Οι νέοι κανόνες στις ΗΠΑ που μειώνουν κατά το ήμισυ την περίοδο απομόνωσης για τις ασυμπτωματικές λοιμώξεις από κορονοϊό δεν διαθέτουν τις απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας με αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί, να υπάρχει ο κίνδυνος πρόκλησης περισσότερων μολύνσεων καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν αύξηση ρεκόρ σε κρούσματα λόγω της παραλλαγής Όμικρον.
Σημειώνεται πως την σύσταση του CDC έχουν υιοθετήσει και κάποιες άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, άλλες επιμένουν στους αρχικούς κανονισμούς που έχουν επιβάλλει ενώ κάποιες όπως η Ν.Αφρική που υιοθέτησε πριν το CDC ανάλογες συστάσεις, έκανε τελικά πίσω.
Αυτή την εβδομάδα τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ μείωσαν τη συνιστώμενη περίοδο απομόνωσης για άτομα με ασυμπτωματικό COVID σε πέντε ημέρες, από 10, μετά την οποία καλούνται να φορούν μάσκες για επιπλέον πέντε ημέρες. Ο οργανισμός κατά τις ανακοινώσεις του μάλιστα, σχετικά με αυτή την απόφαση, επεσήμανε την εξαιρετικά ταχεία εξάπλωση της Όμιρκον, η οποία θα μπορούσε να αναγκάσει πολλούς περισσότερους εργαζόμενους σε όλες τους κλάδους να παραμείνουν σπίτι τις επόμενες εβδομάδες, ακόμη κι αν δεν είναι άρρωστοι ή μολυσματικοί.
Μια σημαντική ανησυχία που εκφράστηκε από τους επιστήμονες είναι ότι η πολιτική απομόνωσης δεν κάνει διάκριση μεταξύ εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων ατόμων, τα οποία αναρρώνουν από τον ιό με διαφορετικούς ρυθμούς. Επίσης, δεν απαιτεί εξέταση (τεστ) για να επιβεβαιωθεί ότι ένα άτομο δεν είναι πλέον μολυσματικό πριν επιστρέψει στη δουλειά ή κοινωνικοποιηθεί.
«Οι μη εμβολιασμένοι χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο για αποβάλουν τον ιό και να μην είναι μολυσματικοί», δήλωσε ο Δρ Έρικ Τοπόλ, διευθυντής του Ινστιτούτου Έρευνας Scripps. «Μερικοί άνθρωποι χρειάζονται μια μέρα, άλλοι χρειάζονται μια εβδομάδα ή περισσότερο».
Ο Τοπόλ είπε ότι η νέα πολιτική δείχνει πως «πόσο χαμηλά έπεσε για μια ακόμη φορά» το CDC, τονίζοντας ότι έρχεται αντιμέτωπο με τη δέσμευση της κυβέρνησης Μπάιντεν να εμβαθύνει σε επιστημονικά στοιχεία για τον περιορισμό της πανδημίας.
Ο Τόπολ, όπως και άλλοι επιστήμονες, επιμένει ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για το πώς συμπεριφέρεται η Όμικρον, για να υποστηρίξουν τη σύσταση περί απομόνωσης πέντε ημερών και την απόφαση να αντιμετωπίζονται τα εμβολιασμένα και τα μη εμβολιασμένα άτομα με τον ίδιο τρόπο και φυσικά δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε η μη απαίτηση διαγνωστικού ελέγχου.
Η διευθύντρια του CDC, Ροσέλ Βαλένσκι δήλωσε την Τετάρτη ότι η απόφαση βασίστηκε σε έρευνα που δείχνει ότι έως και το 90% των περιπτώσεων της μετάδοσης του COVID συντελείται εντός πέντε ημερών από τη μόλυνση. Υποστήριξε δε πως ο οργανισμός με αυτό το δεδομένο και συνυπολογίζοντας ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία κρουσμάτων ήταν πρόθυμη να απομονωθεί για 10 ημέρες, κατέληξε στην επίμαχη απόφαση.
Όπως τόνισε, σε συνέντευξή της στο CNN, το CDC ήθελε να είναι βέβαιο, πως αυτή την κρίσιμη περίοδο θα είναι σε εφαρμογή μέτρα που οι πολίτες θα είναι πρόθυμοι να τηρήσουν ενώ στην ενημέρωση του Λευκού Οίκου την Τετάρτη υποστήριξε πως τα μοριακά τεστ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καθοριστεί πότε ένα άτομο μπορεί να βγει από την απομόνωση, επειδή μπορεί να συνεχίσουν να βγαίνουν θετικά για αρκετές εβδομάδες.
Τόνισε δε ότι δεν είναι ξεκάθαρο πόσο καλά είναι τα rapid test για να εκτιμηθεί εάν κάποιος που έχει μολυνθεί μπορεί να μεταδώσει τον ιό προς το τέλος της νόσησης.
