Το 1983 στην μικρή πόλη της Αγγλίας Narborough ένα 15χρoνο κορίτσι με το όνομα Lynda Mann βιάζεται και δολοφονείται. Η σορός της εντοπίζεται μέσα στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Carlton Hayes. Οι αρχές δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν το δράστη αλλά εντοπίζουν ίχνη σπέρματος. Τρία χρόνια αργότερα ένα ακόμη 15χρονο κορίτσι, η Dawn Ashworth βιάζεται και δολοφονείται διά στραγγαλισμού στο κοντινό χωρίο Enderby. Το νέο δείγμα σπέρματος διαπιστώνεται πως ανήκει σε δράστη με την ίδια ομάδα αίματος όπως και στην πρώτη υπόθεση. Ένα 17χρονο αγόρι με μαθησιακές δυσκολίες, ο Richard Buckland καθίσταται ο κύριος ύποπτος. Εργαζόταν στο ψυχιατρικό νοσοκομείο όπου βρέθηκε νεκρή η Lynda και γνώριζε λεπτομέρειες για τη δεύτερη δολοφονία, που δεν είχαν δημοσιοποιηθεί. Δηλώνει ένοχος για τη δολοφονία της Dawn αλλά αρνείται πως είχε οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση της Lynda. Τότε οι αρχές καταφεύγουν στον σερ Alec Jefferys ο οποίος τη δεκαετία του 1980 είχε διαπιστώσει πως οι διαφορές που εντοπίζονται στον γενετικό κώδικα των ανθρώπων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ταυτοποίηση ατόμων και είχε αναπτύξει και συγκεκριμένη μέθοδο. Από την ανάλυση των δειγμάτων σπέρματος διαπιστώνεται πως ο δράστης στις δύο υποθέσεις είναι το ίδιο πρόσωπο αλλά το DNA δεν ταίριαζε με αυτό του Buckland, o οποίος έγινε και ο πρώτος ύποπτος που απαλλάχθηκε των κατηγοριών μέσω ανάλυσης DNA. Οι αρχές το 1987 προχωρούν στη λήψη αίματος και σάλιου από 4.000 άνδρες, ηλικίας 17 έως 24 ετών που ζουν στις δύο περιοχές όπου διαπράχθηκαν τα εγκλήματα και δεν είχαν άλλοθι. Τα δείγματα συγκρίνονται αλλά κανένα γενετικό προφίλ δεν ταιριάζει με το DNA από τα δείγματα σπέρματος. Η έρευνα επεκτείνεται και σε άλλους άνδρες της περιοχής που είχαν άλλοθι. Και πάλι τα αποτελέσματα είναι αρνητικά. Λίγους μήνες μετά μια γυναίκα εμφανίζεται και καταθέτει πως άκουσε έναν νεαρό, ονόματι Ιan Kelly να λέει πως στο πλαίσιο των ερευνών είχε δώσει δείγμα αίματος για λογαριασμό του φίλου του Colin Pitchfork. Ο νεαρός συλλαμβάνεται και το DNA του ταυτίζεται με αυτό του δράστη στις δύο υποθέσεις. Ήταν ο πρώτος ύποπτος που οδηγήθηκε ενώπιων της Δικαιοσύνης με βασικό αποδεικτικό υλικό το DNA. Καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 30 ετών. Η εξαπάτηση του βέβαια θα μπορούσε να μην είχε αποκαλυφθεί ποτέ, όπως ούτε η ενοχή του...
Κάπως έτσι, πριν από 30 και πλέον χρόνια, γεννήθηκε η δικανική γενετική, ο πολύτιμος σήμερα σύμμαχος των διωκτικών αρχών στην αναζήτηση υπόπτων εγκληματικών πράξεων. Από τότε όμως έχουν αλλάξει πολλά και οι βεβαιότητες που φαινόταν να παρέχει η πρωτοποριακή μέθοδος του Jefferys αλλά και ο ενθουσιασμός, έχουν κάπως ξεθωριάσει…
DNA πρωτίστως για την αθώωση και όχι την ενοχή
Σήμερα, «το DNA βρίσκεται στο σκαμνί του κατηγορούμενου…» θα μας πει o δρ. Γιώργος Φιτσιάλος, γενετιστής-μοριακός βιολόγος, ιδρυτής των διαπιστευμένων εργαστηρίων δικανικής γενετικής DNAlogy, πραγματογνώμονας στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αλλά και για τις ελληνικές δικαστικές αρχές και προσφάτως τεχνικός σύμβουλος στην υπόθεση της Ηριάννας. Βέβαια σε αυτό το εδώλιο όπως θα μας δώσει να καταλάβουμε, όσο κουβεντιάζουμε για την αξιοποίηση του DNA σε ποινικές υποθέσεις, δεν κάθεται η επιστήμη και οι νέες τεχνολογίες αλλά, ο στρεβλός τρόπος με τον οποίο τόσες και τόσες φορές οι άνθρωποι προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τις συχνά τρομακτικές δυνατότητες αυτών των κλάδων. Συχνά και σε βάρος άλλων. Και αυτή η συζήτηση που έχει ανοίξει δεν είναι μόνο ένα ελληνικό φαινόμενο αλλά διεθνές ακόμη και εάν στη χώρα η δημόσια συζήτηση άρχισε με τις υποθέσεις του Τάσου Θεοφίλου και της Ηριάννας. Στην τελευταία μάλιστα, στοιχεία της οποίας θα επικαλεστεί αρκετές φορές ο κ.Φιτσιάλος, φαίνεται να συναντάμε πολλά από τα ζητήματα που σχετίζονται με τους προβληματισμούς που διατυπώνονται και ξεκινούν από τους χώρους των εργαστηρίων και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων και φτάνουν, όπως φαίνεται σε ξεχωριστό μέρος της έρευνας μας, στην αξιολόγηση αυτών από προανακριτικές αρχές και δικαστήρια.
