Καθώς οι δείκτες του ρολογιού μετακινούνται προς τα Χριστούγεννα, τα λαμπιόνια του Χριστουγεννιάτικου δένδρου φωτίζουν το σαλόνι και η κουζίνα μοσχομυρίζει βούτυρο και κανέλα. Η γαλοπούλα, παραγεμισμένη, περιμένει την ώρα που θα μπει στο φούρνο και τα χαμόγελα των παιδιών είναι πιο πλατιά από κάθε άλλη εποχή του χρόνου.
Το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, λίγο πριν ξαπλώσουν στα κρεβάτια τους, θα ευχηθούν ό,τι επιθυμούν με την ελπίδα να το βρουν την αυριανή στις μεγάλες κόκκινες κάλτσες που έχουν κρεμάσει δίπλα από το τζάκι. Εκείνη τη νύχτα, τα αστέρια θα απλώσουν το φως τους στο σκοτεινό ουρανό ως μήνυμα ότι η ελπίδα είναι εδώ και η αγάπη θα επικρατήσει.
Διότι αυτό ακριβώς είναι τα Χριστούγεννα, η μαγεία, η προσμονή αλλά και το φως που υπερνικά το πιο βαθύ σκοτάδι, εκείνο που έχει τις ρίζες του στα αρχαία παγανιστικά χρόνια, όταν οι φυλές των Ανθρώπων γιόρταζαν την γέννηση του θεού Ήλιου σε μια προσπάθεια να ξορκίσουν το σκότος.
«Εγώ θα τιμήσω τα Χριστούγεννα στην καρδιά μου και θα προσπαθήσω να τα κρατήσω εκεί, όλο τον χρόνο», αναφέρει ο μικρός Τιμ στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Κάρολου Ντίκενς, δίνοντας μέσα σε μια πρόταση όλη τη μαγεία που χρειάστηκε για να καθιερώσει τα Χριστούγεννα ως τη σημαντικότερη θρησκευτική εορτή του δυτικού κόσμου, μετατρέποντας τον εαυτό του στο πρώτο influencer όλων των εποχών.
Η ζωή του Κάρολου Ντίκενς
Ο Κάρολος Ντίκενς γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας. Ο πατέρας του δούλευε στο Βρετανικό Ναυτικό, αλλά τα χρέη που συστηματικά δημιουργούσε χωρίς να ξεπληρώνει τον έστειλαν στη φυλακή.
Ο Ντίκενς ήταν από τους λίγους τυχερούς που πήγαιναν σχολείο, όμως στα 12 έμεινε μόνος του στο Λονδίνο, και για να ζήσει, παράτησε το σχολείο και έπιασε δουλειά σ′ ένα εργοστάσιο παπουτσιών κοντά στον ποταμό Τάμεση.
Όταν ο πατέρας του βγήκε από τη φυλακή, αρνήθηκε να πάρει τον Ντίκενς πίσω στο σπίτι και ο Κάρολος πέρασε τα επόμενα χρόνια μέσα στην απόγνωση και τη μοναξιά, παρατηρώντας με τις ώρες τους ανθρώπους και τις καθημερινές συνήθειές τους. Αν και δεν μπόρεσε να σπουδάσει, δούλεψε πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος και έγραψε πολλές νουβέλες.
Στη πορεία της ζωής του κατάφερε να ξεφύγει από τη φτώχεια και τις κακουχίες και έγινε ένας από τους επιφανέστερους συγγραφείς της Βικτοριανής Εποχής. Ακόμη και η βασίλισσα Βικτόρια είχε δηλώσει λάτρης των βιβλίων του, όπου περιέγραψε με ακρίβεια και συναισθηματισμό τα βάσανα των περιθωριακών και πάμφτωχων κατοίκων της Αγγλίας.
Μέχρι τον θάνατό του, από εγκεφαλικό στις 9 Ιουνίου του 1870, ο Ντίκενς είχε γράψει πάνω από 15 μυθιστορήματα, τα περισσότερα εμπνευσμένα από τις πικρές παιδικές του αναμνήσεις, έμεινε γνωστός για το χιούμορ και το συνδυασμό ρεαλιστικών και ρομαντικών καταστάσεων, παντρεύτηκε και χώρισε, απέκτησε 10 παιδιά και ταξίδεψε δύο φορές στην Αμερική. Όμως έμεινε γνωστός στην ιστορία της ανθρωπότητας ως ο άνθρωπος που επινόησε τα Χριστούγεννα.
«Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία»
Το 1843 ο Κάρολος Ντίκενς ταξίδεψε στο Μάντσεστερ. Η κοινωνική αδικία και η αδιαφορία της βρετανικής κυβέρνησης για τις λιγότερο προνομιούχες περιοχές της Αγγλίας τον εξόργισε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σε μια παθιασμένη ομιλία του, στις 5 Οκτώβρη του ίδιου έτους, να προτρέψει τους εργάτες του Μάντσεστερ να ενωθούν και να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους, που επιδεικτικά η κυβέρνηση αγνοούσε. Η τριήμερη διαμονή του στις εργοστασιακές συνοικίες του Μάντσεστερ μαζί με τις αναμνήσεις που είχε από την παιδική του ηλικία, ήταν το κατάλληλο ερέθισμα και η πιο ουσιαστική βάση για να γράψει τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» («A Christmas Carol»).
Τη περίοδο εκείνη, ο συγγραφέας και η σύζυγός του Kέιτ βρίσκονταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Περίμεναν το πέμπτο τους παιδί, ενώ έπρεπε να δίνουν χρήματα και για μια μεγάλη υποθήκη που είχαν για το σπίτι τους. Ο Ντίκενς ξεκίνησε να γράφει τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» τον Οκτώβριο του 1843, λίγες μόνο ημέρες μετά την επιστροφή του από το Μάντσεστερ.
Γράφοντας, δέθηκε υπερβολικά με τους χαρακτήρες του έργου του, φτάνοντας μάλιστα σε σημείο να κλαίει, να γελάει και να κλαίει ξανά, όπως έλεγε κι ο ίδιος, καθώς περνούσε τις νύχτες άγρυπνος για να γράφει. Ολοκλήρωσε το πόνημά του έξι εβδομάδες αργότερα. Μάλιστα, πλήρωσε μόνος του τα έξοδα της έκδοσης του βιβλίου κι επέμεινε σε πολυτελές εξώφυλλο και εικονογράφηση, αλλά φρόντισε να διατεθεί σε χαμηλή τιμή για να μπορούν όλοι να το αγοράσουν.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα του 1843, στις 19 Δεκεμβρίου, και έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία, αν και εξαιτίας του υψηλού κόστους της έκδοσης, τα έσοδα του συγγραφέα ήταν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα. Τις πρώτες πέντε μέρες κυκλοφορίας πούλησε πάνω από 6.000 αντίτυπα και αυτόματα μετατράπηκε σε μεγάλη εμπορική επιτυχία, η οποία διατηρήθηκε στο πέρασμα του χρόνου.
Ο Ντίκενς πίστευε πως η κοινωνική αδικία και η κακομεταχείριση των παιδιών που προέρχονταν από φτωχές οικογένειες, θα γίνονταν γνωστές μέσα από το βιβλίο του. Η ελπίδα του ήταν να κινητοποιήσει το κράτος και τους πολίτες προκειμένου να βοηθηθούν όσοι είχαν προβλήματα επιβίωσης. Τελικά κατάφερε κάτι πολύ πιο σπουδαίο και μεγάλο. Άλλαξε την εικόνα που είχε η Δύση για τον εορτασμό των Χριστουγέννων.
Στην πρώιμη βικτοριανή περίοδο στη Βρετανία, ο εορτασμός των Χριστουγέννων βρισκόταν σε παρακμή. Οι μεσαιωνικές παραδόσεις, που συνδύαζαν την γέννηση του Ιησού με την αρχαία ρωμαϊκή γιορτή των Σατουρναλίων και τον εορτασμό του Yule, ο οποίος σηματοδοτούσε για τους Γερμανούς το χειμερινό ηλιοστάσιο, αντιμετωπίζονταν ως παγανιστικές και με αυξανόμενη καχυποψία από τους Βρετανούς πουριτανούς. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν ότι αν τα Χριστούγεννα εορτάζονταν με την καθολική συμμετοχή του πληθυσμού, οι λαϊκές τάξεις θα μεθούσαν και θα εκτραχύνονταν σεξουαλικά, όπως συνέβαινε επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Παράλληλα, η Βιομηχανική Επανάσταση, η οποία βρισκόταν τη περίοδο εκείνη σε πλήρη εξέλιξη, άφηνε πολύ λίγο χρόνο και ελάχιστα χρήματα στους εργάτες για τον εορτασμό των Χριστουγέννων. O γερμανικής καταγωγής πρίγκιπας Αλβέρτος, ο οποίος είχε παντρευτεί τη Βασίλισσα Βικτόρια, ήταν αυτός που εισήγαγε το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου από την Γερμανία, όπως επίσης επέβαλε την αναβίωση των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών (κάλαντα), αλλά και την ανταλλαγή Χριστουγεννιάτικων καρτών, αφού η πρώτη εορταστική κάρτα εμφανίστηκε στη βικτοριανή Βρετανία τη δεκαετία του 1840.
