Καρδιακές Αρρυθμίες: Γιατί συμβαίνουν και πως αντιμετωπίζονται

Μερικοί πιθανόν να αντιλαμβάνονται με αυτόν τον τρόπο τις έκτακτες συστολές, ενώ άλλες, συχνές περιγραφές είναι «φτερούγισμα στο στήθος», «τσιμπήματα στην καρδιά».
Open Image Modal
Peter Dazeley via Getty Images
.

Η λέξη αρρυθμία δηλώνει πως η λειτουργία της καρδιάς στερείται ρυθμού και ο καρδιακός ρυθμός είναι γρήγορος, αργός ή τελείως ακανόνιστος. Σαν όρος είναι αρκετά γενικός και περιλαμβάνει μία μεγάλη ομάδα διαταραχών του καρδιακού ρυθμού, από αρκετά αθώες έως αρρυθμίες απειλητικές για τη ζωή.

Ανάλογη ποικιλία παρατηρείται και στα συμπτώματα που συνοδεύουν τις αρρυθμίες, καθώς το άτομο μπορεί να μην αναφέρει συμπτώματα ή να εκδηλωθούν σοβαρά συμπτώματα όπως η συγκοπή και η καρδιακή ανακοπή. Παρακάτω θα δούμε ορισμένα γενικά στοιχεία σχετικά με τις αρρυθμίες.

Οπως γράφει ο Γράφει ο Παπαδογιάννης Αθανάσιος, Ιατρός – Καρδιολόγος, Νέα Σμύρνη:

Τι είναι οι αρρυθμίες;

Η καρδιά αποτελείται από τέσσερις κοιλότητες, τους κόλπους και τις κοιλίες. Λειτουργεί ως μία αντλία λαμβάνοντας οξυγονωμένο αίμα από τους πνεύμονες το οποίο εξωθεί προς την αορτή και στο υπόλοιπο σώμα, ενώ στη συνέχεια δέχεται το αίμα που επιστρέφει από τις φλέβες και το ωθεί προς τους πνεύμονες.

Ο κύκλος αυτός επαναλαμβάνεται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.

Για να πραγματοποιηθεί ο καρδιακός κύκλος που αναφέρθηκε, η καρδιά συστέλλεται συγχρονισμένα μέσω του συστήματος αγωγής του ηλεκτρικού ερεθίσματος. Το ερέθισμα δημιουργείται σε μια περιοχή που ονομάζεται φλεβόκομβος, ο οποίος είναι ο φυσιολογικός βηματοδότης της καρδιάς μας.

Στη συνέχεια το ηλεκτρικό ερέθισμα μεταφέρεται στους κόλπους κι έπειτα στον κολποκοιλιακό κόμβο και από εκεί στις κοιλίες μέσω εξειδικευμένων ινών.

Διαταραχή σε κάποιο από τα παραπάνω συστήματα οδηγεί στην εμφάνιση αρρυθμιών. Οι διαταραχές μπορεί να εμφανιστούν στο σημείο παραγωγής του ηλεκτρικού ερεθίσματος ή στο σύστημα αγωγής του ερεθίσματος, ακόμα και ως μικτές διαταραχές.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των αρρυθμιών. Με βάση την καρδιακή συχνότητα διακρίνονται σε βραδυαρρυθμίες (παλμοί <60/λεπτό) και σε ταχυαρρυθμίες (παλμοί >100/λεπτό). Ανάλογα με το σημείο δημιουργίας των αρρυθμιών διακρίνονται σε υπερκοιλιακές (δημιουργούνται στους κόλπους) και σε κοιλιακές (δημιουργούνται στις κοιλίες).

Στις υπερκοιλιακές αρρυθμίες ανήκουν η φλεβοκομβική ταχυκαρδία, οι έκτακτες υπερκοιλιακές συστολές, η κολπική μαρμαρυγή, οι ταχυκαρδίες επανεισόδου, η κολπική ταχυκαρδία και στις κοιλιακές οι κοιλιακές έκτακτες συστολές, η κοιλιακή ταχυκαρδία, η κοιλιακή μαρμαρυγή.

Ένας άλλος τρόπος διάκρισης είναι ανάμεσα σε αυτές που είναι σχετικά αθώες, όπως είναι οι έκτακτες κοιλιακές συστολές και σε αυτές που είναι απειλητικές για τη ζωή, όπως η κοιλιακή ταχυκαρδία και η κοιλιακή μαρμαρυγή.

Γιατί συμβαίνουν;

Διάφορες αιτίες μπορούν να οδηγήσουν στη γένεση αρρυθμιών. Ορισμένες έχουν να κάνουν με τον τρόπο ζωής και τις καθημερινές συνήθειες και άλλες με την παρουσία ανατομικής ή λειτουργικής διαταραχής της καρδιάς.

