Στις 3 Φεβρουαρίου του 2016 στο μικρό κρατίδιο του Λουξεμβούργου μια περίεργη δήλωση διατυπωνόταν από τα χείλη του Πρωθυπουργού Etienne Schneider[1]. Ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυριζόταν ότι στόχος και στρατηγική του Λουξεμβούργου ήταν η δημιουργία ενός νέου βιομηχανικού κλάδου στη χώρα για την εκμετάλλευση ορυχείων στο διάστημα. Πρόκειται για μια ανακοίνωση γεμάτη αυτοπεποίθηση και τόλμη καθώς ένα κρατίδιο με μόλις 70 δις Ευρώ ΑΕΠ (η Ελλάδα στην παρούσα φάση διαθέτει 200 δις ευρώ ΑΕΠ) τολμά και δηλώνει ότι θα ανταγωνιστεί στα ίσα τα μεγαθήρια της εξερεύνησης του διαστήματος στον πιο ανταγωνιστικό κλάδο της τεχνολογικής καινοτομίας, την εξόρυξη μεταλλευμάτων σε διαστημικά ορυχεία.
Ας δούμε όμως τι σημαίνει εξορυκτική βιομηχανία του διαστήματος.
Ο Πίτερ Διαμαντίδης μέσω της εταιρίας του Planetary Resources ισχυρίζεται ότι ένας αστεροειδής με μέση διάμετρο 500 μέτρων μπορεί να περιλαμβάνει ποσότητα σπάνιων γαιών που αντιστοιχούν στο σύνολο των δυνητικά εκμεταλλεύσιμων ποσοτήτων που βρίσκονται στη Γη. Συγκεκριμένα ο αστεροειδής 2012DA14 εκτιμήθηκε ως αξία στα 200 δισεκατομμύρια δολάρια. Μάλιστα, σε μια μελέτη του Keck Institute for Space Studies (KISS) διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η πλήρης αξιοποίηση ενός μικρού αστεροειδούς (των 500,000 κιλών) παρουσιάζει κόστος που ανέρχεται περίπου σε 2.6 δισεκατομμύρια δολάρια. Ξαφνικά, στην εποχή μας η εξόρυξη μεταλλευμάτων από έναν αστεροειδή αρχίζει να αποτελεί έναν τεχνολογικά επιτεύξιμο στόχο που προϋποθέτει για την υλοποίηση του ένα καλό επιχειρηματικό πλάνο. Με λίγα λόγια η αξιοποίηση του εγγύτερου διαστήματος αποτελεί μια από τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες που μπορεί να τύχουν στην ιστορία της ανθρωπότητας αντίστοιχη ίσως με τον αρχικό αποικισμό της αμερικανικής ηπείρου από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Σύμφωνα με τον ανεγνωρισμένο αστροφυσικό Neil deGrasse Tyson η νέα εποχή της εξερεύνησης του διαστήματος προσφέρει τις προοπτικές για τη δημιουργία όχι νέων δισεκατομμυριούχων αλλά τρισεκατομμυριούχων[2].
Διάφορες εταιρίες, λοιπόν, ανά τον κόσμο έχουν ξεκινήσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες και δημιουργούν την τεχνολογία για τον ταχύ αποικισμό του διαστήματος. Η δημόσια επιστημονική έρευνα βοηθά τις εταιρίες να τύχουν χρηματοδότησης και να μειώσουν τα ρίσκα υλοποίησης των τεχνολογικών αλμάτων που πραγματοποιούν, όμως σε κάθε περίπτωση τεράστια χρηματοδοτικά σχήματα υποστηρίζουν με θέρμη τη νέα κούρσα του διαστήματος.