“Υπάρχουν πολλά προβλήματα ερμηνείας…απαιτείται η εφαρμογή στατιστικών μεθόδων…πρακτικές που σε διεθνές επίπεδο είναι κοινές, στην Ελλάδα εφαρμόζονται περίπου τον τελευταίο ενάμιση χρόνο…Και θυμίζω ότι το DNA στην Ελλάδα χρησιμοποιείται πάρα πολλά χρόνια. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι, όσο πηγαίνουμε πιο πίσω, πως όλα γίνονταν πάντα σωστά;”
H εμπειρία του μάλιστα, τον οδηγεί λίγο πριν «κλείσουμε» αυτή την συνέντευξη να δηλώσει- όπως κάνουν και πολλοί άλλοι συνάδελφοί του αλλά και νομικοί στις μέρες μας- πως υποθέσεις ανάλογες με αυτές της Ηριάννας προκαλούν μεγάλη ανησυχία στην επιστημονική κοινότητα. «Αυτό που συζητείται όλο και πιο έντονα είναι πως το DNA θα πρέπει να χρησιμοποιείται περισσότερο για την αθώωση, την απαλλαγή του κατηγορουμένου και τον αποκλεισμό του υπόπτου και όχι για την ταυτοποίηση υπόπτων. Γνωρίζοντας μάλιστα πλέον πόσο εύκολο είναι να βρεθεί το DNA οποιουδήποτε και οπουδήποτε επιμένουμε πως απαιτείται να υπάρχει πρόσθετο πολύ ισχυρό αποδεικτικό υλικό, για να αποδώσουμε και στο DNA τη βαρύτητα που του πρέπει. Το DNA δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι το βασικό αποδεικτικό στοιχείο πάνω στο οποίο χτίζονται και λύνονται υποθέσεις. Και τονίζω πως εδώ μιλάμε για ανθρώπινες ζωές. Για ανθρώπους που η ζωή τους μπορεί να καταστραφεί με μια ποινή κάθειρξης και φυσικά αφορά και τον ορθό τρόπο απόδοσης Δικαιοσύνης που αγγίζει τόσο το κοινωνικό σύνολο όσο και την οικογένεια ενός θύματος».
Τι έχει καταφέρει μέχρι σήμερα η δικανική γενετική
Σε αυτό το τμήμα της έρευνας εστιάζουμε πρωτίστως στο πιο επιστημονικό κομμάτι και εν μέρει, από την σκοπιά ενός επιστήμονα βλέπουμε τον τρόπο που αξιοποιούνται τα επιστημονικά ευρήματα από τις αρχές. Για να κατανοήσουμε όμως τα προβλήματα που προκύπτουν, πρέπει να δούμε πρώτα τι είναι αυτό που έχει καταφέρει η δικανική γενετική και να εστιάσουμε στις προκλήσεις του σήμερα…
Φανταστείτε λοιπόν μια διπλή αλυσίδα, που το σχήμα της μοιάζει με σπιράλ. Αυτή είναι η εικόνα του DNA μας όταν το οπτικοποιούμε. Εάν μπορούσαμε να βάλουμε στη σειρά όλο το DNA που περιέχεται σε ένα ανθρώπινο κύτταρό θα είχε μήκος 2μ. Εάν κάναμε το ίδιο για το σύνολο του DNA του ανθρώπινου οργανισμού, το μήκος του θα μπορούσε να είναι μιάμιση φορά η απόσταση της Γης από τον Ήλιο. Όλο αυτό χωρίζεται σε δύο μέρη: το κωδικοποιημένο που είναι κοινό σε όλους τους ανθρώπους και αφορά την ιατρική επιστήμη και το μη κωδικοποιημένο που ανέρχεται στο 98%, που είναι και αυτό που μας βοηθάει να εντοπίσουμε διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και κατά τη σύγκριση δειγμάτων να διαπιστώσουμε εάν υπάρχει ταύτιση του ενός με το άλλο. Κάθε φορά λοιπόν που αναφερόμαστε στο DNA που βρέθηκε στον τόπο διάπραξης ενός εγκλήματος, ένας γενετιστής εξετάζει συγκεκριμένους «γενετικούς τόπους»-«διευθύνσεις» όπως αποκαλούνται- οι οποίοι διαφοροποιούν το ένα άτομο από το άλλο και εξάγουν γενετικά προφίλ. Στα πλέον σύγχρονα εργαστήρια εξετάζονται πλέον 24 τέτοιοι γενετικοί τόποι, κατά κανόνα στο πλαίσιο της δικανικής γενετικής εξετάζονται 16-17. Και πάλι όμως είναι μια μικρή «διεύθυνση», μια κουκκίδα σε μια αλυσίδα που μοιάζει να είναι ατελείωτη…