Μερικές από τις αιτίες πρόκλησης αρρυθμιών είναι οι παρακάτω:

  • Άγχος
  • Κάπνισμα
  • Υπερβολική κατανάλωση καφεϊνης
  • Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ
  • Αρτηριακή Υπέρταση
  • Σύνδρομο υπνικής άπνοιας
  • Παρουσία κυκλώματος επανεισόδου
  • Σύνδρομο Wolff – Parkinson – White
  • Έμφραγμα Μυοκαρδίου
  • Καρδιακή Ανεπάρκεια
  • Ενδοκρινικές διαταραχές (ειδικά οι διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς)
  • Συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες
  • Ηλεκτρικά νοσήματα της καρδιάς (πχ, σύνδρομο Brugada, σύνδρομο μακρού QT)

Συμπτώματα των αρρυθμιών

Οι αρρυθμίες παρουσιάζουν ευρύ φάσμα στα συμπτώματα που προκαλούν. Ορισμένοι μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί και να μην αναφέρουν κάποιο ενόχλημα ή περιορισμό των καθημερινών δραστηριοτήτων. Το συνηθέστερο σύμπτωμα των αρρυθμιών είναι το αίσθημα παλμών, δηλαδή η αντίληψη των καρδιακών παλμών.

Μερικοί πιθανόν να αντιλαμβάνονται με αυτόν τον τρόπο τις έκτακτες συστολές, ενώ άλλες, συχνές περιγραφές είναι «φτερούγισμα στο στήθος», «τσιμπήματα στην καρδιά» ή ότι «σταματάει η καρδιά». Άλλα συχνά συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνονται οι αρρυθμίες είναι η αδυναμία, η εύκολη κόπωση, η ζάλη ή η δύσπνοια.

Τα πιο σοβαρά συμπτώματα των αρρυθμιών είναι ο έντονος πόνος στο στήθος και η συγκοπή, ειδικά σε ταχυκαρδίες με αρκετά αυξημένους καρδιακούς παλμούς.

Σε περίπτωση παρουσίας κάποιου από τα ανωτέρω συμπτώματα, διενεργείται καρδιολογικός έλεγχος ξεκινώντας με τη λήψη ιστορικού, την κλινική εξέταση και με το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) το οποίο προσφέρει σημαντικές πληροφορίες.

Ο έλεγχος συνήθως περιλαμβάνει Triplex καρδιάς, δοκιμασία κοπώσεως και την τοποθέτηση Holter ρυθμού 24ώρου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η διερεύνηση μπορεί να επεκταθεί με την εμφύτευση Holter καταγραφής μακράς διάρκειας ή και με ηλεκτροφυσιολογική μελέτη.

Πότε συμβαίνουν συνήθως;

Αρκετές από τις αρρυθμίες εκδηλώνονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, οπότε το πότε συμβαίνουν έχει να κάνει με το είδος της αρρυθμίας, αλλά και με τη δραστηριότητα ή τις συνήθειες του ατόμου. Ορισμένες αρρυθμίες εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της καθημερινής δραστηριότητας, την περίοδο που το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση εγρήγορσης.

Άλλες αρρυθμίες εκδηλώνονται σε συνθήκες ηρεμίας και αυξημένης δραστηριότητας του παρασυμπαθητικού συστήματος.

Τέλος, ορισμένες παρουσιάζονται μετά από υπερβολική λήψη αλκοόλ, αυξημένη ημερήσια κατανάλωση καφεϊνης ή σε περίοδο άγχους και συναισθηματικής φόρτισης.

Αντιμετώπιση και θεραπεία

Η αντιμετώπιση των αρρυθμιών περιλαμβάνει τρεις οδούς, ανάλογα και με το είδος της αρρυθμίας. Αυτές είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής, τα φαρμακευτικά μέσα και η επεμβατική αντιμετώπιση – τοποθέτηση συσκευών.

Όπως αναφέρθηκε, ορισμένες αρρυθμίες εκδηλώνονται ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων συνηθειών, όπως το κάπνισμα, η υπερβολική λήψη αλκοόλ ή καφεϊνης, ακόμη και η καθιστική ζωή. Επομένως, είναι εμφανές πως η αλλαγή του τρόπου ζωής σε αυτούς τους τομείς και η υιοθέτηση πιο «υγιεινών» συνηθειών μπορεί να βοηθήσει σημαντικά.

Φαρμακευτική αντιμετώπιση της αρρυθμίας

Στον τομέα των φαρμάκων, υπάρχει μία ειδική κατηγορία φαρμάκων, τα αντιαρρυθμικά φάρμακα, τα οποία ταξινομούνται με τη σειρά τους σε συγκεκριμένες κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο δράσης τους. Κάποια χορηγούνται για την αποκατάσταση του φυσιολογικού ρυθμού και άλλα για τη μείωση της καρδιακής συχνότητας.

Με αυτό τον τρόπο, για κάθε τύπο αρρυθμίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάποιο ειδικό και κατάλληλο φάρμακο. Ορισμένα αντιαρρυθμικά φάρμακα είναι η αμιωδαρόνη,  οι β – αναστολείς (πχ μετοπρολόλη, βισοπρολόλη, καρβεδιλόλη) και οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου.