Τι μπορεί, λοιπόν, να συνεισφέρει το μικρό Λουξεμβούργο σε αυτήν την νέα επιχειρηματική πραγματικότητα; Ας δούμε λίγο συνοπτικά την ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης του Δουκάτου. Το Λουξεμβούργο είχε την τύχη να διαθέτει σημαντικά μεταλλεία στο έδαφος του. Η βιομηχανική ανάπτυξη της Ευρώπης (και ιδιαίτερα της Αγγλίας) του 19ου και 20ου αιώνα απαίτησε σημαντικές προμήθειες μεταλλευμάτων και έτσι το Λουξεμβούργο αξιοποίησε τη μοναδική ευκαιρία να αναπτύξει μια ισχυρή μεταλλουργία. Στην πορεία επέλεξε να στηρίξει την ανάπτυξη του στην αξιοποίηση της γεωγραφικής του τοποθεσίας ώστε να γίνει το κέντρο της επιχειρηματικής και τραπεζικής δραστηριότητας της Ευρώπης. Δημιούργησε ένα θεσμικό πλαίσιο που επέτρεψε την άνθηση του κλάδου των υπηρεσιών και μετέτρεψε το έδαφος του σε φιλόξενη στέγη για τις έδρες διεθνών ιδρυμάτων και τραπεζικών οργανισμών. Παρά το υψηλό κόστος διαβίωσης, οι μεγάλοι οργανισμοί προτιμούν το Λουξεμβούργο ως περιοχή δραστηριότητας για το υψηλό επίπεδο υπηρεσιών που προσφέρει προς τις επιχειρήσεις και τους κατοίκους του. Η τεχνογνωσία που ανέπτυξε το Λουξεμβούργο ήταν λοιπόν να δημιουργεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο και ένα οικοσύστημα που να επιτρέπει την επιχειρηματικότητα να ανθεί. Κατά αυτόν τον τρόπο στη δεκαετία του 1980 πρωτοστάτησε στη δημιουργία ενός επιχειρηματικού σχήματος για την απόκτηση και διαχείριση δορυφόρων, μια αγορά που άνθησε με τη δορυφορική τηλεόραση. Όλες αυτές οι επενδύσεις δημιούργησαν ένα μίγμα που ωρίμασε μέσα στο μυαλό των ιθυνόντων της χώρας. Ας τα δούμε με τη σειρά τους. Η χώρα γνωρίζει από πρώτο χέρι την αξία που έχουν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές για την ανάπτυξη της οικονομίας εφόσον έχει η ίδια ωφεληθεί από την τεράστια φλέβα σιδήρομεταλλεύματος που ανακαλύφθηκε στο υπέδαφος της το 1840. Ωστόσο από τη μία η χώρα απέκτησε σημαντική και μοναδική τεχνογνωσία στον κλάδο των εξορύξεων αλλά από την άλλη δεν διαθέτει εδάφη να επεκτείνει τις δραστηριότητες της. Ακόλουθα η χώρα απέκτησε τεχνογνωσία στη δημιουργία ενός εξελιγμένου ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των πιο απαιτητικών επιχειρήσεων του πλανήτη, των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Τέλος η χώρα διαθέτει μια αρχική εξοικείωση με το χώρο του διαστήματος μέσω του κλάδου των τηλεπικοινωνιών. Γνωρίζει το χώρο της διαστημικής επιχειρηματικότητας, τους παίχτες που δρουν σε αυτόν και τις ανάγκες τους.