Από εδώ και πέρα ξεκινούν τα προβλήματα, που πάντα σχετίζονται με τον ανθρώπινο παράγοντα και την αξιολόγηση και ερμηνεία των ευρημάτων. Ο κίνδυνος σφάλματος, στην δικανική γενετική, όπως εξηγεί ο δρ. Φιτσιάλος δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των διευθύνσεων που εξετάζονται. «Κοιτάμε τους λεγόμενους πολυμορφικούς γενετικούς τόπους. Σήμερα εκτιμάται πως ο συνδυασμός 17 τέτοιων γενετικών τόπων μας δίνει μια μοναδικότητα ενώ των 6, 7, 8 ίσως όχι. Στο σκέλος της αξιολόγησης όμως του ευρήματος ξεφεύγουμε από τη γενετική και πάμε στην επιστήμη της στατιστικής. Το θέμα εδώ δεν είναι ποσοτικό. Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορούμε να κάνουμε απόλυτη ταυτοποίηση πχ με 6 δείκτες και να μην μπορούμε να κάνουμε το ίδιο με 10».
«Hριάννα»: Case study για όλα όσα μπορούν να γίνουν λάθος;
Μπορεί λοιπόν να χρειαστούν λοιπόν ακόμη και 15 γενετικοί τόποι για να βεβαιώσουμε τη μοναδικότητα και να πούμε πως πράγματι αυτό το γενετικό αποτύπωμα μπορεί να αποδοθεί σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο.
Στην περίπτωσης της Ηριάννας, όπως μας εξηγεί μνημονεύοντας μια υπόθεση πολύ γνωστή στο ευρύ κοινό, «εξετάστηκαν 7 γενετικοί τόποι οι οποίοι όμως δεν δίνουν μοναδικότητα άρα εκ των πραγμάτων το DNA που βρέθηκε δεν μπορεί να αποδοθεί σε κανέναν και φυσικά ούτε στην Ηριάννα». Και αυτή, όπως τονίζει, δεν είναι μια προσωπική άποψη αλλά μια τεκμηριωμένη θέση βάσει των κατευθύνσεων της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Γι’ αυτό «αυτή η περίπτωση έχει προβληματίσει πολλούς συναδέλφους μου στο εξωτερικό με τους οποίους συνεργαζόμαστε και μιλάμε για υποθέσεις που έχουμε χειριστεί…».
Στην πορεία της συζήτησης ο δρ. Φιτσιάλος θα μνημονεύσει αρκετές φορές ακόμη την Ηριάννα, αφού όπως σχολιάζει η περιπέτειά της είναι ένα εξαιρετικό «case study» για το πόσα λάθη μπορεί να γίνουν σε μια τέτοια υπόθεση.
Τα προβλήματα βέβαια, γενικότερα σε ότι αφορά την ορθή αξιοποίηση των εργαλείων που παρέχει η ανάλυση DNA δεν αφορούν μόνο την απόδειξη της «μοναδικότητας», που ίσως να είναι και η πιο εύκολη περίπτωση.
Παραδόξως φαίνεται να είναι η ίδια η ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας που στήνει «παγίδες» αφού όσο περισσότερο αναπτύσσονται τόσοι περισσότεροι γρίφοι θα πρέπει να απαντηθούν και από αυτές τις απαντήσεις εξαρτώνται ανθρώπινες ζωές.
