Η Βιάννος (Άνω και Κάτω) είναι το ορεινό κεφαλοχώρι του Νομού Ηρακλείου, που «αγναντεύει» το Λιβυκό πέλαγος, σαν κρυμμένο κάτω από οροπέδια και ανάμεσα σε παμπάλαιους ελαιώνες. Το μεγάλο χωριό και οι μικρότεροι οικισμοί του Δήμου Βιάννου είναι γνωστοί στο πανελλήνιο για το Ολοκαύτωμα της Βιάννου, μια ακόμα θηριωδία των ναζί στην Ελλάδα: τον Σεπτέμβρη του 1943, μετά από σαμποτάζ και χτυπήματα Κρητών ανταρτών εναντίον των κατοχικών στρατευμάτων, οι Γερμανοί μετέτρεψαν σε κόλαση επί γης την ευρύτερη περιοχή. Ο απολογισμός, εφιαλτικός, απάνθρωπος: οι άντρες πάνω από 16 χρονών εκτελέστηκαν και είκοσι χωριά πυρπολήθηκαν. Τα θύματα ξεπέρασαν τις τετρακόσιες ψυχές.
Καλοκαίρι του 2020 στην πλατεία της Άνω Βιάννου, η δροσερή σκιά του αιωνόβιου πλάτανου λειτουργεί καταπραϋντικά για τους θαμώνες και επισκέπτες. Τόπος αδιάλειπτης ανθρώπινης κατοίκησης από την αρχαιότητα η Βιάννος, με ζωηρή μεσαιωνική ιστορία. Ακόμα σώζονται βυζαντινές εκκλησιές και βενετσιάνικα ερείπια, λιθοδομές και άλλα ίχνη των οικιών των Ενετών αρχόντων που γκρεμίσανε. Η θερμοκρασία είναι ήδη αισθητά χαμηλότερη από ότι στις παραλιακές περιοχές και σε μια ατμόσφαιρα χαλαρής ραστώνης το κουβεντολόι- ήπια, χαμηλόφωνα- δίνει και παίρνει, ανθεί. Ο Μιχάλης, νέος Βιαννίτης, μιλάει με πάθος για τις ομορφιές των βουνών που ζώνουν το χωριό του, για το οροπέδιο του Λασιθίου πιο πάνω, τα άλογα του που εκτρέφει με αγάπη, τα βότανα που συλλέγει με μεράκι μαζί με φίλους του, εξορμώντας ανά παρέες στην πολυποίκιλλη φύση του τόπου τους.
Πίσω μας δέσποζε η σοβαρή προτομή του Ιωάννη Κονδυλάκη, του δημοσιογράφου (πρώτου προέδρου της ΕΣΗΕΑ μάλιστα) και χρονικογράφου- συγγραφέα: ο Κονδυλάκης (1861-1920) είναι το γνωστότερο τέκνο της Βιάννου. Ο «Πατούχας», ο ακατέργαστος αλλά με παιδιάστικη, καλή καρδιά Κρητικός βοσκός είναι με τη σειρά του τέκνο του Κονδυλάκη, απότοκο της εμπειρίας του με παρόμοιους αυθεντικούς ανθρώπινους χαρακτήρες από γεννησιμιού του.
Λίγο πριν το θάνατό του ο Κονδυλάκης είχε επισκεφτεί την Βιάννο- και δημοσίευσε αμέσως σειρά άρθρων για το πως βρήκε τη γενέθλια γη και τους συγχωριανούς του μετά από μακρά απουσία. Το 1919, εκατό και ένα χρόνια πριν από σήμερα, η Βιάννος περιγράφεται ως ένα μεγάλο και ζωντανό χωριό, με πολυάριθμα παιδιά, και προκομμένους, πλην όμως κουρασμένους, σαν πρόωρα γερασμένους από την καταπόνηση του καθημερινού κάματου στα χωράφια, ανθρώπους. Ο αναγνωρισμένος συγγραφέας εμφανίζεται απηυδισμένος από την αδυναμία (αδιαφορία ή ανικανότητα) της τοπικής διοίκησης αλλά και του κεντρικού κράτους να δημιουργήσουν υποδομές που θα βελτίωναν τη σκληρή ζωή των ντόπιων.
