Οι στάμνες των καλοκαιριών της ζωής μας σε άλλους παραμένουν αναλλοίωτες με το πέρασμα του χρόνου, σε άλλους θρυμματίζονται, σε άλλους ραγίζουν...
Open Image Modal
VolodymyrKozin via Getty Images

Σαν πλησιάζει κάθε καλοκαίρι ξυπνάνε οι ελπίδες για μια χαλάρωση, ένα φευγιό απ’ τις σκοτούρες της χρονιάς που κύλησε, ναι της χρονιάς, καθώς εδώ κι όπου αλλού στον Νότο, έχουμε δυο Πρωτοχρονιές, μια αυτή που γιορτάζουμε με ευχές την 1 του Γενάρη μ’ όλους τους άλλους του Πλανήτη τούτου, και μία άλλη με τον ερχομό του καλοκαιριού που έρχεται.

Στην καλοκαιρινή Πρωτοχρονιά, προσπαθούμε να γεμίσουμε τις μπαταρίες που λένε, ονειρευόμαστε ελπίδες, κάνουμε όνειρα και προσπαθούμε να ξεφύγουμε. Όσοι τυχεροί το μπορούμε ή το μπορέσαμε.

 Όσοι, καθώς οι μετρήσεις για τα πολιτικά μεγέθη σταματούν κι αρχίζουν οι στατιστικές για το πόσοι από τους γείτονες μας και τους μακρινούς μας μπορούν να κάνουν διακοπές.

Κι αυτό πονάει. Πονάει πολύ. Πονάει ατομικά σ’ όποιον υφίσταται αυτή την αδυναμία. Και είναι πολλοί αυτοί που το υφίστανται. Αλλά όπως γίνεται συχνά, οι δεινοπαθούντες στέλνουν την «λυπητερή» μέσα από τις φθινοπωρινές πολιτικές μετρήσεις και οι πολιτικοί λαμβάνουν το μήνυμα ή δεν το λαμβάνουν, ο καθείς με την αντιληπτική του ικανότητα (;) κι ανάμεσά τους και οι αγέρωχοι που στα αεροδρόμια βγάζουν άναρθρες αποκρουστικές κραυγές του στυλ «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;».

Απ’ όλα έχει ο μπαξές και αυτό είναι το δυστύχημα, πως είναι φουλαρισμένος από δαύτους. Η υπερπαραγωγή του μπαξέ.

Το καλοκαίρι λοιπόν, εδώ κι εκεί στο Νότο που τρίζει ο θάνατος κι η αγάπη κάνει κρότο, «εντρυφούμε», εισβάλουμε στα εσώψυχά μας, κι όσο αντέξουν τα κακόμοιρα, με ό,τι τα απασχολεί, με ό,τι θυμούνται, με ό,τι ονειρεύονται, με ό,τι προσδοκούν, με τις μουσικές  με τις ευωδιές και τις σκιές του βιογραφικού, του Curriculum Vitae που έχουν δημιουργήσει.

Μια συμπλοκή, μια συνεργασία συναισθημάτων συνάμα περιέχει τούτος ο εσώψυχος μπαξές. Και μακριά από τον άλλο τον άοσμο κι απρόσωπο.

 Ένας εσώψυχος μπαξές γεμάτος. Πιο πέρα δεν έχει:

“Curriculum Vitae

ας πούμε ότι κέρδισες τον αγώνα δρόμου

και ότι το έπαθλο

ήταν ακόμα ένας αγώνας

ότι δεν ήπιες το κρασί της νίκης

αλλά το ίδιο σου το αλάτι

ότι ποτέ δεν άκουσες ζητωκραυγές

αλλά γαβγίσματα σκύλων

και ότι η σκιά σου

η ίδια σου η σκιά

ήταν η μοναδική

και ανέντιμη αντίπαλός σου”

Μουσικά κεφάλαια στο βιογραφικό τα ψυχής μου υπάρχουν μπόλικα, διάφορα. Ξένα και ντόπια. Από το Πόρτο και την Λισαβώνα της Πορτογαλίας ίσαμε το Αμπακάν και το Βλαδιβοστόκ αν μετρήσουμε οριζόντια την διαδρομή. Κι αν πάρουμε την κάθετη διαδρομή  προς τα νοτιότερα του Αιγαίου στην «Μάμα Άφρικα» ή με τους ενδιάμεσους σταθμούς είτε οριζόντια είτε κάθετα δεν έχει τέλος το μουσικό ταξίδι που όλο κάτι σου αφήνει.

