Επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο μετά από 22 χρόνια, ενσαρκώνοντας την Αίθρα, στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη, την παράσταση που παρουσιάζει η Πρώτη Κρατική Σκηνή σε συμπαραγωγή με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου και σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στις 5 και 6 Ιουλίου, στην Επίδαυρο.
Επιστρέφει στο Αργολικό Θέατρο, όμως πάλι με το χτυποκάρδι της πρώτης φοράς -της πρώτης φοράς με τραγωδία- καθώς η έτερη πρωτιά ήταν με την αριστοφανική «Λυσιστράτη».
Επιστρέφει επίσης, στην τηλεόραση, μετά από δύο χρόνια παύσης -με μία σειρά μυθοπλασίας, τις «Άγριες μέλισσες»- τη μικρή οθόνη που την αγάπησε και την έκανε γνωστή στο πανελλήνιο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, με ρόλους και σειρές, όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Οι Πανθέοι», που έγραψαν ιστορία.
Η Κάτια Δανδουλάκη, μιλά στη HuffPost Greece για τους μήνες μετά την απώλεια του επί 32 χρόνια αγαπημένου της συντρόφου Μάριου Πλωρίτη, δηλώνει τι «δεν αντέχει πια καθόλου», υπογραμμίζει πόσο τη σεβάστηκε ο Τύπος όταν δεν θέλησε να μιλήσει για την προσωπική της ζωή, αναφέρεται στην επιρροή της μητέρας της, στο πόσο νωρίς ανέλαβε την ευθύνη του εαυτού της οικονομικά και καλλιτεχνικά και απαντά στην ερώτηση, ποια τελικά ήταν η σχέση Πλωρίτη - Νίκου Φώσκολου, αλλά και τι της έλεγε ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης για τις τηλεοπτικές μοιχαλίδες.
Ακόμη, ομολογεί ότι η πρόταση του Στάθη Λιβαθινού ήταν ξάφνιασμα, εξηγεί γιατί οι «Ικέτιδες» ανεβαίνουν 53 χρόνια μετά το μοναδικό ανέβασμα τους από το Εθνικό Θέατρο (1966) σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη και 39 χρόνια από την πρώτη παράσταση του ΘΟΚ στην Επίδαυρο (1980) σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους -παράσταση που χαράχτηκε στη μνήμη όσων την είχαν δει- και δηλώνει με σθένος: «Με τις Ικέτιδες έχουμε να προσφέρουμε συγκίνηση. Θα υπάρξουν στιγμές που η ψυχή του θεατή θα συγκινηθεί βαθιά, θα λυγίσει, μπροστά στις πολύ μεγάλες αλήθειες, στον πόνο της ζωής».
Η ιδιότυπη σχέση με το Εθνικό Θέατρο και τα περίεργα μεγάλα διαστήματα
«Το 1984, είχα παίξει στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού το έργο του Τουργκένιεφ «Ένας μήνας στην εξοχή», σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, το 1997 έκανα «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου και τώρα ήρθε η τιμητική και συγκινητική πρόταση από τον Στάθη Λιβαθινό με τις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη.
Πρέπει να πω ότι αυτά τα περίεργα, μεγάλα διαστήματα δεν είναι τόσο μεγάλα γιατί υπάρχει και μία άλλη έναρξη όσον αφορά τη σχέση μου με το Εθνικό. Όταν ήμουν πολύ νέα, 26 - 27 χρονών, μου είχε γίνει πρόταση για την «Αντιγόνη». Τότε ήταν διευθυντής ο Κώστας Νίτσος. Φοβήθηκα. Είπα ότι δεν είμαι ίσως έτοιμη να επωμιστώ τέτοια ευθύνη. Το σεβάστηκαν, βεβαίως. Δεν είναι εύκολο να αρνηθεί ένας νέος άνθρωπος, όμως αισθανόμουν ότι δεν είχα μέσα μου τις αποσκευές για να το αντιμετωπίσω. Και από τη στιγμή που είχα αυτό το συναίσθημα, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή.
