Κάποιος Θάνος και ένας Μικρούτσικος...

Καλό ταξίδι Θάνο, καλή «στεριά» καπτάν Μικρούτσικε...
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Με την απόσταση μιας εβδομάδας από την κηδεία και την αποτέφρωση του μεγάλου συνθέτη όχι ένας ακόμα τυπικός επικήδειος αλλά μια αυστηρά προσωπική αποτίμηση του ανθρώπου και του δημιουργού. Γιατί, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, για εμένα τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτοί οι δύο όχι μόνο δεν ταυτίζονταν απόλυτα αλλά μάλλον είχαν περισσότερες διάφορες παρά ομοιότητες...

Η προσωπική σχέση μου με τον Θάνο Μικρούτσικο ξεκίνησε με αρκετά παράξενο τρόπο. Πριν είκοσι περίπου χρόνια είχα γράψει μια, πολύ εγκωμιαστική - γιατί απλά θεωρούσα ότι το άξιζε - κριτική για έναν δίσκο του που είχε κυκλοφορήσει τότε. Μετά από λίγες ημέρες έλαβα στην διεύθυνση του μέσου όπου είχε δημοσιευθεί η κριτική μου ένα ιδιόχειρο σημείωμα που έγραφε «Σας ευχαριστώ για τα θερμά λόγια και τις εύστοχες παρατηρήσεις σας για τον δίσκο μου. Θάνος Μικρούτσικος». Στην Ελλάδα όπου ο μουσικός χώρος, τότε και ακόμα περισσότερο τώρα, είναι τέτοιος ώστε παίρνεις μια συνέντευξη από κάποιον/α που άλλοι, ομότεχνοι του/της και μη, σου λένε «πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, είπε πράγματα που δεν έχει πει άλλη φορά» και όταν συναντάς τον/την ίδιο/α όχι δεν σου λέει ευχαριστώ – ποτέ άλλωστε δεν περίμενα ευχαριστίες για το ότι επιτελώ όσο πιο σωστά μπορώ το έργο του κριτικού μουσικής – αλλά ούτε καν την αναφέρει, αυτό ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο. Μου έκανε φυσικά πολύ θετική εντύπωση αλλά καθώς δεν είχα την δυνατότητα να ανταποδώσω σχεδόν ξέχασα το περιστατικό.

Λίγο περισσότερο όμως από ένα χρόνο μετά, όταν κυκλοφόρησε ένα ακόμα CD του – παραγωγικότατου, ειδικά εκείνη την περίοδο – συνθέτη αντί να το λάβω μαζί με άλλα από την δισκογραφική εταιρεία ήρθε μόνο του με μιαν επίσης ιδιόχειρη προσωπική αφιέρωση στο εσώφυλλο που κατέληγε «καλή ακρόαση Θ. Μ.». Αυτό πια και αν ήταν ασυνήθιστο! Άκουσα το CD, πολύ διαφορετικού ύφους από το προηγούμενο αλλά επίσης εξαιρετικό, έγραψα ένα επίσης πολύ εγκωμιαστικό κείμενο αλλά την επομένη, πριν ακόμα δημοσιευθεί, τηλεφώνησα στην υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της εταιρείας και της ζήτησα μια προσωπική συνέντευξη μαζί του. «Ειδικά αυτό τον καιρό του ζητούν πολλοί και σχεδόν όλες τις αρνείται γιατί είναι πολύ απασχολημένος » μου απάντησε και σχεδόν άκουσα μέσα στα λόγια της αυτό που σκέφτηκε, «πόσο μάλλον εσένα που δεν σε γνωρίζει καν». «Δεν πειράζει, προσπάθησε το», της είπα.

Η επιμονή μου αποδείχθηκε δικαιολογημένη καθώς λίγες ημέρες μετά αναζητούσα τον αριθμό της οδού της κατοικίας του στο Μετς. Ηταν η πρώτη από τις πέντε συνολικά τέτοιες συνεντεύξεις που του πήρα, όλες όχι μόνο στον ίδιο χώρο αλλά και στο ίδιο σημείο, στο γραφείο του, δίπλα στο πιάνο του, κάθε μία λίγο μεγαλύτερη σε διάρκεια από την προηγούμενη και ενώ η πρώτη είχε διαρκέσει πάνω από τρεις ώρες. Τον θυμάμαι να ανάβει συνεχώς την πίπα του – τότε μπορούσε ακόμα να την καπνίζει και όχι απλώς να την έχει στο στόμα – εκτός από λίγες στιγμές που μάλλον...ζήλευε βλέποντας εμένα και άναβε και αυτός τσιγάρο. Με την ευγενέστατη και πάντα διακριτική σύζυγο του, την Μαρία, να μας «ανεφοδιάζει» όταν ήταν αναγκαίο με γενναίες δόσεις καφέ και ίσως και μια δεύτερη ποσότητα πεντανόστιμα κουλουράκια. Κάθε φορά η συζήτηση μας επεκτεινόταν σε περισσότερα θέματα εκτός του βασικού αντικειμένου της συνέντευξης – αφορμή βέβαια συνήθως ήταν η κυκλοφορία μιας νέας δισκογραφικής εργασίας του – αλλά, ακόμα και χωρίς τα πάρα πολλά off the record όπως τα λέμε αποσπάσματα, το ηχογραφημένο μέρος που αφορούσε την ίδια τη συνέντευξη γινόταν κάθε φορά ολοένα και περισσότερο πολλαπλάσιο ακόμα και του μέγιστου διαθέσιμου χώρου τον οποίο είχα για το ανάλογο κείμενο.