“Οι αρχές βρήκαν στο μπουφάν που φορούσε ο δράστης μίας ληστείας γενετικό προφίλ τεσσάρων ατόμων. Συλλαμβάνουν και ασκούν διώξεις σε ένα άτομο το DNA του οποίου ταυτοποιήθηκε. Στο δικαστήριο επιχειρηματολογούμε πως εκ των πραγμάτων το μπουφάν την ώρα της ληστείας μπορούσε να το φοράει ένα μόνο άτομο και τα άλλα τρία προφανώς σε προγενέστερο χρόνο. Μάλιστα ο συγκεκριμένος ύποπτος ήταν σε άλλη περιοχή την ημέρα της ληστείας. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος καταδικάστηκε σε 20 χρόνια. Γιατί; Γιατί δεν είχαν βρει τους άλλους τρεις”
Το τρομακτικό «ταξίδι» του DNA. Γρίφος και δύο άγνωστοι “x”
«Σήμερα έχουμε κατανοήσει πλέον πολύ καλά πως το DNA δεν δίνει απαντήσεις στα δύο πιο βασικά ερωτήματα: το πώς και πότε». Το πρώτο πρόβλημα, όπως λέει, είναι πως γνωρίζουμε πια πως όπου και εάν κινούμαστε αφήνουμε χιλιάδες κύτταρα. Εάν ακουμπήσουμε κάποιον και στη συνέχεια ακουμπήσουμε ένα αντικείμενο αυτομάτως μεταφέρουμε και το γενετικό υλικό του ατόμου που αγγίξαμε. «Προκύπτει λοιπόν ένα σοβαρό ζήτημα γιατί φυσικά κατά την εξέταση αυτού του αντικειμένου έχουμε πλέον τη δυνατότητα με τη βοήθεια της τεχνολογίας που εξελίσσεται να βρούμε πολλαπλό DNA. Τι θα κρατήσουμε και τι θα απορρίψουμε αφού στις μέρες μας μπορούμε να ανιχνεύσουμε το DNA οποιουδήποτε ανθρώπου βρέθηκε κάποια στιγμή σε ένα σημείο που τελέστηκε κάποιο έγκλημα;».
Φαντάζει τρομακτικό αλλά είναι η πραγματικότητα με την οποία οι γενετιστές αλλά και οι προανακριτικές και δικαστικές αρχές θα πρέπει να μάθουν αναμετριόνται. «Πριν κάποια χρόνια παρουσιάζαμε ένα εύρημα στις αρχές και λέγαμε: αυτό είναι, βρέθηκε το DNA του δράστη. Εδώ και 15 χρόνια όμως, ένα τέτοιο εύρημα δεν σημαίνει πλέον όσα σήμαινε τότε. Δεν λύνει την υπόθεση. Γιατί; Γιατί πολύ απλά στην εξίσωση που πρέπει να λύσουμε μπήκε ένας άγνωστος x : το πότε. Και είναι εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζουμε πότε το DNA που εντοπίσαμε εναποτέθηκε στο χώρο του εγκλήματος. Μπορεί να ήταν πριν από μια μέρα ημέρα, μπορεί όμως να εναποτέθηκε και ένα χρόνο πίσω».
Πολύ χαρακτηριστική η υπόθεση δολοφονίας ενός άνδρας ο οποίος βρέθηκε νεκρός μέσα σε κάδο απορριμμάτων. Οι αρχές εντόπισαν βιολογικό υλικό κάτω από τα νύχια του θύματος αλλά αυτό δεν ταυτοποιήθηκε όπως ούτε αυτό που βρέθηκε στο σκοινί και στο μαξιλάρι που ο δράστης χρησιμοποίησε για να δέσει το θύμα και να του κλείσει το στόμα και τη μύτη. Σε ένα κουτάκι μπίρας όμως και σε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια βρέθηκε- μεταξύ άλλων- και το DNA ενός Μαροκινού που ενοικίαζε ένα από τα δωμάτια που διέθετε το θύμα. Ο Μαροκινός ουδέποτε αρνήθηκε πως έμενε στο δωμάτιο, και άρα το βιολογικό του υλικό ήταν αναμενόμενο να βρεθεί στα δύο αυτά αντικείμενα. Η αστυνομία όμως τον συνέλαβε και ο ίδιος ομολόγησε αλλά όπως υποστήριξε στη συνέχεια η ομολογία ήταν προϊόν εξαναγκασμού. «Αυτός ο άνθρωπος, βάσει των συγκεκριμένων στοιχείων έχει καταδικαστεί, σε πρώτο βαθμό, σε ισόβια κάθειρξη…».
Ακολουθεί όμως το επίσης δύσκολο να απαντηθεί ερώτημα του «πώς», δηλαδή πώς το βιολογικό υλικό που βρέθηκε εναποτέθηκε στον τόπο εγκλήματος. «Γιατί είδους μεταφορά DNA μπορεί να μιλάμε; Ήταν πρωτογενής μεταφορά; Ακούμπησα; Ήμουν στο σημείο και πχ μίλησα; Μήπως ήταν δευτερογενής; Έκανα δηλαδή μια χειραψία; Ή πήρες το στιλό μου άρα και τα κύτταρά μου; Εν ολίγοις σήμερα η επιστήμη έχει τεκμηριώσει πως έχουμε μέχρι και τεταρτογενής μεταφορά. Αυτό το ταξίδι του DNA είναι τρομακτικό».