Για να φτάσεις τότε από τη Βιάννο στο Ηράκλειο χρειαζόσουν περισσότερες από δέκα ώρες, συχνά κακοτράχαλης, πορείας. Οι χωρικοί αδυνατούσαν να διαθέσουν πέρα απ’ τον μικρόκοσμο της επαρχίας τους τα προϊόντα της γης τους και το εμπόριο εν γένει ήταν δύσκολο, περιορισμένο στα εντελώς χρειώδη.
Η ακτογραμμή της επαρχίας δεν είχε χωριά- ελάχιστα, σκόρπια σπίτια/ αγροικίες σποραδικά ανάμεσα σε ξερότοπους και λίγα χωράφια, όπου υπήρχε χώμα αντί για πέτρα και ο άνεμος άφηνε τη γη να καρπίσει.
Πειρατές δε λυμαίνονταν πλέον αυτές τις νότιες θάλασσες- οι κάτοικοι αιώνες τώρα δε φοβόντουσαν αυτούς αλλά ο τόπος παρέμενε δύσκολος, κοπιώδης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στις ακτές της επαρχίας αναδύονταν συμμαχικά υποβρύχια για να παραλάβουν φυγάδες προς τη Μέση Ανατολή, συνήθως Κρήτες εθελοντές για τον Ιερό Λόχο.
Μόνο προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ξεκίνησαν να «οργανώνονται» οικισμοί (ως μικρά χωριά- επίνεια της Βιάννου) στην παραλία της επαρχίας. Χωματόδρομοι και σκληραγωγημένα αμάξια πήραν τη θέση των μονοπατιών ως οδοί και μέσα επικοινωνίας της ακτογραμμής με την ενδοχώρα της. Στη δεκαετία του ’70 ξεκίνησαν τα θερμοκήπια. Και μικροσκοπικοί παράλιοι οικισμοί όπως ο Κερατόκαμπος και η Τέρτσα άρχισαν να πυκνώνουν με το πέρασμα των χρόνων από κατοίκους των ορεινών χωριών της επαρχίας που επέλεγαν να κατέβουν προς τη θάλασσα για να ασχοληθούν με τη γεωργία πιο άνετα, ώστε να βρίσκονται πιο κοντά στα κτήματα ή τα θερμοκήπιά τους.
Μαζί με την αγροτική άρχισε και μια τουριστική ανάπτυξη της περιοχής- η οποία όμως δεν έγινε ποτέ ενοχλητική. Και παραμένει γοητευτικά ήπια. Μεγάλες μονάδες (ειδικά για τα δεδομένα της Κρήτης) δεν υπάρχουν- θα βρει, όμως, ο επισκέπτης μικρότερα ξενοδοχεία, οικογενειακές επιχειρήσεις με δωμάτια και σπίτια που ενοικιάζονται βραχυπρόθεμα μέσω των γνωστών πλατφόρμων. Και σε απόσταση μιας ώρας από το λιμάνι του Ηρακλείου θα μπορέσει να χαλαρώσει πραγματικά, αν είναι αυτό το ζητούμενο των διακοπών του.
Δεν ειναι κάποιος έρημος τόπος- αλλά ένας ήμερος για την ψυχή, τυλιγμένος από ένα απόκοσμο τοπίο, προορισμός. Υπάρχουν καφενεδάκια και ταβέρνες πάνω στη θάλασσα και το ίντερνετ είναι απροσδόκητα γρήγορο για όποιον το χρειάζεται ακόμα και στις διακοπές του. Οι άνθρωποι είναι επίσης χαλαροί, καλοσυνάτοι, προσηνείς- μου έκανε εντύπωση όταν διαβάζοντας ένα βιβλίο για την τοπική ιστορία, έμαθα ότι σε αυτόν τόπο η βία και η βεντέτα δεν άκμασαν ποτέ.
Οι τουρίστες- οι ξένοι επισκέπτες ήταν φέτος οι λιγότεροι εδώ και αρκετά χρόνια. Αναμενόμενο, προφανώς. Μέχρι αρχές Αυγούστου η κίνηση ήταν μειωμένη περίπου 50%, όπως έλεγαν κάτοικοι και επαγγελματίες της περιοχής. Κι αν δεν υπήρχαν οι επισκέπτες του σαββατοκύριακου από το Ηράκλειο το ποσοστό αυτής της πτώσης θα ήταν σχεδόν διπλάσιο. Πάντως, ως επισκέπτης μιλώντας μόνο το σαββατοκύριακο υπήρχε «κόσμος» στις παραλίες- τις υπόλοιπες μέρες απολάμβανες μια ιδιωτικότητα σπάνια, σαγηνευτική. Και προστατευτική σε αυτή τη συγκυρία.