Αν όμως όλα αυτά ίσχυαν για κάθε συνέντευξη μας ήδη φεύγοντας από το σπίτι του μετά την πρώτη ήμουν σίγουρος για δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν ότι σε ελάχιστα λεπτά η σχέση μας έπαψε να είναι τυπικά επαγγελματική και, με βάση μιαν άμεση αλληλοεκτίμηση, έγινε η απαρχή μια φιλίας που η ασθένεια και ο τόσο πρόωρος θάνατος του εμπόδισαν να αναπτυχθεί περισσότερο, όπως τολμώ να πω ότι επιθυμούσαμε αμφότεροι. Το δεύτερο ήταν ότι πραγματικά μου πέρασε από το μυαλό αυτό που, πολύ σωστά και εύστοχα, έβαλε ως τίτλο της αυτοβιογραφίας του συνθέτη που συνέγραψε...εκ μέρους του – και διαμέσου δέκα τεσσάρων μακρών συζητήσεων μαζί του - μερικά χρόνια αργότερα ο πολύ καλός φίλος του και στενός συνεργάτης του ως στιχουργός Οδυσσέας Ιωάννου: «Ο Θάνος και ο Μικρούτσικος». Είχα όντως την αίσθηση ότι τους είχα συναντήσει και τους δύο...

Ο αληθινός ουτοπιστής δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ρεαλιστικά

Η Ελλάδα διαθέτει πολλούς, συχνά μάλιστα άκρως, πολιτικοποιημένους ανθρώπους στους χώρους του πνεύματος και του πολιτισμού και συνθέτες ίσως ακόμα περισσότερους από άλλα είδη δημιουργών. Ομως, μαζί φυσικά με τον προγενέστερο του άλλωστε Μίκη Θεοδωράκη, ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, αμφότεροι ήταν πολιτικά όντα με όλη την σημασία της έννοιας. Πολιτικός χώρος αμφοτέρων επίσης η αριστερά αλλά εδώ σταματούν οι ομοιότητες γιατί η σχέση καθενός μαζί της ήταν πάρα πολύ διαφορετική. Στην περίπτωση του Θ. Μικρούτσικου η σχέση αυτή θα έλεγα ότι εκφράστηκε με μια «περιπλάνηση» του εντός του συνόλου σχεδόν της αριστεράς. Εντάχθηκε σε κάποια τμήματα της, συμπορεύθηκε με κάποια άλλα, βρέθηκε δίπλα και συνεργάστηκε με άλλα, έφτασε στις παρυφές, αν όχι και στα απώτατα όρια της, όταν, χωρίς μάλιστα να έχει πολιτευθεί με το – εντός ή εκτός εισαγωγικών, ανάλογα με την οπτική γωνία καθενός/μιας – σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου τον όρισε αρχικά αναπληρωτή της Μελίνας Μερκούρη και, αργότερα και μετά τον θάνατο της τελευταίας, υπουργό πολιτισμού πλέον και τα τελευταία λίγα χρόνια της ζωής του επαναπροσέγγισε – άνευ ένταξης όμως – το ΚΚΕ από το οποίο είχε κατ΄ ουσίαν ξεκινήσει την πολιτική αλλά και την δημιουργική διαδρομή του.

Παρόλα αυτά όμως, αν προσθέσουμε τα διαστήματα κατά τα οποία δήλωνε και ήταν αριστερός αλλά δίχως να έχει καμία σχέση με οποιονδήποτε οργανωμένο φορέα του χώρου, θα διαπιστώσουμε ότι υπερβαίνουν και μάλιστα αρκετά το συνολικό διάστημα κατά το οποίο αναφερόταν, περισσότερο ή λιγότερο, σε έναν από ατούς. Ισως ακριβώς γιατί, αν και γνώριζε πολύ καλά τον Μαρξ και δεν έπαψε ποτέ να δηλώνει θαυμαστής του, δηλαδή μαρξιστής, ο Θ. Μικρούτσικος τον ανέγνωσκε αρκετά διαφορετικά από τους περισσότερους άλλους, διαφορετικά από αυτή που είναι η καθιερωμένη αριστερή ανάγνωση του Μαρξ με άλλα λόγια. Η τελευταία εστιάζει στο οικονομικό σκέλος καθιστώντας το εντέλει αυτοσκοπό ενώ για τον Μικρούτσικο η οικονομική διάσταση, το ποιος κατέχει τα παραγωγικά μέσα και το πως μοιράζεται ο πλούτος ο οποίος δημιουργείται από αυτά, δεν ήταν παρά...μέσο. Η αριστερή θεώρηση του εμπεριεχόταν σε μιαν αγαπημένη του φράση του Μπερτολντ Μπρεχτ την οποία επαναλάμβανε πολύ συχνά, «ένας κόσμος όπου οι ποιητές θα ψαρεύουν και οι ψαράδες θα γράφουν ποιήματα». 

