Ου φίλημα σοι δώσω καθάπερ ο Ιούδας
(Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου)
Νέα χρονιά και ας αναστοχαστούμε στα βασικά συμφωνώντας ότι Πολιτισμός πρωτίστως είναι η κρέμα που μένει όταν βράζουν, χρόνια και αιώνες, στο ζουμί τους τ′ ανθρώπινα σύνολα. Και πως κάθε κοινωνική δράση, θετική ή αρνητική, παράγει ένα πολιτισμικό υπερπροϊόν. Δηλαδή δημιουργεί εκείνη την άλω που αργότερα ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι θα μελετούν ως τον βασικό συγκολλητικό ιστό της πορείας από τις δεξιότητες του Homo Sapiens στα παιχνίδια του Homo Ludens.
Ενώ όμως ο πολιτισμός αφορά τη συντονισμένη ζωή των ομάδων, τους θεσμούς, τις αισθητικές τους επιλογές, τις εκφραστικές εμμονές τους ή το πώς πολεμάνε, αγαπιούνται ή και πεθαίνουν, η τέχνη ακολουθεί έναν πολύ πιο μοναχικό δρόμο.
Η τέχνη είναι απότοκος της μοναχικής επιλογής, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο το άτομο αποφασίζει να μιλήσει στον εαυτό του -πρωτίστως- για την αγάπη, τον θάνατο, την τρέλα ή την επιθυμία που κατακλύζουν τα υπόλοιπα ανθρώπινα όντα.
Βέβαια, εν αρχή ην ο πολιτισμός, δηλαδή η συνείδηση του ανθρώπου ως προς το ανήκειν σε μια ομάδα. Ήταν τότε που τα πάντα, το κυνήγι, η μάχη, η ταφή των προσφιλών, ο γάμος, η γέννηση, η συλλογή των καρπών, η μετακίνηση των φυλών συνιστούσαν ιεροτελεστίες, εκφράσεις του μεταφυσικού δέους: της ευφορικής χαράς για το υπάρχειν -αρχαϊκό, δηλαδή μειδίαμα- και του ιερού φόβου για το επέκεινα.
Ενός φόβου που δεν είχε καθόλου να κάνει με τη σημερινή απόκρυψη του θανάτου, την οφθαλμαπάτη του ”μη τέλους” με την οποία εκπαιδεύονται οι σημερινές κοινωνίες· αυτές που εξορίζουν το πένθος υπέρ μιας διαρκούς, στανικής διασκέδασης μέχρις εσχάτων. Κάτι τέτοιο όμως δεν εξοστρακίζει τον θάνατο.
Αντιθέτως... Στις αρχαϊκές κοινωνίες ο θάνατος είναι η φυσική συνέχεια της ζωής. Η Πενθεσίλεια θλίβεται όχι επειδή πεθαίνει αλλά επειδή τη στιγμή του θανάτου της δέχεται κατάστηθα το βλέμμα του έρωτα μέσα από τα μάτια του εκτελεστή της. Πρόκειται για το ανάλογο του «Για δες καιρό που διάλεξε κ.λπ.» της θυσίας στην Αλαμάνα.
Διερωτώμαι: - Γιατί δεν μοιρολογούνε πια τους νεκρούς τους οι άνθρωποι; Γιατί δεν τους ξενυχτάνε όπως άλλοτε στα κατάφωτα σαλόνια των σπιτιών τους; Ποιος πολιτισμός τους επιβάλλει να κλείνουν το αγαπημένο σώμα σ′ ένα ψυγείο εκείνη την κρίσιμη νύχτα προ της ταφής και οι ίδιοι να καταφεύγουν στα Lexotanil ή τα Ladose μήπως και ξεχάσουν, μήπως και κοιμηθούν, μήπως και δεν νιώσουν πόσο δίπλα τους είναι ο θάνατος; Αλίμονο αν θρηνούσε έτσι τον νεκρό Πάτροκλο ο Αχιλλέας ή την κυρά της την Ηγησώ η θλιμμένη θεραπαινίδα, η κόρη του σπαρακτικά συγκρατημένου επιτύμβιου στο Εθνικό Μουσείο (τέλος του Ε′ αι.).
