Η Κατερίνα Σχινά είναι μεταφράστρια, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Έχει μια υπογραφή που ξεχωρίζει στο σύγχρονο τοπίο της ελληνική λογοτεχνίας - μεταφρασμένης και μη - αφού μας έχει προσφέρει στα ελληνικά υπέροχες αποδόσεις των Μαρκ Τουέιν, Ίαν Μακ Γιούαν, Τόνι Μόρισον, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Ρόλαν Μπαρτ και πολλούς ακόμη. Το πρώτο της βιβλίο Καλή και Ανάποδη (εκδ. Κίχλη), έγινε sold out. Ακολούθησαν τα Μυστικά του Συρταριού (εκδ. Πατάκης) και Ιστορίες για Ατρόμητα Κορίτσια (εκδ. Παπαδόπουλος). Έχει διδάξει πολιτιστικό ρεπορτάζ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, λογοτεχνική μετάφραση στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και μετρά αμέτρητες διακρίσεις και συνεργασίες. Αναμφίβολα, είναι μια απολαυστική συνομιλίτρια που συνδυάζει την γνώση της γυναικείας ιστορίας με τη δημιουργική σκέψη.
- Ποιο βιβλίο δουλεύετε αυτή τη στιγμή; Μπορείτε να μας μιλήσετε για το έργο με το οποίο έχετε τώρα καταπιαστεί;
Αυτήν την περίοδο μεταφράζω δύο, ή μάλλον τρία, βιβλία ταυτόχρονα. Ξαναμεταφράζω το «Τζαζ» της Τόνι Μόρισον, που θα εκδοθεί σύντομα από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, τα διηγήματα της Λουτσία Μπερλίν, μιας συναρπαστικής, πολύ ιδιαίτερης και άγνωστης στην Ελλάδα πεζογράφου, για τις εκδόσεις Στερέωμα, δυο διαλέξεις της Mary Beard που εστιάζουν στη σχέση της γυναίκας με την εξουσία, για το Μεταίχμιο. Είμαι βουτηγμένη ως το λαιμό, καθώς βλέπετε, στο γυναικείο σύμπαν.
- Όπως εμείς επηρεαζόμαστε από έξω πώς πιστεύετε ότι άλλες χώρες μπορούν να μάθουν από τους Έλληνες συγγραφείς;
Αν έχουν μάθει από κάποιον Έλληνα συγγραφέα οι άλλες χώρες, όπως λέτε, αυτός είναι ο Καβάφης. Υπάρχει πλήθος ξένων ποιημάτων που συνδέονται με το καβαφικό έργο με μια σχέση μεγάλης συγκινησιακής έντασης, ποιήματα που θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «καβαφογενή», γραμμένα από κορυφαίους ποιητές, από τον Γ.Χ. Ώντεν και τον Γιόζεφ Μπρόντσκι ως τον Εουτζένιο Μοντάλε, τον Μίροσλαβ Χόλουμπ και τον Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ.
Ο Καβάφης, βεβαίως, δεν επηρεάζει ως Έλλην αλλά ως Ελληνικός, όπως θα έλεγε και ο ίδιος -είναι οικουμενικός. H ειρωνεία του υποτάσσει το δραματικό στοιχείο της ποίησής του και αποκαλύπτει την διαχρονικά περίπλοκη σχέση του ατόμου με την ιστορία. Ως εκ τούτου, η διείσδυσή του στις ξένες λογοτεχνίες είναι εντυπωσιακή.
Δυστυχώς δεν συνέβη το ίδιο και με άλλους Έλληνες συγγραφείς – αν και τελευταία άκουσα τον Γάλλο συγγραφέα Ματιάς Ενάρ (βραβείο Γκονκούρ για το μυθιστόρημά του «Η πυξίδα») να μνημονεύει τον Τσίρκα και τον Αλεξάνδρου ως επιρροές του, και πολύ συγκινήθηκα.
- Πιστεύετε ότι η δημιουργική τόλμη είναι συνυφασμένη με τη νεότητα ή με την εμπειρία;
Ασφαλώς η δημιουργικότητα δεν είναι συνυφασμένη αποκλειστικά με τη νεότητα, όσο κι αν αυτή η αντίληψη είναι η πιο διαδεδομένη. Πρόκειται, όμως, για κοινωνικό στερεότυπο. Σκέφτομαι τη μεγάλη γλύπτρια Λουίζ Μπουρζουά που δημιούργησε τα καλύτερα έργα της μετά τα 80. Όταν ήταν 84 ετών και ερωτήθηκε αν θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει κάποιο από τα κορυφαία γλυπτά της νωρίτερα, εκείνη είχε απαντήσει. «Σε καμία περίπτωση. Δεν είχα ακόμη εξελιχθεί».
- Είχατε ποτέ γυναίκες πρότυπα; Τι ήταν αυτό που θαυμάζατε σ’ αυτές;
Όταν ήμουν μικρή, με γοήτευαν «les bas-bleus», οι γυναίκες «με τις γαλάζιες κάλτσες», οι Γαλλίδες διανοούμενες που κυριαρχούσαν στα salons της εποχής, από τον 17ο αιώνα και πέρα. Γυναίκες με τολμηρό πνεύμα, αρνούμενες να περιοριστούν εντός των ορίων που επέβαλε το φύλο τους, δραστήριες στην κοινωνία και την πολιτική – με κορυφαία τη μαντάμ ντε Σταλ.