Το αριστουργηματικό, όμως, έργο του Nτίκενς ήταν αυτό που αναζωογόνησε τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, τόσο στη Βρετανία (και στη συνεχεία στην Ευρώπη) όσο και στην Αμερική. Ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο περιέγραψε τις γιορτές, ως μια περίοδο, δηλαδή, όπου όλοι είναι ευγενικοί, καλοί και φιλάνθρωποι και σκέφτονται το διπλανό τους σαν τον εαυτό τους, ήταν αυτό που ζέστανε περισσότερο τις καρδιές των συμπατριωτών του και αποθέωσε το κείμενό του.
Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ είναι ένας τσιγκούνης (από αυτόν, άλλωστε, βαφτίστηκε ο Σκρουτζ του Ντίσνεϊ) και μίζερος γέρος, που δε νοιάζεται για κανέναν. Οι άνθρωποι γι` αυτόν υπάρχουν μόνο για να δουλεύουν και να του δίνουν χρήματα. Ιδιαιτέρως σιχαίνεται τα Χριστούγεννα, τα οποία θεωρεί πως απλώς τον μεγαλώνουν κατά ένα χρόνο, χωρίς, όμως, να τον κάνουν ούτε κατά μια δεκάρα πλουσιότερο. Όμως, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1843, ο γερο-Σκρουτζ δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη από το φάντασμα του πρώην συνεργάτη του, Τζέικομπ Μάρλεϊ, που είχε πεθάνει ακριβώς πριν από επτά χρόνια. Ο Μάρλεϊ υπήρξε και αυτός τσιγκούνης και μίζερος όπως ο Σκρουτζ, αλλά μετά θάνατον υποφέρει από τις αμαρτίες του και θέλει να βοηθήσει τον Σκρουτζ, ώστε να μην έχει την ίδια κατάληξη.
Εξηγεί, λοιπόν, στον πρώην συνεργάτη του πως πρόκειται να τον επισκεφτούν τρία πνεύματα, των περασμένων (τον ταξιδεύει σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του στο παρελθόν), των τωρινών (του φανερώνει την πραγματική διάσταση της τωρινής του ζωής ) και των μελλοντικών Χριστουγέννων (τον βάζει να παρακολουθήσει το θάνατο του ίδιου του εαυτού του). Αυτά τα τρία πνεύματα δείχνουν στον Σκρουτζ τα λάθη του κι ο ίδιος σταδιακά μετανοεί.
Το πρωί των Χριστουγέννων στέλνει μια γαλοπούλα (ως τότε το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο πιάτο ήταν η ψητή χήνα) στον ταλαίπωρο και φτωχό υπάλληλό του Μπομπ Κράτσιτ, ενώ περνά τη γιορτινή ημέρα παρέα με τον ανιψιό του Φρεντ, τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή περιφρονούσε. Η καλοσύνη του Σκρουτζ συνεχίζεται και μετά τα Χριστούγεννα, αφού δίνει αύξηση στον Μπομπ και ορκίζεται να βοηθά την οικογένειά του, ιδίως τον μικρό γιο του Τιμ, που είναι κουτσός. Τελικά, ο Σκρουτζ μεταμορφώνεται στον μεγαλύτερο ευεργέτη της πόλης του και λυτρώνεται.
Πιστεύεται ότι ο Ντίκενς εμπνεύστηκε τη φιγούρα του φιλάργυρου και τσιγγούνη Σκρουτζ από ένα πραγματικό πρόσωπο, τον Τζον Μέγκοτ (και αργότερα Τζον Ελβς) ο οποίος γεννήθηκε στην Αγγλία τον Απρίλιο του 1714. Η αλήθεια είναι πως ο Μέγκοτ είχε μια εντελώς διαφορετική ζωή από αυτή του Ντίκενς. Γεννήθηκε σε πλούσια οικογένεια και παρά το γεγονός ότι οι γονείς του πέθαναν όταν ήταν ακόμη μικρός, η περουσία που του άφησαν ήταν τέτοια ώστε να ζήσει με άνεση. Και αυτό ακριβώς έκανε σπαταλώντας μέχρι τα 30 του όλα του τα χρήματα.