Και τίθεται πάλι το ερώτημα: τι αφήνεις και τι κρατάς;
“Στη δίκη της Ηριάννας…αντικρούσαμε τους ισχυρισμούς της αστυνομίας. Αποδείξαμε πως το DNA που βρέθηκε ήταν κακής ποιότητας ενώ η αστυνομία υποστήριζε πως ήταν καλής. Έλεγε πως η ποσότητα του γενετικού υλικού ήταν μεγάλη και εμείς αποδείξαμε πως ήταν μικρή. Η αστυνομία δεν μπόρεσε καν να υποστηρίξει την αρχική της θέση πως το εύρημα εξασφαλίζει μοναδικότητα. Παρ′ όλα αυτά, το αποτέλεσμα είναι γνωστό…”
«Συναξιολόγηση», η λέξη-κλειδί
Η απάντηση σε όλα αυτά τα πρόβλημα, συμπυκνώνεται κατά τον ίδιο σε μια μόνο λέξη: συναξιολόγηση. Τόσο των ίδιων των ευρημάτων γενετικού υλικού αλλά και φυσικά ορθή συνεκτίμηση των ευρημάτων DNA με οποιοδήποτε διαθέσιμο πρόσθετο αποδεικτικό υλικό (πχ μαρτυρικές καταθέσεις κλπ).
Το τι μπορεί να συμβεί εάν αυτό δεν γίνει; Ο κ.Φιτσιάλος απαντά και πάλι με την περίπτωση της Ηριάννας. «Στην υπόθεση της Ηριάννας έχουμε 5 όπλα, 280 κάλυκες και 47 δειγματοληψίες. Το DNA στο οποίο ανήκει το γενετικό αποτύπωμα που βρέθηκε, συναντάται μόνο μια φορά σε ένα μόνο πειστήριο. Στο ίδιο το πιστόλι μάλιστα έχουμε βρει πέντε διαφορετικά αποτελέσματα. Μια άλλη γυναίκα, έναν άλλο άνδρα, δύο ευρήματα χωρίς DNA και μισό DNA που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κανέναν αλλά οι αρχές το αποδίδουν στην Ηριάννα. Και τίθεται επιπλέον το ερώτημα: όποιος και εάν είναι αυτός στον οποίο ανήκει το DNA δεν θα είχε έρθει σε επαφή και με άλλα από τα πειστήρια που παρουσιάστηκαν;».
«Το έχω πει και θα το ξαναπώ. Το DΝΑ είναι στο σκαμνί της Δικαιοσύνης γιατί υπάρχει κίνδυνος να βάλει αθώους ανθρώπους στη φυλακή. Δεν κρίνω τη Δικαιοσύνη αλλά θα επιμείνω πως πρέπει γίνεται ορθή αξιολόγηση των επιστημονικών ευρημάτων που παρουσιάζονται από όλους τους εμπλεκόμενους στη διαλεύκανση μιας υπόθεσης».
Εξάλλου το πρόβλημα δεν ξεκινά στις δικαστικές αίθουσες αλλά, κάποιες φορές, φαίνεται να καταλήγει σε αυτές. Τα σφάλματα μπορεί να διαπερνούν όλα τα στάδια, δημιουργώντας μια μακρά αλυσίδα: ξεκινώντας από τον εργαστηριακό έλεγχο και την ανάλυση DNA, περνώντας στην αποτύπωση εκτιμήσεων στην σχετική πραγματογνωμοσύνη (σ.σ. στη χώρα μας αρμόδια είναι η Υποδιεύθυνση Βιολογικών Εξετάσεων και Αναλύσεων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ) και ακολούθως στην (μη) ορθή αξιολόγηση ευρημάτων DNA συνδυαστικά με άλλα στοιχεία της υπόθεσης από την αστυνομία και τέλος τη Δικαιοσύνη.
«Υπάρχουν πολλά προβλήματα ερμηνείας. Για να αποφανθεί κανείς ποια είναι τελικά η πραγματική αξία του αποτελέσματος που έχει στα χέρια του μετά την ανάλυση του DNA δεν φτάνει μόνο να κάνει σωστά τη δουλειά μέσα στο εργαστήριο. Για την ερμηνεία του αποτελέσματος απαιτείται η εφαρμογή στατιστικών μεθόδων. Και ακόμη μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα όταν έχουμε μεικτά γενετικά προφίλ, δύο ή τριών ατόμων οπότε η στατιστική ανάλυση είναι επιτακτική. Αυτές οι πρακτικές που σε διεθνές επίπεδο είναι κοινές, στην Ελλάδα εφαρμόζονται περίπου τον τελευταίο ενάμιση χρόνο…Και θυμίζω ότι το DNA στην Ελλάδα χρησιμοποιείται πάρα πολλά χρόνια. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι, όσο πηγαίνουμε πιο πίσω, πως όλα γίνονταν πάντα σωστά;».