- Η νομπελίστας συγγραφέας Doris Lessing ήταν μια ιδιότυπη περίπτωση φεμινίστριας που είχε πει από το 2001 ότι οι γυναίκες εξελίσσονται ως υπερβολικά επικριτικές προς τους άντρες. Πώς βρίσκετε την άποψή της;
Συμφωνώ μαζί της. Πιστεύω ότι είναι περισσότερα όσα ενώνουν άνδρες και γυναίκες, παρά όσα τους χωρίζουν. Προτιμώ να βλέπω τους άνδρες ως συντρόφους, παρά ως αντιπάλους.
Θεωρώ πως αν κάτι συσκοτίζει τους στόχους των γυναικών, αυτό δεν είναι η παρουσία ή η συμπεριφορά του άνδρα στο διπλανό δωμάτιο ή στο διπλανό γραφείο, αλλά το ότι οι δυτικές κοινωνίες επιφυλάσσουν πλέον ασήμαντους, ισχνότερους ρόλους και στα δύο φύλα, στενεύοντας τους ορίζοντες και των ανδρών και των γυναικών, ενθαρρύνοντας μια ομφαλοσκοπική εμμονή στις ιδιωτικές πλευρές της ζωής μας, αποθαρρύνοντας κάθε προσπάθεια ουσιαστικής σύνδεσης ανάμεσα στα φύλα.
- Η λέξη «φεμινισμός» έχει δυστυχώς αποκτήσει ένα αρνητικό, βαρύ φορτίο. Μήπως πρέπει να βρούμε νέα λέξη, τη θεωρείτε ντεμοντέ;
Δεν είναι οι λέξεις ντεμοντέ, είναι ο τρόπος με τον οποίο ορίζουμε το περιεχόμενό τους. Για τις ριζοσπάστριες του φεμινισμού, η υπόσχεση της ισότητας δεν είχε ποτέ ολοκληρωτικά αναχθεί (και κατά συνέπεια υποβιβαστεί) στην ίση συμμετοχή στις κοινωνικές διεργασίες. Ήταν μέρος ενός ευρύτερου, ριζικά μεταμορφωτικού αιτήματος για μια κοινωνία που θα μπορούσε να απορροφήσει, στη δημόσια σφαίρα, τη δημιουργικότητα όλων των μελών της και να αποβάλει όσες κοινωνικές απαγορεύσεις και συντηρητικές ηθικές συμβάσεις βάραιναν τις προσωπικές σχέσεις. Αλλά η μεταμόρφωση αυτή δεν συντελέστηκε. Άρα ο φεμινισμός, ή όποιος άλλος –ισμός προτάσσει ένα τέτοιο αίτημα είναι και σήμερα αναγκαίος.
- Αισθάνεστε πίεση στο να εισχωρείτε ή να δημιουργείτε νέους κόσμους μέσα από τα βιβλία που δουλεύετε – ή αντιθέτως είναι κάτι που σας χαλαρώνει;
Καμία πίεση – και δεν πρόκειται για χαλάρωση, αλλά για πραγματική ευφορία.
- Πώς βρίσκετε το φαινόμενο του #MeToo; Σας κάνει εντύπωση που έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις;
Το πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης, δυστυχώς, είναι παραπάνω από υπαρκτό – ο τρόπος της διαχείρισής του, ωστόσο, οδήγησε σε υπερβολές, ιδίως στην Αμερική. Αυτό το κύμα των καταδόσεων, χωρίς να δοθεί στους καταγγελλόμενους η δυνατότητα να απαντήσουν ή να αμυνθούν, αυτή η επιθετικότητα εναντίον όσων υπέπεσαν στο σφάλμα να «φλερτάρουν» κάπως πιο τολμηρά, η εισβολή των αυτόκλητων εισαγγελέων στην ιδιωτική σφαίρα, και από κοντά η λογοκρισία έργων τέχνης ως «πορνογραφικών», δημιουργεί ένα κλίμα που θυμίζει ολοκληρωτική κοινωνία.
Αμφιβάλλω, λοιπόν, αν ο πυρετός του #ΜeΤoo βοηθάει πραγματικά τις γυναίκες να χειραφετηθούν - φοβάμαι ότι εξυπηρετεί περισσότερο πουριτανούς, θρησκευόμενους, ηθικολόγους που αντιστρατεύονται τη σεξουαλική ελευθερία.
Στην ελληνική κοινωνία, ωστόσο, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Εδώ επικρατεί σιωπή, ακόμη κι όταν τα σεξουαλικά εγκλήματα είναι πολύ βαρύτερα από ένα άγαρμπο, ενοχλητικό, ακόμη και προσβλητικό «καμάκι». Όλες γνωρίζουμε ότι στους εργασιακούς χώρους δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ο σεξουαλικός εκβιασμός, αλλά ποτέ καμιά γυναίκα δεν διανοήθηκε να τον καταγγείλει, φοβούμενη τον στιγματισμό, την ειρωνεία, την επαγγελματική καταστροφή.
Παρ’ όλα αυτά, οι καταγγελίες εναντίον όσων καταχρώνται την εξουσία τους για να απαιτήσουν από τις γυναίκες σεξουαλικές «χάρες» είναι κρίμα να μεταμορφωθούν σε μίσος για τους άντρες και την σεξουαλικότητα. Ας μην γινόμαστε θύματα του εκφοβισμού και της ενοχής, αλλά ταυτόχρονα ας μην υιοθετούμε τον ρόλο του θηράματος, ας διαχειριζόμαστε ελεύθερα και κυρίως υπεύθυνα το σώμα μας, ας διεκδικήσουμε την σεξουαλική μας ελευθερία και αξιοπρέπεια, και ας θυμόμαστε πάντα ότι δεν μπορούμε να τα κατακτήσουμε χωρίς ρίσκο ή χωρίς ευθύνη.