Τα επόμενα χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα για τον ίδιο ο οποίος άλλαξε το όνομα του σε Ελβς, όπως ήταν το επώνυμο του θείου του, τον οποίο και κληρονόμησε. Παρά το γεγονός ότι η περιουσία του θείου του ήταν αρκετή, ο Μέγκοτ δεν ξόδεψε ποτέ του χρήματα μέχρι να πεθάνει μόνος και έρημος όπου διαπιστώθηκε ότι είχε στη κατοχή του ένα εκατομμύριο λίρες.
Στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη
Το Νοέμβριο του 2017 βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η καναδο-ιρλανδική παραγωγή με τίτλο The Man Who Invented Christmas, η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα Λες Στάντιφορντ. Πρόκειται για μια καταγραφή της ζωής του Ντίκενς την περίοδο που αποφάσισε να γράψει τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία. Η ταινία διερευνά τη ζωή του μεγάλου συγγραφέα, ο οποίος το 1843 μοιάζει να έχει περιέλθει σε συγγραφικό τέλμα και ν′ αδυνατεί να βρει εκδότη για τις ιδέες του. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που εμπνέεται από τα Χριστούγεννα.
Αν και ο κινηματογράφος, όπως και η τηλεόραση, είχαν φιλοξενήσει πολλές φορές στο παρελθόν το έργο του Ντίκενς, αυτή ήταν η πρώτη φορά που η ζωή του ίδιου του συγγραφέα αποτέλεσε το σημείο της κινηματογραφικής έμπνευσης. Η ταινία ξεκινάει με την επιστροφή του συγγραφέα από την Αμερική, όπου είχε πάει για περιοδεία, και παρουσιάζει τα ιστορικά στοιχεία της προσπάθειάς του να δώσει στους αναγνώστες του μια χριστουγεννιάτικη νουβέλα.
Παρόλο που η ταινία αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο το μυθιστόρημα του Ντίκενς βοήθησε στην αναβίωση του εορτασμού των Χριστουγέννων, ορισμένα σημαντικά σημεία της αποτελούν μέρος της κινηματογραφικής αδείας, όπως η περίπτωση της υπηρέτριας από την Ιρλανδία, η οποία του δίνει στοιχεία για τους μύθους του Wild Hunt Το πιθανότερο είναι ο Ντίκενς να είχε μελετήσει από μόνος του τις παραδόσεις των παγανιστικών εορτασμών που συνδέονταν με το χειμερινό ηλιοστάσιο.
Στο αντίθετο άκρο της βιογραφίας του Ντίκενς, όπως τουλάχιστον παρουσιάστηκε στη συγκεκριμένη ταινία, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τη μίνι σειρά του Στίβεν Νάιτ και του Τομ Χάρντι για το ΒΒC, το Δεκέμβριο του 2019. H μεταφορά, αν και βασίζεται στη γνωστή ιστορία του Ντίκενς, είναι άκρως σκοτεινή και θυμίζει περισσότερο σαιξπηρικό δράμα, παρά ντικενσιανή νουβέλα. Φυσικά, σε πρώτο πλάνο εμφανίζεται το καταθλιπτικό και άκρως παγωμένο βικτοριανό Λονδίνο, ενώ ο Σκρουτζ, τον οποίον ενσαρκώνει εξαιρετικά ο Γκάι Πιρς, διοικεί μια μεγάλη επιχείρηση επενδύσεων (σε αντίθεση με την αρχική νουβέλα όπου είναι τοκογλύφος).
Η ιστορία εκτυλίσσεται παραμονή Χριστουγέννων του 1843 ακολουθώντας την γνωστή αλληλουχία των γεγονότων της χιλιοδιαβασμένης νουβέλας του Ντίκενς, μόνο που υπάρχουν δομικές και καίριες αλλαγές. Ο Νάιτ στο σενάριο προσαρμόζει πολλά παγανιστικά στοιχεία των Χριστουγέννων της προ-χριστιανικής Ευρώπης, τα οποία μόνο οι γνώστες μπορούν ν′ αναγνωρίσουν.
Δίνει βάση στις γυναικείες φιγούρες της σειράς, την αδερφή του Σκρουτζ και τη σύζυγο του Μπομπ Κράτσιτ, του υπαλλήλου του Σκρουτζ, η οποία μάλιστα, αν και φαινομενικά ανήμπορη, παρουσιάζεται να κατέχει κάτι από την αρχέγονη δύναμη του θηλυκού, ειδικά όταν μοιάζει να ενεργοποιεί/καλεί τα πνεύματα (παραπέμποντας τους θεατές στις γυναικείες φιγούρες της προ-χριστιανικής Ευρώπης και στην παράδοση του Wild Hunt, όπου πνεύματα κατέβαιναν από τον Ουρανό).
Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, όπως τον έχει παρουσιάσει ο Πιρς, είναι ίσως η τελειότερη απεικόνιση του παράξενου και στρυφνού ανθρώπου που πιστεύει μόνο στο χρήμα. O ίδιος θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι ένα θηρίο γι΄αυτό και χλευάζει όποια προσπάθεια καλοσύνης, θεωρώντας την ως απάτη. Χρησιμοποιεί συχνά τη χαρακτηριστική φράση “Bah! Humbug!” την οποία συναντάμε και στο αρχικό κείμενο του Ντίκενς ( η συγκεκριμένη φράση μεταφορικά σημαίνει απάτη -κυριολεκτικά τρίχες, αηδίες).
Απέναντι από τον Πιρς (Σκρουτζ) έχουμε έναν άλλον εξαιρετικό ηθοποιό, τον Άντι Σέρκις, γνωστό από τον ρόλο του ως Γκόλουμ στην τριλογία του Τόλκιν (Άρχοντας των Δαχτυλιδιών). Ο Σέρκις ενσαρκώνει το Φάντασμα των Χριστουγέννων του Παρελθόντος και μοιάζει να έχει βγει από τις εικόνες του παγανιστικού παρελθόντος ως άλλος Father Frost ή Odin. Από τη μια ο ανήθικος εκ πεποιθήσεως Σκρουτζ και από την άλλη η κρόνια ενσάρκωση στο Φάντασμα, δημιουργούν ένα μοναδικό δίπολο, πάνω στο οποίο βασίζεται το μεγαλύτερο μέρος της σειράς.
Εκπληκτική στο ρόλο της και η Σαρλότ Ράιλι ως η αδερφή του Σκρουτζ, η οποία αναλαμβάνει τον ρόλο του Φαντάσματος των Φετινών Χριστουγέννων σε αντίθεση με τη νουβέλα του Ντίκενς, όπου το ρόλο κρατούσε άνδρας (μάλιστα στην εικονογράφηση της νουβέλας του Ντίκενς το συγκεκριμένο φάντασμα μοιάζει με την φιγούρα του Άγιου Βασίλη). Τα φαντάσματα ολοκληρώνει ο Τζέισον Φλέμινγκ, ο οποίος είναι άκρως τρομακτικός ως το Φάντασμα του Άγνωστου Μέλλοντος.
Η μετάλλαξη/αλλαγή του Εμπενίζερ Σκρουτζ δεν δίνεται ως η μαγική λύτρωση που επέρχεται ως αποτέλεσμα της ελπίδας που γεννούν τα Χριστούγεννα, αλλά είναι μια επίπονη και ψυχοφθόρα διαδικασία, η οποία επέρχεται ως κάθαρση και όχι ως το τελικό αποτέλεσμα. Σ′ ένα σκηνικό βίας, ανομίας, κέρδους, σεξουαλικής ανηθικότητας και κερδοσκοπίας, ο Σκρουτζ δεν λυτρώνεται απ′ ό,τι κάνει, απλά κατανοεί πώς ό,τι έπραξε ήταν όλα τα παραπάνω και πρέπει ν′ αγωνιστεί, αν επιθυμεί να διατηρήσει την ακεραιότητα και την καθαρότητα που ένιωσε μετά την επίσκεψη των τριών Φαντασμάτων. Εξάλλου, όπως λέει και η κυρία Κράτσις, «Πνεύματα, έχετε δουλειά ακόμη». Η συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν μόνο η αρχή.
Καθώς, λοιπόν, βιώνουμε τα “σκοτεινά” Χριστούγεννα του 2022 και ενώ ελπίζουμε στη δύναμη που θα μας δώσουν τα πνεύματα των παρελθοντικών και των μελλοντικών Χριστουγέννων, ας θυμηθούμε ό,τι είχε γράψει ο Κάρολος Ντίκενς, στη νουβέλα του «The Pickwick Papers:
«Ευτυχισμένα, ευτυχισμένα Χριστούγεννα, ό,τι μπορεί να μας παρασύρει πίσω στις παραληρητικές ιδέες των παιδικών μας ημερών, ό,τι μπορεί να ανακαλέσει τον γέροντα στις χαρές της νιότης του, ό,τι μπορεί να μεταφέρει τον ναύτη και τον ταξιδιώτη χιλιάδες μίλια μακριά, πίσω στο τζάκι και στο ήσυχο σπίτι του…»