Ποιά είναι η λύση που σκέφθηκε το Λουξεμβούργο, λοιπόν; Μα τι άλλο από το να δημιουργήσει ένα ρυθμιστικό περιβάλλον που να ευνοεί την προσέλκυση επιχειρήσεων που επιθυμούν να επενδύσουν στην εξόρυξη του διαστήματος. Η κυβέρνηση πήρε στα σοβαρά την πρωτοβουλία αυτή και μάλιστα το 2016 δημιούργησε τον διαδικτυακό τόπο SpaceResources.lu μέσω του οποίου διατυπώνει ένα πολύ καλά επεξεργασμένο όραμα της χώρας για την αξιοποίηση των πόρων του διαστήματος για ειρηνικούς σκοπούς. Άμεσα η χώρα ενεργοποίησε την ακαδημαϊκή του κοινότητα και την τεχνοκρατική υποδομή για να επεξεργασθούν το νομικό πλαίσιο μέσα από το οποίο μπορεί να επιτευχθεί η εξόρυξη διαθέσιμων πόρων από ορυχεία του διαστήματος. Η δημιουργία ενός τόσο πολύπλοκου ρυθμιστικού πλαισίου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Όποιος καταφέρει και διαμορφώσει ένα ευνοϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις επενδύσεις σε έναν καινοτόμο τομέα έχει ήδη προηγηθεί του ανταγωνισμού. Και το Λουξεμβούργο έκανε αυτό το απλό. Δεν επένδυσε σε διαστημοδρόμια ή εντυπωσιακές ερευνητικές αποστολές αλλά στη δημιουργία ενός οικοσυστήματος ευνοϊκού ώστε πολλές start up να επιλέξουν τη χώρα αυτή για την επένδυση στη διαστημική εξόρυξη. Φυσικά το Λουξεμβούργο δημιούργησε και ένα επενδυτικό σχήμα ύψους 200 εκ. € για την ενίσχυση εταιριών που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τη χώρα για την προώθηση της διαστημικής εξορυκτικής τους δραστηριότητας. Αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής είναι η Ρωσία να επιδιώκει τη σύναψη συνεργατικού σχήματος με το Δουκάτο του Λουξεμβούργου για τη δημιουργία επενδύσεων στην εξορυκτική εξερεύνηση του διαστήματος[3], διεθνείς εταιρίες που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στον τομέα να συνάπτουν συνεργασίες και εταιρικές σχέσεις με το Δουκάτο του Λουξεμβούργου[4] ενώ πλέον η βιομηχανία του διαστήματος να αποτελεί το 1,8 % του ΑΕΠ της χώρας (το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη)[5]. Το Λουξεμβούργο από το πουθενά έχει μετατραπεί σε ατμομηχανή της Ε.Ε. για την επένδυση στη βιομηχανία του διαστήματος. Φυσικά ένα εγχείρημα με τέτοιο ρίσκο σε ένα διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον δεν μπορεί παρά να κρύβει και κινδύνους. Για παράδειγμα η συνεργασία με την εταιρεία Planetary Resources (που εντωμεταξύ εξαγοράσθηκε) φαίνεται να μην απέδωσε τα αναμενόμενα και ήδη διατυπώνονται γκρίνιες για μια απώλεια ύψους 12 εκ € από τις συνολικές επενδύσεις της χώρας στον συγκεκριμένο κλάδο[6]. Ωστόσο Το Λουξεμβούργο φαίνεται ότι είναι αποφασισμένο να πετύχει τους στόχους του.
Αντίστοιχα στην Ελλάδα, καλό θα είναι να διερευνήσουμε τις ευκαιρίες που κρύβονται σε αναδυόμενους εξειδικευμένους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας (nich markets) και να αποφασίσουμε να καινοτομήσουμε. Ίσως ο διαστημικός τουρισμός να είναι μια βιομηχανία που μπορούμε να φιλοξενήσουμε καθώς οι εταιρείες διεθνώς αναζητούν χώρους για διαστημοδρόμια κοντά σε πολυτελή θέρετρα ώστε οι εύποροι τουρίστες να απολαμβάνουν τις υπηρεσίες φιλοξενίας και περιπέτειας που αναζητούν. Ίσως πάλι ο χώρος της ιατρικής έρευνας και ιδιαίτερα ο τομέας της αντιμετώπισης ασθενειών που προκαλούνται από το γήρας να αποτελεί πεδίο δόξης λαμπρό για επικερδή επιχειρηματικότητα. Ίσως πάλι να πρέπει να επενδύσουμε σε τεχνολογίες διαχείρισης απορριμμάτων που διαθέτουν αυξανόμενη ζήτηση διεθνώς. Αυτές και δεκάδες άλλες προτάσεις πρέπει να τύχουν ενός γόνιμου διαλόγου για τη στρατηγικής ανάπτυξης της χώρας που θα οδηγήσει σε αποφάσεις και δεσμεύσεις από την πλευρά της πολιτείας. Σε κάθε περίπτωση το Λουξεμβρούργο μας δείχνει πως στον σύγχρονο κόσμο δεν υπάρχουν όρια στο τι επιθυμεί ένα κράτος να πετύχει.