν να...απογειώνονται με τα gospel στοιχεία – που, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην soul jazz – να γίνονται όλο και πιο εμφανή μπορείς να πεις και ότι το σύνολο στην κυριολεξία...παίρνει φωτιά! «Παλαιομοδίτικος» ίσως αλλά και άριστος jazz δίσκος!
Keith Jarrett – «The Well Tempered Clavier (Book 1)» [ECM]
Υπάρχει ένας συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο αποφάσισα να ολοκληρώσω το κείμενο με ένα CD με έργα...Μπαχ και αυτός δεν είναι το ότι τα παίζει ένας κατά βάση jazz μουσικός ούτε το ότι ο δίσκος κυκλοφορεί από μια κατεξοχήν jazz εταιρεία της οποία μάλιστα ο πρώτος είναι από τα πλέον εμβληματικά ονόματα καθώς κυκλοφορεί albums σε αυτήν ήδη από το ’71, αρχικά παράλληλα με τις κυκλοφορίες του και σε άλλες και από το ’76 πλέον αποκλειστικά. Ο Keith Jarrett αναμφίβολα είναι ένας από τους πέντε κορυφαίους πιανίστες της Ιστορίας της jazz, κάποιοι λένε – και ίσως καθόλου αδικαιολόγητα – ο μεγαλύτερος εν ζωή jazz πιανίστας. Ισως βέβαια να είναι καλύτερα να αντικαταστήσουμε την λέξη «πιανίστας» με «μουσικός» καθώς μιλάμε για κάποιον που, νεότατος ακόμα, είχε συνεργαστεί με μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα του ιδιώματος πριν καν αρχίσει την προσωπική διαδρομή του η οποία περιλαμβάνει εργασίες με μεγαλύτερα και μικρότερα σχήματα, εκπληκτικά ντούο με συμπράξεις με άλλους εξαίρετος jazz βιρτουόζους αλλά και πάρα πολλές σόλο – και συνήθως καθαρά αυτοσχεδιαστικές - εμφανίσεις αρκετές από τις οποίες ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε δίσκο.
Εδώ όμως αρχίζουν οι μεγάλες διαφορές καθώς δεν είναι πολλοί – υπάρχει άραγε άλλος; - οι πιανίστες που να έχουν κυκλοφορήσει ένα ολόκληρο album στο οποίο έπαιζαν μόνο...Hammond organ, ούτε να έχουν πραγματοποιήσει συναυλίες στις οποίες, εκτός από πιάνο, να έπαιζαν επίσης Hammond αλλά και σοπράνο σαξόφωνο και επιπλέον να χρησιμοποιούσαν και την φωνή τους! Η μεγαλύτερη όμως διαφορά του από όλους τος υπολοίπους είναι ότι οι jazz πιανίστες είτε ξεκινούν απευθείας με αυτό το ιδίωμα είτε, ακόμα και αν είχαν αρχίσει με κλασικές σπουδές, εγκαταλείπουν την κλασική μουσική για χάρη της jazz. O Jarrett, «παιδί θαύμα» του πιάνου, ήταν ίσως ο μοναδικός που δεν το έκανε αυτό. Εισήλθε στην jazz χωρίς να αφήσει την κλασική, ενσωμάτωσε πάρα πολλά στοιχεία της δεύτερης στο πως έπαιζε την πρώτη και απλά από εκεί και πέρα επιδιδόταν και στις δύο παράλληλα, αν και φυσικά ποσοτικά η jazz πάντα υπερτερούσε κατά πολύ.
Εβδομήντα τεσσάρων ετών πια έχει επιπλέον πολλά προβλήματα υγείας που τον έχουν υποχρεώσει να ελαττώσει δραστικά τις ζωντανές εμφανίσεις του αλλά όχι και τις ηχογραφήσεις του. Μάλιστα, ίσως για να αναπληρώσει την απουσία του από τις συναυλίες, τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί συνεχώς live albums, ηχογραφήσεις δηλαδή παλαιότερων εμφανίσεων του. Μα τέτοια περίπτωση είναι και το συγκεκριμένο, ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη τον Μάρτιο του 1987, ένα μόλις μήνα μετά την κανονική (στούντιο) ηχογράφηση του του ιδίου έργου του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Το έργο αυτό, το «The Well Tempered Clavier (Book 1)» (ή «Το Καλά Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο» όπως είναι πιο γνωστό στα ελληνικά) είναι ένας από τους ογκόλιθους του συνολικού του θεμελιωτή της κλασικής/δυτικής μουσικής παράδοσης με τον οποίο κάθε σημαντικός/ή κλασικός/ή πιανίστας/ια θα αναμετρηθεί περισσότερες από μια φορές στην διαδρομή του. Ο ίδιος ο Jarrett λέει ότι «όταν παίζω Μπαχ είναι σαν να ακούω την ίδια την μουσική σκέψη του, δεν έχω παρά να ερμηνεύσω με ακρίβεια την παρτιτούρα, δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να παρέμβω ούτε στο ελάχιστο». Χωρίς βέβαια να αμφισβητώ την ειλικρίνεια ή την ορθότητα των λόγων του αλλά...η ρευστότητα των φράσεων, οι ρυθμικοί τονισμοί του αριστερού χεριού στις χαμηλές οκτάβες του κλαβιέ, η «κοφτή» χρήση του πεντάλ δεν είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν ακόμα και κορυφαίους κλασικούς σολίστ του πιάνου. Είναι - κυριολεκτικά και μεταφορικά - το άγγιγμα ενός πολύ μεγάλου jazzzman, το αλάθητο ένστικτο ενός κολοσσιαίου αυτοσχεδιαστή, η μουσική μεγαλοφυία (και όχι απλά ταλέντο) που ακούει στο όνομα Keith Jarrett…και ο λόγος για τον οποίο συμπεριέλαβα αυτό το διπλό CD στο κείμενο!