“Οι στρεβλώσεις ξεκινούν και από την αντίληψη που επικρατεί πως «τα πειστήρια είναι ιδιοκτησία, κατά κάποιο τρόπο, της Αστυνομίας. Αυτό όμως είναι λάθος. Τα πειστήρια είναι κτήμα της Δικαιοσύνης και αυτή αποδίδεται στο πλαίσιο μιας ευρείας διαδικασίας με τη συμβολή όλων των ενδιαφερόμενων μερών»”
Όταν το DNA γίνεται «θεός»…αθώοι μπορεί να πάνε φυλακή
Και πράγματι. Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα πως δεν έγιναν λάθη και κάποιοι άνθρωποι δεν βρίσκονται ίσως ακόμη και σήμερα στη φυλακή. Είτε επειδή πριν χρόνια εξετάζονταν μόνο 5-6 γενετικοί τόποι αντί για τουλάχιστον 17 σήμερα προκειμένου να εξασφαλιστεί «μοναδικότητα». Ότι, δεν υπήρξαν εσφαλμένες ερμηνείες αποτελεσμάτων σε περιπτώσεις μεικτών γενετικών προφίλ αφού είναι τόσο δύσκολο να απαντηθεί «το πότε και το πώς» και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια της στατιστικής…Αυτά τα ερωτήματα όμως, αν και τα πιο κρίσιμα, ουδείς θα ήθελε να τα απαντήσει.
Πολύ χαρακτηριστική για το θέμα της ερμηνείας και της συναξιολόγησης των ευρημάτων από τις αρχές και μια υπόθεση ληστείας την οποία θυμάται ο κ.Φιτσιάλος. «Οι αρχές βρήκαν στο μπουφάν που φορούσε ο δράστης της ληστείας γενετικό προφίλ τεσσάρων ατόμων. Συλλαμβάνουν και ασκούν διώξεις σε ένα άτομο το DNA του οποίου ταυτοποιήθηκε. Στο δικαστήριο επιχειρηματολογούμε πως εκ των πραγμάτων το μπουφάν την ώρα της ληστείας μπορούσε να το φοράει ένα μόνο άτομο και τα άλλα τρία προφανώς σε προγενέστερο χρόνο. Μάλιστα ο συγκεκριμένος ύποπτος ήταν σε άλλη περιοχή την ημέρα της ληστείας. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος καταδικάστηκε σε 20 χρόνια. Γιατί; Γιατί δεν είχαν βρει τους άλλους τρεις».
Ποιο ήταν το λάθος; Κάτι που φαίνεται να συμβαίνει σε περιπτώσεις μικτού γενετικού προφίλ. «Δεν γίνεται αξιολόγηση βάσει στατιστικής για να εξαχθούν σωστά αποτελέσματα. Χρησιμοποιούν απλά τη λέξη «εμπεριέχεται» (και άλλο γενετικό προφίλ). Αλλά αυτό τι σημαίνει; Η ερώτηση είναι εάν το αποτέλεσμα δίνει μοναδικότητα, εάν μπορούμε δηλαδή να πούμε πως όντος το DNA που βρέθηκε αντιστοιχεί σε αυτόν τον ύποπτο και μόνο σε αυτόν. Εσείς τι λέτε; Σε μια τέτοια υπόθεση μπορούμε να το πούμε;».
Και στη συνέχεια περνάμε πια και στην ευθύνη των προανακριτικών αρχών και ακολούθως της Δικαιοσύνης, αλλά και σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με το «χαώδες» όπως θα με πει ο κ.Φιτσιάλος, θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα σε αντίθεση, όπως τονίζει με χώρες του εξωτερικού.
Ο έλεγχος των (και επί των) πειστηρίων και ο ρόλος της ΕΛΑΣ
Ένα πρώτο ζήτημα που θέτει είναι μια μορφή απόλυτης εξάρτησης, προανακριτικών και δικαστικών αρχών από τη εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛΑΣ αλλά και μια στρεβλή αντίληψη για την κτήση των πειστηρίων. Όπως παρατηρεί, το σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο εξέτασης βιολογικού υλικού από τα εργαστήρια της ΕΛΑΣ ίσως να προκαλεί περισσότερα προβλήματα από εκείνα που μπορεί να ήθελε να προλάβει ο νομοθέτης. Οι στρεβλώσεις φαίνεται να ξεκινούν από την αντίληψη που επικρατεί πως «τα πειστήρια είναι ιδιοκτησία, κατά κάποιο τρόπο, της Αστυνομίας. Αυτό όμως είναι λάθος. Τα πειστήρια είναι κτήμα της Δικαιοσύνης και αυτή αποδίδεται στο πλαίσιο μιας ευρείας διαδικασίας με τη συμβολή όλων των ενδιαφερόμενων μερών». Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που υπάρχει άρνηση των αρχών να επιτρέψουν την πρόσβαση των τεχνικών συμβούλων που προσλαμβάνουν οι κατηγορούμενοι, στα επίμαχα πειστήρια.