Open Image Modal
.
EUROKINISSI

Το αριστερό όραμα του Μικρούτσικου ήταν μιας κοινωνίας όπου, δίπλα – και ακόμα περισσότερο μάλιστα – στην βελτίωση των πρακτικών συνθηκών διαβίωσης κάθε ανθρώπου θα υπήρχε και η συνεχής πνευματική άνοδος και πρόοδος του. Όραμα φυσικά διπλά ουτοπικό σε σχέση με μόνον έναν δικαιότερο οικονομικά κόσμο και όλο και περισσότερο στο πέρασμα του χρόνου και πιστεύω ότι, ακόμα και αν συναισθηματικά δεν τόλμησε ίσως ποτέ να το ομολογήσει στον εαυτό του, όντας ευφυέστατος κατά βάθος το ήξερε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον ο ίδιος. Οσο παράδοξο μάλιστα και αν φαίνεται όσο περισσότερο συνειδητοποιούσε την ουτοπικότητα του τόσο πίστευε σε αυτό, μάλλον αισθανόταν την ανάγκη να πιστεύει, να το επιθυμεί και να αγωνίζεται για αυτό. Καθώς όμως – μαθηματικός γαρ, αυτό ήταν το αντικείμενο των ακαδημαϊκών σπουδών του – ήταν και πολύ πρακτικό πνεύμα είχε βρει τον τρόπο να γεφυρώνει αυτή την εσωτερική αντίφαση του. Ο τρόπος αυτός δεν ήταν άλλος από το να λειτουργεί εντός ενός κόσμου ο οποίος είναι και θα είναι για απροσδιόριστο ακόμα διάστημα καπιταλιστικός στο έπακρο διατηρώντας μεν ακέραια την ιδεολογία και το όραμα του αλλά και απολύτως αποτελεσματικά. Αυτή η πλευρά του ήταν ο Μικρούτσικος της επιτυχημένης οικονομικής και όχι μόνο διαχείρισης, από αυτήν της δικής του διαδρομής μέχρι της συλλογικής φορέων οι οποίοι ξεκινούσαν από φεστιβάλ (όπως της γενέτειρας του Πάτρας το οποίο ίδρυσε) και έφτασαν μέχρι το ίδιο το υπουργείο πολιτισμού.

Η προσέγγιση αυτή άλλωστε συμφωνούσε και με μιαν άλλη παράμετρο της αριστερής θεώρησης του. Ο Μικρούτσικος δεν πίστευε σε μια «μίζερη» βελτίωση του επιπέδου ζωής με μιαν εξίσωση προς τα κάτω - με μιαν κυβερνητική/ διοικητική νομενκλατούρα όμως για την οποία θα ίσχυε μάλλον το ακριβώς αντίθετο, ας μην το ξεχνάμε και αυτό – τύπου της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ. Πίστευε σε μιαν εξίσωση το βιοτικού επιπέδου προς τα πάνω, όσο το δυνατόν υψηλότερα, χάρη στα οποία κάθε άνθρωπος θα απολάμβανε τα καλύτερα, αρκετά από τα οποία – για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις, όπως δεν είχε και ο ίδιος – είναι προϊόντα ή τα έχει δημιουργήσει ο καπιταλισμός. Τα καλύτερα άλλωστε, από το καλό φαγητό μέχρι και, γιατί όχι, τα καλά άρα και ακριβά αυτοκίνητα, τα χαιρόταν και τα απολάμβανε και ο ίδιος. Μια και μόνη φορά να τον συναντούσες για λίγο το διαπίστωνες αυτό, όχι μόνο φαινόταν αλλά και δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει. Γιατί να το κρύψει άλλωστε αφού ήταν απολύτως συνεπές με το προσωπικό πολιτικό όραμα του;

Στον ιδανικό κόσμο του Θ. Μικρούτσικου ο ίδιος, όπως και οι υπόλοιποι δημιουργοί, θα ψάρευε. Μόνο που αντί για ποιήματα θα έγραφε μουσική και το πιθανότερο είναιι, αντί για βάρκα, να ψάρευε από ένα όμορφο...ιστιοπλοϊκό! Αντίστοιχα όμως όχι μόνο δεν θα είχε πρόβλημα αν κάποιος ψαράς έγραφε μουσική εξίσου καλή με την δική του αλλά αντίθετα θα χαιρόταν και θα απολάμβανε να την ακούσει να παίζεται ζωντανά κάπου μαζί με την δική του, ακόμα και από την ίδια ορχήστρα. Μέχρι και αν όμως να φτάσουμε σε αυτόν τον ιδανικό κόσμο πορευόταν και λειτουργούσε μέσα στον νυν, τον υπαρκτό όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πως θα λειτουργούσε σε εκείνον, αυτό ήταν εν ολίγοις το modus vivendi του.

