Μετεκλογική στροφή προς την Δύση εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και αναθεώρηση της έως τώρα συγκρουσιακής πολιτικής της με τις ΗΠΑ προβλέπει ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης, Διευθυντής Ερευνών του ΙΔΙΣ και συγγραφέας του πρόσφατα εκδοθέντος βιβλίου του με τίτλο, «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν», που ακτινογραφεί με επιτυχία την πορεία της πολυσχιδούς προσωπικότητας του Τούρκου ηγέτη από την ένταξή του στην πολιτική μέχρι σήμερα.
Αναλύοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ την τακτική του Ερντογάν το τελευταίο διάστημα ενόψει των εκλογών της 24ης Ιουνίου, ο κ. Φίλης εκτιμά ότι η οικονομική κρίση, θα αναγκάσει τον Ερντογάν να αντιληφθεί ότι «σε συνθήκες ρήξης με τους δυτικούς του εταίρους στερείται της αναγκαίας στήριξης σε διάφορα επίπεδα, οργανισμούς, μηχανισμούς και fora για να επαναφέρει την οικονομία σε μία σχετική κανονικότητα και να αποφύγει κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις».
Για την πολιτική του έναντι της Ελλάδας, ο κ. Φίλης εκτιμά ότι ο Ερντογάν «θα διατηρήσει το επόμενο χρονικό διάστημα το μομέντουμ ενεργειών προβολής ισχύος προκειμένου -κατά το κυρίαρχο αφήγημα- να αποτρέψει την Ελλάδα από τη δημιουργία τετελεσμένων, απαντώντας έτσι και στις κατηγορίες της κεμαλικής αντιπολίτευσης για ενδοτισμό» και προσθέτει ότι «το ίδιο με μεγαλύτερη ένταση και παρεμβατική διάθεση θα πράξει στην Ανατολική Μεσόγειο». Ωστόσο, ο κ. Φίλης προβλέπει ότι ο Τούρκος προεδρος «λογικά, δεν θα διακινδυνεύσει την πρόκληση «θερμών» καταστάσεων στο Αιγαίο, προσθέτοντας ακόμη μία αβεβαιότητα στην ατζέντα διαχείρισης»
Ως προς την εκλογική αναμέτρηση, ο κ. Φίλης θεωρεί κομβικής σημασίας την ψήφο του κουρδικού πληθυσμού που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στις προηγούμενες εκλογές και παρατηρεί ότι ο Ερντογάν «θα δώσει τις επόμενες τριάντα μέρες τη μεγαλύτερη μάχη της πολιτικής του καριέρας».
Η τακτική του Ερντογάν
Ειδικότερα, ο κ. Φίλης σημειώνει ότι «από το 2002 μέχρι σήμερα , ο Τούρκος πρόεδρος έχει δείξει πως γνωρίζει να κερδίζει εκλογές» και προσθέτει:
«Και αν το δημοψήφισμα του 2017 διεξήχθη υπό αντικανονικές συνθήκες (βλ. κατάσταση έκτακτης ανάγκης που σημειωτέον ισχύει και στις επικείμενες), στις αναμετρήσεις που προηγήθηκαν από το 2002 μέχρι το 2017, έβρισκε πάντα τον τρόπο να επικρατεί. Βέβαια, προϊόντος του χρόνου, και ειδικότερα μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2015, όταν το AKP δεν εξασφάλισε την αυτοδυναμία εξαιτίας της εισόδου του φιλοκουρδικού κόμματος στο Κοινοβούλιο και αφού είχε φουντώσει νωρίτερα η αντιπαράθεση με τον Γκιουλέν, με τον Ερντογάν να διαπιστώνει τον έλεγχο του πρώτου σε δικαιοσύνη και αστυνομία, ο Τούρκος πρόεδρος πέταξε το προσωπείο του ενωτικού και φιλελεύθερου (με βάση τα ανατολικά πρότυπα) ηγέτη.
Ο πολιτικός που αναγνώρισε δικαιώματα στους Κούρδους, διαπραγματεύτηκε δύο φορές μαζί τους την ειρήνη και έδωσε λόγο στους καταπιεσμένους από το κεμαλικό καθεστώς πολίτες, μετατράπηκε σταδιακά σε δεσποτικό ηγέτη. Δαιμονοποίησε κάθε αντίθετη άποψη και ταύτισε τον εαυτό του με την πατρίδα ώστε όσοι του ασκούν κριτική να κατατάσσονται αυτόματα στους «εχθρούς» της Τουρκίας. Βάφτισε τρομοκρατικό το δίκτυο Γκιουλέν, καθυπόταξε σημαντικό μέρος των σχέσεων του με τρίτα κράτη στην ανάγκη εκρίζωσης των απανταχού γκιουλενιστών, απεμπόλησε την αναγκαία ευελιξία προκειμένου να περιθωριοποιήσει το PKK από την πλειονότητα των Κούρδων και έχασε τα όποια ερείσματα είχε αποκτήσει στη φιλελεύθερη πτέρυγα της τουρκικής κοινωνίας. Η διατάραξη των σχέσεων με τη Δύση απέκτησε πολιτισμικά χαρακτηριστικά, η ηθική ανωτερότητα του Ισλάμ και η «ανθρωπιστική» διπλωματία αντιδιαστέλλονται όλο και συχνότερα με τη «διαβρωμένη» Δύση της «αποικιοκρατικής» εξωτερικής πολιτικής. Η εθνική συνείδηση της Τουρκίας έχει πλέον στον πυρήνα της τη θρησκεία, εξ ου και η δαιμονοποίηση του Ισραήλ και δη από την ηγετική θέση του προστάτη των κατατρεγμένων μουσουλμάνων αποτελεί συνειδητή και βολική επιλογή. Προκειμένου δε να νομιμοποιηθεί η στρατηγική σύμπραξη με τους εθνικιστές του Μπαχτσελί, αποδομώντας τον κεμαλικό εθνικισμό, το νέο-οθωμανικό δόγμα ενθυλακώνει σταθερά τον τουρκικό εθνικισμό.