Μα αυτός που σηκώνει την ψυχή μου και της δίνει ρεύμα, που βάζει στα ρούχα μου φωτιά είναι ο Διονύσης όχι μονάχα με τις μουσικές και τους στίχους του, δικά του ή «δάνεια» άλλων, αλλά και με τις αφηγήσεις του (παρακαλώ βλ. και απόλαυσε 1μέρος και 2 μέρος) όπως αυτές στην  διαμελισμένη Λευκωσία, που τόσο η πόλη όσο κι ολάκερη η χώρα, δεν είν’ οικόπεδο που το καταπατούνε αν και παραμένει ολόρθο κι ανέπαφο εκεί μισό αιώνα τώρα, το τελευταίο Τείχος της Ντροπής της Ευρώπης.

Εκεί όπου πονάει αφόρητα η Πατρίδα, εκεί όπου ακόμα αντέχει η διαμελισμένη  Πατρίδα. Όσο θα αντέχει.

Σαν τις καλοκαιρινές Πρωτοχρονιές που άντεξαν. Με τις θύμισες που κουβαλάνε. Με τις ευωδιές και τα θραύσματα ψυχής που συνυπάρχουν.

Με τα φοιτητικά ποιήματα μιας άλλης εποχής.

 Ήταν Ιούλιος, στην άλλη άκρη της αμμουδιάς, χουζούρευε και λιαζόταν, άγνωστή μου, περί τα σαράντα μάλλον. Μια μυθοπλαστική των νιάτων κατασκευή:

«Στην Γιούλη του Ιούλη:

Μες το λιοπύρι

Μ’ ένα μαντήλι

Εσκέπαζες

-φθαρμένη ύλη-

Της ηδονής σου την πύλη»

Άλλοτε πάλι έρχονται στην επιφάνεια παλιά θραύσματα:

«Αμοργός μου ’81:

Σμικρύνσεις λαξευμένες

πάνω σε άσπρα απολιθώματα,

πέτρες ασπρισμένες,

ματωμένα περιστέρια άσπρα,

παραλλαγές του άσπρου∙

Το ΑΠΕΙΡΟ ΛΕΥΚΟ∙

παντού,

στη μνήμη και στο σώμα

μέσα από μεγεθυντικούς φακούς

αλλήθωρων, φοβισμένων παιδιών

στοιβαγμένων σε αναπηρικά καροτσάκια»

Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, κι εμείς εκεί πάνω ό,τι κι αν είμαστε, όποια δουλειά κι αν κάνουμε, όταν αφηγούμαστε, το κάνουμε δίνοντας ένα τόνο βιωματικό, το περιεχόμενο είναι εξομολογητικό, αυτό που γράφουμε ακούγεται σαν εσωτερικός μονόλογος, όποιο κι αν είναι το θέμα της αφήγησης, πολιτικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, χρηματοοικονομικό, φορολογικό, ειρήνη, πόλεμος, φθινόπωρο, άνοιξη, καλοκαίρι, όποιο κι αν είναι.

Είναι η λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης», των τραγουδοποιών, των πεζογράφων και των ποιητών. Μια ολάκερη σχολή. Να, όπως λέμε «κουλούρι Θεσσαλονίκης». Αυτή η καλλιτεχνική αύρα αφήνει τ’ αποτύπωμά της σ’ όλους τους κατοίκους της πόλης κι έτσι λίγο ή πολύ πορευόμαστε.

Έτσι ζούμε και τα καλοκαίρια μας. Σ’ ένα από τα πιο τρυφερά τραγούδια του Διονύση, στο «Μια θάλασσα μικρή» αναζητά την «στάμνα του» για ένα καλοκαίρι, «πατώντας» στους στίχους του Νίκου-Αλέξανδρου Ασλάνογλου.