Οι συνέπειες στην οικονομία θα φανούν από μέρα σε μέρα και θα είναι οδυνηρές για όλους, εμπλεκόμενους και μη στον τουρισμό, ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Αλλά αν επικεντρωθούμε, όπως καλούμαστε από επιστήμονες και πολιτικούς, στο θέμα της υγείας και στην προσπάθεια αποφυγής μετάδοσης του ιού, αν όλοι είχαμε διασκορπιστεί σε ανάλογα μέρη, τα κρούσματα και οι θάνατοι δε θα μας φόβιζαν όσο σήμερα.
Άφησα για το τέλος του κειμένου τις παραλίες, τη θάλασσα της Βιάννου- κυριαρχούν στις φωτογραφίες και το γνωστό ρητό για την εικόνα και τις λέξεις θα καθιστούσε περιττή κι αχρείαστη την έμφασή τους και στο κείμενο. Λοιπόν, σε μένα τουλάχιστον, μου φάνηκαν άπειρες. Κι εδώ το «άπειρο» έχει διττή σημασία, ως προς την «ποσότητα/ ποιότητά» τους αλλά και την αίσθησή τους, την εμπειρία που σου αφήνουν.
Εξηγώ ξεκινώντας από το πρώτο: είναι παρατεταγμένες στην ακτή, η μια μετά την άλλη. Πρέπει να μείνεις μέρες στην περιοχή για να τις κολυμπήσεις όλες. Και θα θες να το κάνεις, γιατί είναι πραγματικές καλλονές, μία προς μία.
Ο παραλιακός δρόμος δίνει εύκολη πρόσβαση στις περισσότερες από αυτές- μονοπάτια (όμορφα και βατά) θα χρειαστούν σε ελάχιστες περιπτώσεις και για μικρές αποστάσεις. Από τον Τσούτσουρο, ένα μεγάλο χωριό με αρκετά καταλύμματα ο παραλιακός δρόμος φτάνει σχεδόν συνεχής μέχρι την Ιεράπετρα. Και αυτό είναι ένα τεράστιο πλεονέκτημα της περιοχής- στη νότια Κρήτη η παραλιακή οδική σύνδεση μόνο δεδομένη δεν είναι, καθώς η μορφολογία διακόπτεται κάθε τόσο από φαράγγια.
Το δεύτερο «άπειρο» χαρακτηριστικό τους: όπως σε όλες οι παραλίες της νότιας Κρήτης, το πέλαγος που ανοίγεται μπροστά τους, τελειώνει στην Αφρική. Αν τραβήξεις στο χάρτη μια κάθετη γραμμή από τη Βιάννο προς τα κάτω αυτή καταλήγει επακριβώς στη συνοριακή γραμμή Αιγύπτου και Λιβύης. Χωρίς νησιά να παρεμβάλλονται στο μεταξύ.
Μόνο θάλασσα- το φετινό καλοκαίρι με κάμποσα πολεμικά πλοία να αλωνίζουν εντός της. Σημειώνω το παρακάτω καθόλου «ποιητικά», συνέβαινε όντως: υπήρχαν μέρες που τον ήχο απ’ το τραγούδι του τζίτζικα και τον φλοίσβο, διέκοπτε απότομα, εντασιακά, ο υπερηχητικός ρόγχος των ελληνικών F-16 Block 52+ adv., όπως επέστρεφαν από το Λιβυκό πέλαγος στη βάση τους, μάλλον στη Σούδα.
Δυστοπία. Αναγκαστική, εκ των γειτόνων εκπορευόμενη πολεμική προπαρασκευή. Το βλέμμα τραβιόνταν προς τα πάνω, αποσπώνταν. Οι λιγοστοί τουρίστες, μες στην ανεμελιά τους, αναρωτιόντουσαν τι συμβαίνει.
Ευχής έργον- το επόμενο καλοκαίρι καμιά δυστοπία να μην μολύνει το τοπίο, καμιά ιαχή να μην διαστρεβλώνει την ανθρώπινη αίσθηση.
Οι άνθρωποι, περισσότεροι άνθρωποι, να το χαρούν όπως του αρμόζει. Και την ψυχή τους να γιάνουνε.