Κατά τ′ άλλα, σαχλές ευχές όπως έχουμε ξαναπεί, που μόνο σαν αποτροπαϊκές καρικατούρες μπορούν ν′ ακουστούν του τύπου «να ‘στε καλά», «να ’στε πάντα καλά» και... «φιλάκια». Οι πάντες στέλνουν νοερά φιλάκια - με γονατίζουν τα συνεχή υποκοριστικά, αφού ούτε καν την ευθύνη ενός πραγματικού φιλιού δεν αναλαμβάνουν οι άνθρωποι αλλά καλύπτονται με...φιλάκια. Στο τραμ, στο μετρό, στα κινητά, στους δρόμους.
Αναρίθμητα κινητά «φιλάκια» βγάζουν τους βιαστικούς «φιλόφρονες» από την ευθύνη ενός αληθινού ασπασμού. Το φιλί λ.χ. στα χείλη του νεκρού συντρόφου, αυτό που έδωσε ο Ιμπραήμ στον Παπαφλέσσα αλλά δεν είδε η κ. Ρεπούση, αν θυμάστε, στο πλαίσιο της πολιτικής του συμψηφισμού των συναισθημάτων και της εξίσωσης των φιλιών. Εφόσον λοιπόν η ιστορία γράφεται με αμοιβαίους (;) συμβιβασμούς και προαποφασισμένες υποχωρήσεις, τότε και οι νέες γενιές ακριβοδίκαια διδάσκονται ότι φιλάμε τους ανθρώπους μόνο μέσα από τα κινητά και τους δίνουμε, αποκλειστικά, φιλάκια. Για να ’ναι πάντα καλά!
ΥΓ 1. Ο πολιτισμός (μας) αφορά συλλογικότητες, ενώ η τέχνη ατομικές περιπτώσεις. Αμφότερες βέβαια οι έννοιες συγκροτούν συγκοινωνούντα δοχεία αφού η τέχνη του ενός, υπό περιπτώσεις, επηρεάζει τον πολιτισμό των πολλών και αντίστροφα η ατομική έκφραση διαποτίζεται από την περιρρέουσαν ατμοσφαίραν. Όταν μάλιστα αυτή η ατμόσφαιρα φενακίζεται ή ανατρέπεται, τότε έχουμε avantgarde. Μόνο που για να υπάρξει πρωτοπορία απαιτείται οι άνθρωποι ν′ ανταλλάσσουν γροθιές και χαστούκια κι όχι...φιλάκια.
Οταν επέστρεψε ο Γιάννης Ψυχάρης στην Ελλάδα, δήλωσε: ”Θέλω δόξα και γροθιές”! Α propos το «Ταξίδι μου» κυκλοφόρησε το 1888, τη χρονιά που ο Νίτσε και ο Χαλεπάς έπαιρναν το δρόμο για το Ψυχιατρείο. Κι ο Βαν Γκογκ καλλιεργούσε τα πιο ομιλητικά και δακρυρροούντα ηλιοτρόπια στην ιστορία της κηπουρικής της τέχνης.
Σκεφθείτε: Ο Καντ θεωρούσε την αρχιτεκτονική των κήπων - ένα είδος κηπουρικής χώρων δηλαδή- ανώτερη από τη ζωγραφική! Επειδή βρισκόταν, έλεγε, πολύ κοντά στη δράση της φύσης. Της Natura Naturans. Τι σας λέω τώρα... Και για όποιον δεν κατάλαβε... φιλάκια!
ΥΓ 2. Με τρελαίνουν επίσης οι τύποι που στέλνουν φιλάκια στο πουθενά φλυαρώντας από ένα μανταλάκι που έχουν στ′ αφτί. Κάποτε όσοι μονολογούσαν στους δρόμους, θεωρούντο λοξοί. Σήμερα είναι must.
Α, και να μην το ξεχάσω. Επιστρέφουν οι Αρβύλες! Μετά τη διαπόμπευση η δικαίωση. Η άχραντη αισθητική της τηλε - θρησκείας.
***
Μάνος Στεφανίδης
Καθηγητής ιστορίας της τέχνης στο ΕΚΠΑ