Ο κ.Φιτσιάλος μάλιστα θα εκφράσει και τον προβληματισμό για περιπτώσεις στις οποίες παρατηρείται κατακερματισμός ή κακής ποιότητας DNA, κάτι που ορισμένες φορές μπορεί να είναι συνέπεια κακής διαδικασίας συλλογής ή κακής συντήρησης των πειστηρίων. Και για τα δύο είναι υπεύθυνες υπηρεσίες της ΕΛΑΣ. «Εάν το συλλέξουμε, το αφήσουμε στην άκρη και θυμηθούμε πως το χρειαζόμαστε και το πάμε στο εργαστήριο μετά από ένα μήνα δεν μπορεί να γίνει κάτι. Και αυτό δυστυχώς το έχουμε συναντήσει αρκετές φορές στην Ελλάδα σε πολλές υποθέσεις. Άρα έχουμε πρόβλημα στη συλλογή και στην αποθήκευση. Εδώ όμως κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη όταν έχουμε καταστροφή ενός σημαντικού ευρήματος ως συνέπεια σφαλμάτων ή παραλείψεων εκείνων που έχουν την υποχρέωση να το διατηρήσουν. Στο εξωτερικό υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα για το κάθε στάδιο. Εδώ στην Ελλάδα, δεν ξέρω...».
Υποβάθμιση του ρόλου των πραγματογνωμόνων στις δίκες
Περνώντας στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και εκεί τα προβλήματα που επισημαίνει ο δρ.Φιτσιάλος δεν είναι λίγα.
Αυτό που παρατηρεί είναι πως η έδρα συχνά φαίνεται πως δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της την επιστημονική άποψη των τεχνικών συμβούλων ή/και πραγματογνωμόνων. «Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως εμείς αυτό που κάνουμε είναι να γράφουμε μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης στην οποία παρουσιάζουμε την αξιολόγηση μας και την ερμηνεία επί των ευρημάτων για να βοηθήσουμε την έδρα να κατανοήσει και να έχει όλα τα στοιχεία και τις παραμέτρους για να κρίνει ορθά. Αυτές οι αξιολογήσεις και ερμηνείες υποστηρίζονται αποκλειστικά σε διεθνώς, αναγνωρισμένη επιστημονική βιβλιογραφία. Δεν μεταφέρουμε απόψεις. Από εκεί και πέρα λοιπόν είναι θέμα έδρας...και αυξημένης εμπιστοσύνης στην αστυνομία».
«Στη δίκη της Ηριάννας» όπως θα μας πει, αντικρούσαμε τους ισχυρισμούς της αστυνομίας. Αποδείξαμε πως το DNA που βρέθηκε ήταν κακής ποιότητας ενώ η αστυνομία υποστήριζε πως ήταν καλής. Έλεγε πως η ποσότητα του γενετικού υλικού ήταν μεγάλη και εμείς αποδείξαμε πως ήταν μικρής. Η αστυνομία δεν μπόρεσε καν να υποστηρίξει την αρχική της θέση πως το εύρημα εξασφαλίζει μοναδικότητα. Παρ′ όλα αυτά, το αποτέλεσμα είναι γνωστό…».
“«Σήμερα έχουμε κατανοήσει πως το DNA δεν δίνει απαντήσεις στα δύο πιο βασικά ερωτήματα: το πώς και πότε…Τι θα κρατήσουμε και τι θα απορρίψουμε αφού στις μέρες μας μπορούμε να ανιχνεύσουμε το DNA οποιουδήποτε ανθρώπου βρέθηκε κάποια στιγμή σε ένα σημείο που τελέστηκε κάποιο έγκλημα;».”
Μια μάλιστα γενικότερη παρατήρηση που θα κάνει είναι πως οι δικαστές και οι εισαγγελείς συνήθως αντί να ζητούν διευκρινίσεις επί των ευρημάτων των εργαστηριακών αναλύσεων από τους πραγματογνώμονες ζητούν απλά από την αστυνομία να τους βοηθήσει στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων που η ίδια η αστυνομία έχει συντάξει σε δικό της πόρισμα! «Καταφεύγουν δηλαδή και πάλι στην αστυνομία ακυρώνοντας το ρόλο του πραγματογνώμονα που προβλέπει ο νομοθέτης» και μπορεί να φωτίσει πτυχές ή να εγείρει ζητήματα άξια προς διερεύνηση κατά την ακροαματική διαδικασία.
«Στο τέλος πάντα», όπως λέει, «αυτοί που κρίνουν είναι οι δικαστές. Και είναι κατανοητό να μην έχουν -και δεν οφείλουν να έχουν- γνώσεις γενετιστή ή βιολόγου. Γι αυτό υπάρχουν όμως οι πραγματογνώμονες».