Ενα άλλο όμως πολύ σημαντικό στοιχείο αυτού του modus vivendi, της συνολικής αριστερής πολιτικής θεώρησης του ήταν η ελευθερία. Αν ο Μπερλινγκουέρ και οι υπόλοιποι ευρωκομουνιστές έλεγαν ότι «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει ποτέ» ο Μικρούτσικος μάλλον θα έλεγε «σοσιαλισμός χωρίς ελευθερία δεν είναι σοσιαλισμός». Πίστευε ακράδαντα στην ελευθερία, την προσωπική, την δική του και κάθε άλλου/ης και φυσικά στο άθροισμα τους, στην συλλογική ελευθερία ολόκληρης της κοινωνίας και αυτή ακριβώς ήταν η κυριότερη αντίθεση του με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» αλλά και η αιτία της αποχώρησης του από το ΚΚΕ σε μιαν εποχή που, καθώς υπήρχε ακόμα και μάλιστα παντοδύναμη η ΕΣΣΔ, εφάρμοζε την «γραμμή» του περιβόητου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» της ασύγκριτα περισσότερο από όσο σήμερα. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι το πρώτο τραγούδι του (από τον πρώτο δίσκο του, το «Πολιτικά Τραγούδια» του ’75) που τον έκανε ευρύτερα γνωστό ήταν η μελοποίηση ενός ποιήματος του Ναζίμ Χικμέτ το οποίο έχει σαν θέμα του ακριβώς την προσωπική ελευθερία και την καταπίεση της, το εμβληματικό «Μικρόκοσμος».

Από την αγάπη και την ανάγκη του για απόλυτη ελευθερία τέλος πήγαζε και μια τελευταία παράμετρος της σκέψης του, το ότι - ασυνείδητα μάλλον – αναθεωρούσε ή και αναιρούσε συνεχώς τις απόψεις του, μερικές φορές ακόμα και εντός λίγων λεπτών. Οσο παράξενο και αν φαίνεται μάλιστα πιστεύω ότι αυτή η συνεχής αναθεώρηση ήταν και η βαθύτερη αιτία που τον ώθησε να γίνει, να είναι και να παραμείνει μέχρι το τέλος αμετακίνητα αριστερός.

Οι αχανείς, ανοιχτοί, ελεύθεροι ορίζοντες

Ας αφήσουμε όμως προς στιγμή τον Θάνο Μικρούτσικο και ας αναρωτηθούμε κάτι για το οποίο σίγουρα έχουν αναρωτηθεί πολλοί φίλοι της ποίησης και ιδιαίτερα οι αναγνώστες του εν λόγω ποιητή. Τι ήταν άραγε αυτό που έκανε έναν ήδη διανοούμενο νεαρό και γόνο καλής και εύπορης αρχικά οικογένειας η οποία όμως είχε καταστραφεί οικονομικά και για αυτό είχε αναγκαστεί να αναζητήσει δουλειά σε ναυτιλιακό γραφείο, όπως ήταν ο Νίκος Καββαδίας, λίγο αργότερα να εγκαταλείψει την τελευταία και να μπαρκάρει; Η καλύτερη αμοιβή ίσως; Αμφίβολο καθώς πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να γίνει ασυρματιστής, η πρώτη δουλειά του σε καράβι ήταν «ναυτόπαις», μούτσος δηλαδή στην καθομιλουμένη. Το ότι ήδη αγαπούσε τόσο τις μυρωδιές, το φαγητό, την κούραση και γενικότερα τις συνθήκες εργασίας και ζωής σε πλοίο; Μάλλον απίθανο.

Η μόνη λογική εξήγηση λοιπόν είναι ότι ο – ήδη λογοτέχνης και διανοούμενος, το επαναλαμβάνω - Καββαδίας έγινε ναυτικός γιατί του εξασφάλιζε, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, δύο πράγματα που για εκείνον ήταν μάλλον τα σημαντικότερα. Περιπλάνηση σημαίνει ελευθερία και μόνον η ελευθερία επιτρέπει την περιπλάνηση. Ο Καββαδίας ήταν επίσης ένας εξαιρετικά φιλομαθής άνθρωπος και, όσο και αν ήταν από πολύ μικρός και δεν έπαψε ποτέ, φανατικός αναγνώστης από μια στιγμή και μετά τα βιβλία δεν του αρκούσαν. Ήθελε να γνωρίσει αληθινά, να έχει βιωματική εμπειρία τόπων, πολιτισμών και τρόπων ζωής αλλά και ανθρώπων, όσο το δυνατόν περισσότερων από άπαντα αυτά. Σε μιαν εποχή που το Internet δεν υπήρχε ούτε καν σαν επιστημονική φαντασία το να γίνει ναυτικός ήταν η μοναδική ίσως λύση για όποιον επιθυμούσε αυτό.

Ισως να είχε περάσει και από το μυαλό του Θ. Μικρούτσικου, όταν ήταν μικρός, να κάνει το ίδιο αλλά πολλοί και ποικίλοι εύλογοι λόγοι τον έκαναν να μην το μπορεί, ίσως εντέλει ούτε καν να το θέλει. Ακριβώς για αυτό όμως δεν λάτρεψε απλά την γραφή του Καββαδία αλλά και ταυτίστηκε μαζί του πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε/αδήποτε άλλον/η ποιητή/ια και για αυτό και τον μελοποίησε καλύτερα από κάθε άλλον/η. Η προσέγγιση του στην ποίηση του Καββαδία ήταν ανάλογη με εκείνη του τελευταίου αλλά και την δική του στον κόσμο, την θεώρηση του δηλαδή ως ενός μη ομοιογενούς μεν αλλά ενιαίου συνόλου. Την έκανε πράξη προσθέτοντας στην γραφή του – η οποία μέχρι τότε καθοριζόταν από τις δύο βασικές αναφορές του, ως εκείνο το σημείο αναφορές του, την παράδοση της λόγιας μουσικής του εικοστού αιώνα, μερικές φορές στις πιο πρωτοποριακές ή και πειραματικές ακόμα τάσεις της και την ακόμα μεγαλύτερη της ευρύτερης ευρωπαϊκής προέλευσης μπαλάντας, στοιχεία από ακόμα πιο σύγχρονα και διεθνή ιδιώματα όπως το rock και η jazz αλλά και, για πρώτη φορά και ακόμα ιδιαίτερα «διακριτικά», από την ημέτερη λαϊκή μουσική παράδοση. 

Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια ο έβδομος δίσκος του, το «Ο Σταυρός Του Νότου» του ’79, που ήδη με την το εναρκτήριο τραγούδι – σήμα κατατεθέν του, το «Kuro Siwo» με την «αντρίκεια» όσο θα την ήθελε και ο Καββαδίας ερμηνεία του Γιάννη Κούτρα, έφερε αβίαστα σε επαφή έναν δημιουργό ο οποίος μέχρι τότε απευθυνόταν σε ένα «υποψιασμένο» και/ή πολύ συγκεκριμένης πολιτικής τοποθέτησης ακροατήριο με το ευρύτερο ή και ευρύτατο κοινό της χώρας μας καθώς παραμένει μέχρι και σήμερα το πλέον ευπώλητο album από καταβολής ελληνικής δισκογραφίας. Ο Μικρούτσικος όμως δεν μπορούσε να τελειώσει με τον αγαπημένο του ποιητή με μια μόνον εργασία και έτσι δώδεκα χρόνια αργότερα, το ’91, επανήλθε με το «Γραμμές Των Οριζόντων» το οποίο περιλάμβανε μερικά τραγούδια του «Ο Σταυρός Του Νότου» σε διαφορετικές εκτελέσεις και κυρίως με άλλους ερμηνευτές αλλά και κάποιες επιπλέον μελοποιήσεις ποιημάτων του Καββαδία. Δεν αποτέλεσε έκπληξη όπως η πρώτη καθώς επί της ουσίας ήταν μια ακόμα πιο ώριμη «προέκταση» της στο ίδιο συνθετικό, ενορχηστρωτικό και γενικότερα ηχητικό πλαίσιο με εκείνη. Η πραγματική όμως συνέχεια του πνεύματος και εξέλιξη της γραφής και της μουσικής «γλώσσας» του «Ο Σταυρός Του Νότου» θεωρώ ότι ήρθε περισσότερο από μια εικοσαετία από εκείνο με το «Ο Άμλετ Της Σελήνης» του ’02 συναποτελώντας μαζί του, τουλάχιστον για εμένα, τους δύο κορυφαίους κύκλους τραγουδιών σε αντίθεση με τα πάρα πολλά θαυμάσια μεμονωμένα του Θ. Μικρούτσικου.

«Κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό...»

Αντί να πω απλά ότι «ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν μεγάλος συνθέτης» θα προτιμήσω να παραθέσω τους συγκεκριμένους λόγους που τον ξεχώριζαν από την πλειοψηφία των καθόλου λίγων άξιων ή και σπουδαίων ομότεχνων του.

Ειδικά μετά από τον τόσο πρόωρο θάνατο του Μάνου Λοϊζου ήταν ο μόνος συνθέτης της γενεάς του που παρέμεινε ουσιαστικά ενεργός, όχι απλά δηλαδή ανακυκλώνοντας συναυλιακά ή και δισκογραφικά το ως τότε έργο του αλλά δημιουργώντας διαρκώς, με σταθερό ρυθμό, καινούριο μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του (ο τελευταίος του δίσκος με νέα τραγούδια, το «Στην Ομίχλη Των Καιρών» σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και ερμηνεία Μαριάννας Πολυχρονίδη, είχε κυκλοφορήσει μόλις το ’17).

Λειτούργησε σχεδόν εξίσου τόσο στον χώρο του λόγιου όσο και του λαϊκού τραγουδιού (με κορυφαίο στην δεύτερη περίπτωση για εμένα το album του ’96 «Στου Αιώνα Την Παράγκα» με ερμηνευτή τον Δημήτρη Μητροπάνο στο οποίο υπήρχε το αριστουργηματικό για το ιδίωμα «Ρόζα») ενώ διατηρούσε και μια παράλληλη διαδρομή ως συνθέτης κυρίως οργανικών – αλλά ενίοτε και φωνητικών – έργων απολύτου σύγχρονης ως και πρωτοποριακής μουσικής.

Ευτύχησε –- ακριβώς επειδή το επεδίωξε! – να συνεργαστεί με όλες, μα όλες γνωστές και μεγάλες σύγχρονες του ανδρικές και γυναικείες φωνές αλλά και μερικές από τις ανάλογες προγενέστερες και αρκετές από τις νεότερες.