Ωστόσο, οι αποφάσεις του CDC, μόλις μέχρι την περασμένη εβδομάδα απαιτούσαν τέτοιες εξετάσεις για τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας πριν επιστρέψουν στην εργασία τους.
Αρκετές άλλες χώρες έχουν μειώσει την χρονική περίοδο απομόνωσης και καραντίνας, αλλά η απόφαση φαίνεται πως βασίζεται σε έρευνες για προηγούμενες παραλλαγές και σε κάποια πρώιμα ευρήματα σχετικά με Όμικρον, σχολίασε ο Μάικ Ράιαν, κορυφαίος ειδικός σε θέματα έκτακτης ανάγκης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. «Θα ήταν σκόπιμο σε αυτό το στάδιο να μην προχωρήσουμε σε μεγάλες αλλαγές, μεγάλες αποφάσεις σχετικά με τον περιορισμό των μέτρων ελέγχου για την COVID-19 καθαρά βάσει αρχικών ή προκαταρκτικών μελετών», είπε κατά την συνέντευξη Τύπου του ΠΟΥ στη Γενεύη την Τετάρτη.
Το ρίσκο για να σωθούν χαμένες μέρες από την εργασία;
Ο μέσος αριθμός ημερήσιων κρουσμάτων στις ΗΠΑ σημείωσε νέο ρεκόρ ενώ πολλές από αυτές τις νέες περιπτώσεις είναι ήπιες ή ασυμπτωματικές. Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός Αμερικανών που θα χρειαστεί να απομονωθούν λόγω επιβεβαιωμένης μόλυνσης ή καραντίνας λόγω έκθεσης απειλούν να επιδεινώσουν την έλλειψη εργατικού δυναμικού σε εθνικό επίπεδο.
Ο κλάδος των αεροπορικών εταιρειών έχει πληγεί περισσότερο μέχρι στιγμής, ακυρώνοντας χιλιάδες πτήσεις κατά τη διάρκεια των χειμερινών διακοπών καθώς τα μέλη του πληρώματος ασθενούν ή έχουν έρθει σε επαφή με κρούσμα.
«Αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξαφνικά μένουν εκτός εργασίας για δύο εβδομάδες κάθε φορά, θα προκληθεί τεράστια αναστάτωση», είπε ο Δρ Ντέιβιντ Ντάουντι, επιδημιολόγος μολυσματικών ασθενειών στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς. «Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση εδώ».
Άλλοι προειδοποίησαν ότι η νέα σύσταση θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ακούσια πρόσθετα κρούσματα.
Η Δρ Μέγκαν Ράννεϊ, ακαδημαϊκός, κοσμήτορας δημόσιας υγείας στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, συνέκρινε τη νέα πολιτική απομόνωσης με μια ευρέως επικρινόμενη απόφαση του CDC τον Μάιο του 2021 να απορρίψει σύσταση χρήσης μάσκας για πλήρως εμβολιασμένα άτομα σε εσωτερικούς δημόσιους χώρους. Ως αποτέλεσμα, πολλοί μη εμβολιασμένοι σταμάτησαν να φορούν μάσκες σε εσωτερικούς χώρους, πιθανότατα τροφοδοτώντας νέες μολύνσεις.
Η αλλαγή στην πολιτική για τις μάσκες είχε σκοπό να ενθαρρύνει περισσότερους Αμερικανούς να εμβολιαστούν, αλλά βασίστηκε στη συμμόρφωση των μη εμβολιασμένων ατόμων, πολλοί από τους οποίους ήταν ήδη αντίθετοι στη χρήση μάσκας σε εσωτερικούς χώρους.
Η νέα πολιτική απομόνωσης βασίζεται επίσης στο ότι οι Αμερικανοί φορούν πιστά μάσκες για πέντε ημέρες μετά τη λήξη της περιόδου απομόνωσής τους, αντί να κάνουν δοκιμές.
«Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι δεν φορούν μάσκες αυτή τη στιγμή», λέει η Ράννεϊ. Η συντόμευση της περιόδου απομόνωσης για άτομα με ασυμπτωματικές ή πολύ ήπιες λοιμώξεις, εφόσον έχουν αρνητικό rapid test , θα μπορούσε να έχει περισσότερο νόημα«.
«Η διατύπωση μιας τέτοιας σύστασης, θα καθιστούσε μια κακή πολιτική, που έχει αναστατώσει τους πάντες, σε μια πολύ λογική πολιτική που βασίζεται σε στοιχεία», σχολίασε με τη σειρά της η Δρ. Άντζελα Ράσμουνσεν, ιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Saskatchewan στον Καναδά. Δεδομένων των επίμονων ελλείψεων προμηθειών τεστ, ωστόσο, η απαίτηση για rapid test θα ήταν «σχεδόν για γέλια», είπε Ράννεϊ «Υπάρχει η ιδανική επιστήμη και η πραγματική επιτόπια πραγματικότητα».