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί πως και η υποστράτηγος της ΕΛΑΣ και διευθύντρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, Π.Μηνιάτη κάνει μια πολύ κρίσιμη παρατήρηση σε ότι αφορά τις δυνατότητες τόσο δικηγόρων όσο και δικαστών να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στο επιστημονικό πεδίο. «Υπάρχει ένα πάρα πολύ μεγάλο κενό στη νομική μας κοινότητα. Στο να μάθουν δικαστές αλλά και συνήγοροι υπεράσπισης τις νέες τεχνολογίες, κάτι που θα έπρεπε να είναι προνόμιο όλων. Μιλάμε για ένα τεράστιο κενό στη νομική μας κουλτούρα. Στο να μπορούν να καταλάβουν και να εκμεταλλευτούν για τον πελάτης τους πχ οι συνήγοροι αλλά και οι δικαστές (σ.σ. τις δυνατότητες που παρέχει η επιστήμη και οι νέες τεχνολογίες)…και το κενό ξεκινά από τη γνώση που δεν παρέχεται νομικές σχολές σχολές», μας είπε χαρακτηριστικά στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε στη HuffPost Greece.
Και σε ό,τι αφορά βέβαια τους πραγματογνώμονες έχει συχνά επισημανθεί πως υπάρχουν σοβαρά ζητήματα σε ό,τι αφορά την επιστημονική επάρκειά και εμπειρία τους και το πρόβλημα χρίζει άμεσης απάντησης. Ο ρόλος των πραγματογνωμόνων άλλωστε- τα ονόματα των οποίων είναι αναρτημένα σε ειδικά πινάκια στα δικαστήρια της χώρας- είναι κρίσιμης σημασίας τόσο κατά την προανακριτική όσο και την ακροαματική διαδικασία και αποστολή τους είναι να διευκολύνουν το έργο της απόδοσης Δικαιοσύνης προσφέροντας την αμερόληπτη και επιστημονικά τεκμηριωμένη εκτίμησή τους όταν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος.
Μάλιστα η κ.Κόλλια Παναγούλα, η οποία είναι αναπλ. καθηγήτρια Μοριακής Γενετικής Ανθρώπου στο ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Βιοεπιστημόνων έθιξε, μιλώντας στη HuffPost Greece ένα θέμα που αγγίζει και τον τομέα της δικανικής γενετικής και σχετίζεται με το ζήτημα της επιστημονικής επάρκειας σε σχέση με τους πραγματογνώμονες. Όπως εξηγεί αν και το δίπλωμα δεν είναι πάντα απόδειξη ικανότητας είναι κρίσιμης σημασίας για να μπορέσει να γίνει ένας έλεγχος στα πρόσωπα που ασχολούνται με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Μόνο που στην Ελλάδα, εν έτη 2017 δεν υπάρχει ειδικότητα γενετιστή. Όσοι ασχολούνται στη χώρα μας με τον συγκεκριμένο κλάδο αλλά δεν έχουν σπουδές στο εξωτερικό, που υπάρχει η αντίστοιχη ειδικότητα, προέρχονται από συγγενικούς κλάδους- βιολογικών εφαρμογών, βιολογίας, γενετικής βιοχημείας, μοριακής βιολογίας. Από εκεί και πέρα θα πρέπει κανείς να μπει στη διαδικασία να εξετάσει τον κύκλο σπουδών τους για να κρίνει, στο βαθμό που μπορεί να γίνει, την επιστημονική ή όχι επάρκεια του ατόμου...
“Οι αρχές εντόπισαν βιολογικό υλικό κάτω από τα νύχια του θύματος αλλά αυτό δεν ταυτοποιήθηκε όπως ούτε αυτό που βρέθηκε στο σκοινί και στο μαξιλάρι που ο δράστης χρησιμοποίησε για να δέσει το θύμα και να του κλείσει το στόμα και τη μύτη. Σε ένα κουτάκι μπίρας όμως και σε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια βρέθηκε- μεταξύ άλλων- και το DNA ενός Μαροκινού που ενοικίαζε ένα από τα δωμάτια που διέθετε το θύμα. Ο Μαροκινός ουδέποτε αρνήθηκε πως έμενε στο δωμάτιο, και άρα το βιολογικό του υλικό ήταν αναμενόμενο να βρεθεί στα δύο αυτά αντικείμενα. Η αστυνομία όμως τον συνέλαβε και ο ίδιος ομολόγησε αλλά όπως υποστήριξε στη συνέχεια η ομολογία ήταν προϊόν εξαναγκασμού. «Αυτός ο άνθρωπος, βάσει των συγκεκριμένων στοιχείων έχει καταδικαστεί, σε πρώτο βαθμό, σε ισόβια κάθειρξη…»”