Τέλος μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο ήταν οι δημιουργοί που κυρίως επηρέασαν την μετέπειτα πρώτη – και καλύτερη – γενεά της «σχολής» των τραγουδοποιών. Με μερικούς από αυτούς μάλιστα συνεργάστηκε με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Υπόγεια Ρεύματα, το σχήμα του Γρηγόρη Κλιούμη, στον κοινό τους δίσκο του ’09 «Τους Εχω Βαρεθεί» και στην περιοδεία που ακολούθησε. Όλως ιδιάζουσα περίπτωση ο Χρήστος Θηβαίος ο οποίος εξαρχής δήλωνε άρδην επηρεασμένος από τον Θ. Μικρούτσικο και μετά την πρώτη συνεργασία τους – και διατηρώντας σημειωτέον πάντα την διακριτή προσωπική του μουσική ταυτότητα – όχι μόνον εξελίχθηκε στον αγαπημένο του ερμηνευτή για την τελευταία εικοσαετία (η αντίστοιχη ερμηνεύτρια ήταν βέβαια η Ρίτα Αντωνοπούλου) αλλά και η μεταξύ τους σχέση έφτασε να είναι, τηρούμενων των αναλογιών, σχεδόν «πατέρα – γιου» καθώς ο δεύτερος αναγνώριζε στον πρώτο πολλά δικά του στοιχεία, μουσικά και δημιουργικά αλλά και, από πολλές πλευρές, ακόμα και σαν προσωπικότητα.

Όσοι/ες γνωρίζαμε κάπως καλύτερα τον Θ. Μικρούτσικο είχαμε διαπιστώσει μια σειρά πράγματα για εκείνον. Πριν από όλα όχι απλά η αυτοπεποίθηση του αλλά και η εμπιστοσύνη, καλύτερα η πίστη του στην αξία του έργου του ήταν παροιμιώδης, σχεδόν την ένιωθες να αναδύεται από μέσα του χωρίς καν να χρειάζεται να μιλήσει. Ομως σε μια συνέντευξη Τύπου για ένα κοινό τους πρόγραμμα αποκάλεσε – χωρίς να είναι υποχρεωμένος και δίχως καν να υπάρχει λόγος – τον προσωπικό δίσκο «Σιδερένιο Νησί» που είχε τότε κυκλοφορήσει σχετικά πρόσφατα τότε ο Χρήστος Θηβαίος «έναν από τους καλύτερους των τελευταίων χρόνων, όχι μόνον ερμηνευτικά αλλά συνθετικά, ενορχηστρωτικά, τα πάντα». Δεν το έλεγε καθόλου συγκαταβατικά και «από καθέδρας» αλλά με χαρά και ενθουσιασμό, σχεδόν με υπερηφάνεια. Και αν αυτό το περιστατικό είχε ίσως να κάνει με την «πατρική» σχέση που προανέφερα σε ένα άλλο ήταν εντελώς ξεκάθαρη η αντικειμενικότητα του. Η τελευταία φορά που έμελλε να του μιλήσω ήταν μετά το τέλος ενός αληθινά εξαίρετου αυτοσχεδιαστικού πιανιστικού ρεσιτάλ του συνθέτη και πιανίστα Θοδωρή Οικονόμου το οποίο είχαμε παρακολουθήσει αμφότεροι. Του εξέφρασα τον θαυμασμό μου για το ακρόαμα και, ήδη αρκετά καταπονημένος από την ασθένεια, υπερθεμάτισε λέγοντας «.ο Θοδωρής δεν ήταν για την Ελλάδα, αδικήθηκε που γεννήθηκε και έμεινε εδώ...»

Παρά το πόσο σημαντική αξία ήταν η ελευθερία για εκείνον ήταν επίσης απίστευτα συγκεντρωτικός σε οτιδήποτε αφορούσε το έργο του, συναυλιακά αλλά και δισκογραφικά. Τα πάντα έπρεπε να περάσουν από τα χέρια του αλλά, ακόμα και αν δεν γινόταν αυτό, έπρεπε να έχει τον έλεγχο τους και να είναι της απολύτου εγκρίσεως του. Συμβαίνει να γνωρίζω ότι ελάχιστες ημέρες πριν τον θάνατο του έδινε μέσα στο νοσοκομείο αυστηρότατες οδηγίες ώστε η συναυλία η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 20 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής να είναι ακριβής επανάληψη της μίας και μοναδικής αφιερωματικής στο σύνολο του έργου του που οργάνωσε ο ίδιος το καλοκαίρι του ’18. Ταυτόχρονα όμως τους λίγους στενούς, σταθερούς επί πολλά χρόνια συνεργάτες του τους εμπιστευόταν απόλυτα σε βαθμό που όχι μόνο να ακούει τις προτάσεις και ιδέες τους αλλά και συχνά να τις εφαρμόζει.

Τέλος είχε την φήμη – και όχι αδικαιολόγητα – του πολύ σκληρού διαπραγματευτή στα οικονομικά ζητήματα, διεκδικούσε την καλύτερη κάθε φορά αμοιβή για τις ζωντανές εμφανίσεις του αλλά και πλήρωνε ο ίδιος τους άμεσους συνεργάτες του (ερμηνευτές/ιες, εκτελεστές/ιες, ακόμα και ηχολήπτες) την θεσμικά καθορισμένη αμοιβή τους όχι μόνο δίχως κανένα «παζάρι» αλλά κάποτε και περισσότερο, κάτι που, πιστέψτε με, δεν ισχύει για όλους τους ομοτέχνους του, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και το ίδιο καταξιωμένους με εκείνον.