Εξίσου σημαντική είναι η βελτιστοποίηση της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει κάποιος για κάποια χρόνια νοσήματα, όπως είναι η καρδιακή ανεπάρκεια, οι θυρεοειδοπάθειες, ακόμη και η αρτηριακή υπέρταση. Ο έλεγχος και η ρύθμιση των συνοδών νοσημάτων μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης αρρυθμιών.

Ακόμη, σε ορισμένες αρρυθμίες, συγκεκριμένα την κολπική μαρμαρυγή και τον κολπικό πτερυγισμό, χορηγούνται αντιπηκτικά φάρμακα για την προστασία από την εμφάνιση αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.

Πως βοηθάει στην αντιμετώπιση η τεχνολογία

Σχετικά με τις συσκευές που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των αρρυθμιών, με την πρόοδο της τεχνολογίας αναβαθμίζεται συνεχώς η λειτουργία τους, μειώνεται το μέγεθός τους, ενώ, πλέον, η τοποθέτησή τους είναι πολύ πιο εύκολη σε σχέση με το παρελθόν.

Οι βηματοδότες χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των βραδυαρρυθμιών, αρρυθμιών με χαμηλούς παλμούς που παρεμποδίζουν τη φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς. Πλέον τοποθετείται με τοπική αναισθησία μέσω μίας μικρής τομής και ο ασθενής επιστρέφει ακόμη και αυθημερόν στην οικία του.

Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις τοποθετούνται ειδικοί βηματοδότες που «συγχρονίζουν» τη λειτουργία της δεξιάς και της αριστερής καρδιάς και η θεραπεία αναφέρεται ως θεραπεία επανασυγχρονισμού. Επειδή αφορά και τις δύο κοιλίες, ο βηματοδότης περιγράφεται ως αμφικοιλιακός.

Τέλος, σε ειδικές καταστάσεις, όπως είναι η επιβίωση μετά από καρδιακή ανακοπή, σε σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια, σε αρρυθμίες ή και σε ηλεκτρικά νοσήματα της καρδιάς, τοποθετούνται απινιδωτές, με στόχο την αποφυγή του αιφνιδίου καρδιακού θανάτου. Μοιάζουν με τους βηματοδότες και τοποθετούνται με ανάλογο τρόπο.

Για όλες τις προαναφερθείσες συσκευές πραγματοποιείται παρακολούθηση κι εκτίμηση της λειτουργίας τους με ειδικό μηχάνημα κάθε έξι ή 12 μήνες.

Η απινίδωση μπορεί να πραγματοποιηθεί και με την κλασική συσκευή του εξωτερικού απινιδωτή σε περίπτωση που κάποιο άτομο παρουσιάσει καρδιακή ανακοπή, στα πλαίσια της καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης (ΚΑΡΠΑ).

Σε ορισμένες περιπτώσεις, για την αντιμετώπιση αρρυθμιών ανθεκτικών στη φαρμακευτική αγωγή ή αρρυθμιών που εκδηλώνονται με αιμοδυναμική αστάθεια (υπόταση, δύσπνοια, πόνος στο στήθος) πραγματοποιείται καρδιομετατροπή ή ηλεκτρική ανάταξη της αρρυθμίας, πάλι με τη χρήση απινιδωτή, έπειτα από ήπια καταστολή του ασθενούς.

Τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η θεραπεία αρρυθμιών με κατάλυση (ablation), η οποία είναι μία επεμβατική διαδικασία που πραγματοποιείται μέσω καθετήρων, συνήθως στον ίδιο χρόνο με την ηλεκτροφυσιολογική μελέτη. Μέσω της χρήσης των καθετήρων ανιχνεύεται η περιοχή που είναι υπεύθυνη για την αρρυθμία και, χορηγώντας ρεύμα, καταστρέφουν τη γενεσιουργό αιτία της αρρυθμίας.

Η κατάλυση είναι ιδιαίτερα επιτυχής σε περιπτώσεις κολπικού πτερυγισμού, υπερκοιλιακής ταχυκαρδίας, συνδρόμου Wolff – Parkinson – White, κολπικής μαρμαρυγής, ενώ εφαρμόζεται όλο και περισσότερο σε όλο το φάσμα των ταχυαρρυθμιών.

Είναι εμφανές πως οι αρρυθμίες έχουν ποικίλο φάσμα αιτίων, κλινικών εκδηλώσεων αλλά και κλινικών καταστάσεων στις οποίες μπορούν να οδηγήσουν. Ο περιοδικός έλεγχος από τον θεράποντα ιατρό και η εκτίμηση σε περίπτωση συμπτωμάτων που υπονοούν την παρουσία αρρυθμιών είναι θεμελιώδης. Τέλος, για ακόμη μία φορά, ο υγιεινός τρόπος ζωής και η πρόληψη βρίσκονται πολύ ψηλά στη θωράκιση της υγείας κάθε ατόμου.

ΠΗΓΗ: fmh.gr