Οι αντιδράσεις -οι Κούρδοι
Σύμφωνα με την ανάλυση του κ. Φίλη «οι μέθοδοι που μετέρχεται ο Τούρκος πρόεδρος (εκκαθαρίσεις, απουσία κράτους δικαίου και ελευθερίας της έκφρασης) έχουν δημιουργήσει μία (κρίσιμη;) μάζα πολιτών που ασφυκτιά υπό τις παρούσες συνθήκες», οι οποίοι ωστόσο , «δεν μπορούν, πάντως, να βρουν γνήσιο εκφραστή γύρω από τον οποίο να συσπειρωθούν» και επισημαίνει:
«Ο κουρδικός πληθυσμός θα αποτελέσει κλειδί των εξελίξεων, ίσως ακόμη και να κρίνει το αποτέλεσμα, με την Ακσενέρ να του ξυπνά δυσάρεστες μνήμες (ως υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησης Τσιλέρ) και τον Ιντζέ (υποψήφιο του ρεπουμπλικανικού κόμματος) να επιχειρεί άνοιγμα, προτείνοντας την αποφυλάκιση του Ντεμιρτάς. Είναι, όμως, απίθανο το κουρδικό στοιχείο να στηρίξει σύσσωμο τον κεμαλικό υποψήφιο, ενώ σημαντικό μέρος αυτού (ιδίως οι πιο συντηρητικοί και θρησκευόμενοι) έλκεται παραδοσιακά από τον Ερντογάν.
Προς μετεκλογική στροφή
Το σημείο στο επικεντρώνει τις εκτιμήσεις του για την επομένη των εκλογών ο κ. Φίλης είναι το ενδεχόμενο στροφής του Ερντογάν έναντι της Δύσης, καθώς η οικονομική κρίση γίνεται όλο και πιο απειλητική και για την Τουρκία και για το προσωπικό προφίλ του. Όπως επισημαίνει ο Διευθυντής του ΙΔΙΣ, ο Ερντογάν «στο δρόμο προς τις εκλογές προσπαθεί να μετριάσει τους κινδύνους «εκτροπής» της οικονομίας και τυχόν επιπλοκών από την παρουσία στη Συρία», ενώ υπογραμμίζει ότι:
«Ως προς τη Δύση, η φθίνουσα και ανησυχητική πλέον πορεία της τουρκικής οικονομίας δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια ελιγμών στον Ερντογάν. Η ’Αγκυρα χρειάζεται δυτικά κεφάλαια πιεζόμενη από τις συνεχείς υποβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης. Η οικονομία της είναι ευάλωτη, εξαρτημένη από τις εισαγωγές, τις διακυμάνσεις του δολαρίου και τις ευρωπαϊκές επενδύσεις (το 2017 σχεδόν το 70% των άμεσων ξένων επενδύσεων προήλθαν από ευρωπαϊκά κεφάλαια) και τα μεγαλεπήβολα σχέδια του προέδρου της κινδυνεύουν να μείνουν στα χαρτιά. Επακόλουθα, ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι υπό συνθήκες ρήξης με τους δυτικούς του εταίρους στερείται της αναγκαίας στήριξης σε διάφορα επίπεδα, οργανισμούς, μηχανισμούς και fora για να επαναφέρει την οικονομία σε μία σχετική κανονικότητα και να αποφύγει κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις. Τα δύσκολα μέτρα που θα κληθεί να λάβει κατόπιν των εκλογών (στο εξαιρετικά πιθανό σενάριο επανεκλογής του) διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις ώστε να ρίξει γέφυρες, τουλάχιστον προς την ΕΕ.
Στην περίπτωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, οι οποίες εσχάτως έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά, στρατηγικοί λόγοι ασφαλείας μάλλον θα υποχρεώσουν την Τουρκία να αναθεωρήσει την υφιστάμενη συγκρουσιακή πολιτική της.
Ωστόσο, η στροφή της ’Αγκυρας προς την Ανατολή -πολιτισμικά, θρησκευτικά αλλά και σε πρακτικό επίπεδο με τις συνεργασίες με Ρωσία και Ιράν και το άνοιγμα στην αγορά της Μέσης Ανατολής- θα έχει συνέχεια».