Κάπως έτσι στις διάφορες περιπλανήσεις της γραφής και της εξιστόρησης όποιο κι αν είναι το κυρίως θέμα της αφήγησης – τα χρήσιμα τσιτάτα στην εποχή της πανευρωπαϊκής ακροδεξιάς ανόδου και της ιστορικής άγνοιας, ο ΠΑΟΚ και  ο χρόνιος καημός ενός Παοκτζή, Ο Καραγάτσης και το «Περ -Λασαίζ», ο σταυρός προτίμησης στις εκλογές, το αγαπημένο μου παιδικό παιχνίδι, το πιο αγαπημένο αντικείμενο που κάποτε χάσαμε, η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, η αλμύρα της θάλασσας και το άγγιγμά της στην κουπαστή, κι όποιο άλλο -  ξεστρατίζουμε ανάμεσα στην φαντασία και την ονειροπόληση της μνήμης:

Η μνήμη διαρκώς δέχεται επιθέσεις από την φαντασία και την ονειροπόληση. Και καθώς υπάρχει ο πειρασμός να πιστεύουμε στην αλήθεια του φανταστικού, καταλήγουμε να μετατρέπουμε το ψέμα μας σε αλήθεια. Πράγμα που άλλωστε δεν έχει παρά σχετική σημασία, αφού είναι εξίσου βιωμένα, εξίσου προσωπικά και το ένα και το άλλο.

Οι στάμνες των καλοκαιριών της ζωής μας σε άλλους παραμένουν αναλλοίωτες με το πέρασμα του χρόνου, σε άλλους θρυμματίζονται, σε άλλους ραγίζουν πρόσκαιρα και ανασυγκολλούνται, στην δικιά μου που μοιάζει να με αντέχει παρά τις φυγές μου, και προσδοκά στην γνήσια ευχή «να γεράσουμε μαζί όρθιοι και υγιείς», στην στάμνα μου που πάντα – χρόνια τώρα- ταξιδεύει προς τον Νότο μια ευχή, ένα ποίημα της Μαίρης Αλεξοπούλου για το Αιγαίο και άλλα πολλά.

 

ΥΓ : Οι στάμνες μας γεμίζονται με συναισθήματα. Και με μουσικά συναισθήματα. Και το ρεμπέτικο κατέχει πολύ σημαντική θέση ανάμεσα στα μουσικά ακούσματα που γεμίζουν την στάμνα των συναισθημάτων μας.  Το διεθνές σεμινάριο-συνάντηση για το ρεμπέτικο στη Σκύρο ξεκίνησε το 2009 και όλα αυτά τα χρόνια έχει μια βασική εθελοντική ομάδα στήριξης, το σχήμα των «Παραπεταμένων», αλλά πλαισιώνεται και ενισχύεται από φίλους και φίλες και όλους όσους έχουν περάσει από το σεμινάριο-συνάντηση.  Το πλαίσιο οργάνωσης και πραγματοποίησης αυτής της εθελοντικής πρωτοβουλίας  είναι αμετάβλητο 15 χρόνια μέχρι σήμερα.  

Από τότε μέχρι σήμερα η εθελοντική αυτή προσπάθεια πραγματοποιείται ανελλιπώς την τρίτη εβδομάδα του Ιουλίου στη Σκύρο  με την συνεργασία του Δήμου Σκύρου, του Πολιτιστικού Συλλόγου Σκύρου «Ανεμόεσσα»,  του Μουσείου Φαλτάιτς και της τοπικής κοινωνίας.  Αυτή τη χρονιά η διεξαγωγή του 15ου διεθνούς σεμιναρίου-συνάντησης για το Ρεμπέτικο  είναι προγραμματισμένη για την περίοδο 14-21 Ιουλίου 2024.

Αξίζει το ταξίδι για εκεί, αξίζει πολύ.

 

Μιχάλης Κονιόρδος, εκπαιδευτικός