Όλα αυτά όμως είναι αρκετά αντιφατικά, ορισμένα ακόμα και πραγματικά αντιθετικά, θα έλεγαν κάποιο/ες. Φυσικά και είναι και με το παραπάνω και με αυτό επιστρέφουμε σε εκείνο που ανέφερα στην αρχή του κειμένου, ότι – δίχως προφανώς αυτό να σημαίνει ότι έπασχε από οποιουδήποτε είδους διαταραχή, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων – εντός του Θ. Μ. συνυπήρχαν δύο κάποιες φορές εντελώς αντίθετοι άνθρωποι. Η πολιτική και γενικότερα δημόσια προσωπικότητα του Μικρούτσικου ελάχιστη σχέση είχε με τον Θάνο στις προσωπικές σχέσεις του, ως φίλο, ακόμα και σαν συνεργάτη, ανάμεσα στα άλλα και γιατί στην δεύτερη περίπτωση εκδηλωνόταν πολύ περισσότερο και πιο έντονα το πηγαίο χιούμορ που τον χαρακτήριζε. Οποιονδήποτε/αδήποτε σχεδόν άλλον/η που βίωνε μια τόσο ισχυρή εσωτερική αντίφαση είτε θα τον/την οδηγούσε στην αμοιβαία ακύρωση των δύο πλευρών του με αποτέλεσμα την μετατροπή του σε μιαν ιδιότυπα, διαρκώς και όλο και περισσότερο «παθητική» και αδιάφορη προσωπικότητα ή στο να συνθλιβεί από την πίεση ανάμεσα τους. Για εκείνον δεν συνέβαινε ούτε το ένα ούτε το άλλο και ο λόγος και ο τρόπος ήταν πάρα πολύ απλός, ότι το δημόσιο πρόσωπο και ο άνθρωπος ενώνονταν και ισορροπούσαν απόλυτα στον δημιουργό Θ. Μ.

Μια από τις εκδηλώσεις αυτής της ένωσης που έφερνε την ισορροπία – ορατή όμως μόνο στους/στις λίγους/ες που είχαν παρατηρήσει και μελετήσει πολύ προσεχτικά το έργο του – ήταν ότι, χωρίς να είναι ούτε στο ελάχιστο τραγουδιστής όπως τόνιζε με ουκ ολίγο αυτοσαρκασμό ο ίδιος, είχε ερμηνεύσει πολύ λίγα τραγούδια του, αυτά ακριβώς τα οποία συνειδητοποιούσε ότι αφορούσαν στον ίδιο και πάρα πολύ άμεσα. Το πρώτο από αυτά βρισκόταν στο «Εμπάργκο» του ’82, το album στο οποίο εγκαινιάσθηκε η συνεργασία του με το στιχουργικό alter ego του, δηλαδή τον Αλκη Αλκαίο. Αυτό που έκλεψε την παράσταση μπορεί να ήταν η «φιλική συμμετοχή» του Μανώλη Μητσιά, το πανέμορφο «Ερωτικό» (ή «Με Μια Πιρόγα») που ήταν και ο πρώτος ουσιαστικός πειραματισμός του συνθέτη με την λαϊκή φόρμα αλλά το κομβικό τραγούδι αναμφίβολα ήταν το «Κακόηθες Μελάνωμα» που επέλεξε – για πρώτη φορά – να ερμηνεύσει ο ίδιος, από όσο γνωρίζω δεν το εμπιστεύθηκε ποτέ σε κανέναν άλλο και για αυτό παρουσιάστηκε ζωντανά πολύ λίγες φορές, μόνο για όσο διάστημα οι συναυλίες του είχαν ως βασικό περιεχόμενο τον συγκεκριμένο δίσκο. Τον είχα ακούσει αρκετές φορές να μιλά για αυτό το τραγούδι και μπορούσες να καταλάβεις ότι αντιλαμβανόταν πλήρως πως, αν και το θέμα του Α. Αλκαίου ήταν ο διανοούμενος της αριστεράς Νίκος Πουλαντζάς, ουσιαστικά μιλούσε για τον εαυτό του, άρα και τον συν-δημιουργό του τραγουδιού, τον ίδιο. Κατά τη γνώμη μου μάλιστα ακόμα και στους στίχους «τα ναύλα μου δε θα αγοράσω/γιατί απόμεινα στον άσο» και «κι εγώ απόψε θα σε χάσω/και αύριο θα σε ξεχάσω» που κλείνουν τα ρεφρέν δεν απευθύνονται σε κάποιον τρίτο αλλά στον αληθινό εαυτό του τον οποίο φοβάται ότι τον χάνει, στοιχείο φυσικά που αισθάνθηκε εξίσου και ο Θ. Μ. και για αυτό ακριβώς αποφάσισε να το ερμηνεύσει ο ίδιος. 

Η δεύτερη και πολύ πιο σημαντική – για αυτό άλλωστε και δεν έπαψε ποτέ να το ερμηνεύει ζωντανά σε κάθε διαθέσιμη ευκαιρία – ήταν το «Οι Εφτά Νάνοι Στο S/S Cyrenia» από το δεύτερο μέρος του «κύκλου Καββαδία», το «Γραμμές Των Οριζόντων». Διόλου συμπτωματικά πρόκειται για ένα από τα πλέον προσωπικά και σίγουρα το πιο «βαθύ» φιλοσοφικά ποίημα του Καββαδία το οποίο, κάτω από την αφηγηματική υπό μιαν έννοια επιφάνεια του, έχει ως πραγματικό θέμα την ίδια την έννοια της δημιουργικότητας. Σύντομα ο Μικρούτσικος καθιέρωσε κάτι που δεν έκανε σε κανένα άλλο τραγούδι του, πριν αρχίσει δηλαδή να το παίζει και να το ερμηνεύει κανονικά έκανε μια μακροσκελή αυτοσχέδια – και πάντα σόλο – πιανιστική εισαγωγή πάνω στην οποία απήγγειλε μιαν, επίσης αυτοσχεδιαστική, πρόζα. Αυτή η εισαγωγή απαγγελίας/πιανιστικής συνοδείας ήταν διαφορετική κάθε φορά που το έπαιζε ζωντανά, σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποια στιγμή κυκλοφόρησε σε CD μιαν επιλογή από αυτές τις ιδιότυπες ουβερτούρες με τον τίτλο «Πριν Τους Επτά Νάνους».

Φυσικά και έπαιξε το «Οι Εφτά Νάνοι Στο S/S Cyrenia» σε αυτές που επρόκειτο να είναι οι τελευταίες ζωντανές εμφανίσεις του, δύο κυριολεκτικά θριαμβευτικές βραδιές με ολόκληρο τον «κύκλο Καββαδία» στο Μέγαρο Μουσικής τον περυσινό Μάιο. Προφανώς επίσης έκανε την εισαγωγή του αλλά δεν ξέρω πόσοι/ες κατά την διάρκεια της συνειδητοποίησαν δύο πράγματα που συνέβησαν για πρώτη και - ίσως ακριβώς για αυτό – τελευταία φορά. Το πρώτο ίσως να μη το συνειδητοποίησε ούτε καν ο ίδιος, ότι αυτά που είπε και ιδίως το πως τα είπε συνιστούσαν μιαν αυτοκριτική. Ο Μικρούτσικος και ο Θάνος, αμφότεροι μαζί, έκαναν πιθανότατα για πρώτη φορά την αυτοκριτική του(ς) διαμέσου του δημιουργού Θ. Μ. και μάλιστα εκεί, δημόσια δηλαδή. Το δεύτερο αντίθετα φοβάμαι ότι το συνειδητοποίησε πολύ καλά ο ίδιος αλλά και κάποιοι/ες από το ακροατήριο, ανάμεσα τους και εγώ που τώρα καταλαβαίνω ότι δεν ήθελα να παραδεχθώ ότι το συνειδητοποίησα και για αυτό δεν το ανέφερα καν στην κριτική μου για την συναυλία την οποία παρακολούθησα. Προς το τέλος της η εισαγωγή σαφώς έγινε αποχαιρετισμός, ο Θ. Μ., έχοντας πλήρη επίγνωση ότι το τέλος πλησίαζε, επέλεξε με ειλικρίνεια και ουκ ολίγη γενναιότητα να αποχαιρετήσει τους/τις πάντες/πάσες, από τους δικούς του ανθρώπους μέχρι το κοινό, από την σκηνή του Μεγάρου πριν παίξει για τελευταία φορά τους αγαπημένους του «Επτά Νάνους».

Θεωρώ ότι το δεύτερο κομβικό τραγούδι, για τον ίδιο τουλάχιστον, του «κύκλου Καββαδία» ήταν επίσης από το «Γραμμές Των Οριζόντων». Είναι το «Καραντί» που από τις αρκετές ερμηνείες του πιστεύω ότι η κορυφαία είναι της Ρίτας Αντωνοπούλου η οποία στην κυριολεξία το έχει κάνει δικό της, αυτό που έχει το εξής ρεφρέν...

Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει

σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά

από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά

κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει

Αυτονόητο ότι θα παιχτεί και στην συναυλία της 20ης Ιανουαρίου στο ΜΜΑ, αυτήν που έγινε sold out πριν ακόμα από τον θάνατο του και την οποία προετοίμαζαν δύο επιστήθιοι φίλοι και συνεργάτες του για συνδρομή στα έξοδα της νοσηλείας του και τώρα έχει μετατραπεί σε έναν λαμπρό φόρο τιμής, τον πρώτο από τους σίγουρα πάρα πολλούς που θα ακολουθήσουν και για πολλά επίσης χρόνια. Ισως ακούγοντας το να καταλάβουμε όλοι και όλες ότι ο Θ. Μ. μπορεί μεν να «μπάταρε» όπως αναπόφευκτα θα συμβεί κάποτε και σε εμάς αλλά ταυτόχρονα ήταν και ο καρχαρίας ο οποίος, έστω και την τελευταία στιγμή, ξυπνούσε και οδηγούσε το πλοίο σε ασφαλή νερά. Αυτό ήταν όσο ζούσε, αυτό θα συνεχίσει να είναι στο συλλογικό συνειδητό μας και έτσι ελπίζω να νιώθει και να είναι στο πιο μεγάλο ταξίδι του που έχει ήδη αρχίσει, σε όποιες θάλασσες και προς όποιες κατευθύνσεις και αν γίνεται.

Καλό ταξίδι Θάνο, καλή «στεριά» καπτάν Μικρούτσικε...