Μετά από δύο - τρία χρόνια μου ξαναέγινε μία πρόταση, από τον Κώστα Μπάκα. Για κάποιον λόγο -ασθένεια, δεν θυμάμαι- το ανέβασμα του έργου ματαιώθηκε. Οπότε, ουσιαστικά, είχαν γίνει νύξεις από το Εθνικό, αλλά επειδή κι εγώ, ανέλαβα από πολύ νωρίς την ευθύνη της ζωής μου οικονομικά, μπήκα στην παραγωγή του θεάτρου και σε μία κατάσταση συνεχών γυρισμάτων με την τηλεόραση -με πολύ ωραίες δουλειές που γίνονταν τότε-, μετά στη διαδικασία απόκτησης δικής μου θεατρικής στέγης, έμπλεξα σε έναν κυκεώνα δουλειάς που δεν επέτρεπε εύκολα, ούτε σε εμένα, αλλά ούτε και όσων ήθελαν να μου κάνουν πρόταση να το σκεφτούν. Έκανα μία πρόταση εγώ στο Εθνικό, επί Νίκου Κούρκουλου, η οποία δεν τελεσφόρησε (πρότεινα κάτι που είχαν σχεδιάσει για την επόμενη σεζόν και ήταν ήδη οργανωμένο). Οπότε θεωρώ ότι ήταν θέμα τύχης, συγκυριών. Δεν έμεινε περιθώριο για να το κυνηγήσω περισσότερο. Το κυνήγησα τόσο όσο και με κυνήγησε τόσο όσο».
«Ήταν ξάφνιασμα για μένα η πρόταση του Στάθη Λιβαθινού»
«Ήταν ξάφνιασμα για μένα η πρόταση του Στάθη Λιβαθινού, με τον οποίον είχαμε δουλέψει εξαιρετικά σε ένα έργο ρώσικο, το οποίο μου είχε προτείνει ο ίδιος, «Το παιχνίδι των θεών» του Ρατζίνσκι, με τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, που ανέβηκε στο θέατρο μου. Μαγεύτηκα από τον Στάθη και από τον τρόπο της δουλειάς του. Λατρεύω τους Ρώσους σκηνοθέτες, ο Στάθης έχει σπουδάσει σκηνοθεσία στη Μόσχα, διαθέτει ευρύτερη μόρφωση και παιδεία στο θέατρο και πάθος.
“Ήταν τόσο ευλογημένη αυτή η σχέση... Έχω καθημερινή επαφή με τον Μάριο μέσα μου όσο περίεργο κι αν φαίνεται. Δεν χρειάζεται να κάνω προσπάθεια να τον σκεφτώ, γιατί είναι σαν χαλί στρωμένο μέσα στη ψυχή μου η αγάπη αυτή”
Μου είπε, πώς σου φαίνεται αυτό -για τις «Ικέτιδες»- και από τη χαρά και τη συγκίνηση μου είπα «ναι» προτού τελειώσει την πρόταση. Και τον ρώτησα, εσύ πώς το σκέφτηκες και μου είπε, με ενδιέφερε αυτή η παρθενικότητα στην τραγωδία που έχεις -έχοντας τις αποσκευές, χωρίς να έχεις την εμπειρία της τραγωδίας. Με ενδιέφερε πάρα πολύ γιατί ξέρω τη δυναμική σου. Και λέω, κοίταξε τι περίεργο που είναι, αισθάνομαι έτοιμη σε αυτή τη φάση της ζωής μου, γιατί δέχομαι αυτή την πρόταση με συγκίνηση κι έχω μέσα μου βαθιά χαρά και κανένα φόβο. Επομένως αυτό σημαίνει ότι είναι η απόλυτα σωστή στιγμή μου. Γιατί δεν χρειάζεται να αποδείξω κάτι, ό,τι είχα να αποδείξω όλα αυτά τα χρόνια το απέδειξα. Τώρα θέλω να κάνω κάτι με χαρά, που θα με πάει ακόμα παραπέρα. Ό,τι μπορέσω να κάνω καλά θα το κάνω, ό,τι δεν μπόρεσα δεν πειράζει. Τι άλλες αποσκευές περιμένω να έχω; Σκέφτομαι την Επίδαυρο με δέος, αλλά χωρίς φόβο. Γιατί πρώτα το δέος με κατάπινε. Τώρα λέω, ξέρω πώς θα το αντιμετωπίσω. Θα ανοίξω την ψυχή μου σε μια ψυχή που θα είναι απέναντι μου, η οποία θα αντιπροσωπεύει άλλες δέκα χιλιάδες, πέντε χιλιάδες, επτά χιλιάδες ψυχές. Η Επίδαυρος έχει κάτι το μεταφυσικό. Μιλάει μια ψυχή σε ψυχές».
«Την πρώτη φορά που έπαιξα στην Επίδαυρο είπα θα κάνω μία μετάθεση, θα πω, δεν είμαστε στην Επίδαυρο»
«Και τότε, την πρώτη φορά, έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα, πώς αντιμετωπίζεται η Επίδαυρος. Και είπα, θα κάνω μία μετάθεση: Δεν είμαστε στην Επίδαυρο. Είμαι σε έναν χώρο ιερό όπου θέλω να κάνω μία εκμυστήρευση. Να ανοίξω την ψυχή μου και να δώσω τη χαρά της ψυχής μου σε έναν άνθρωπο που είναι από κάτω –σε έναν. Που για μένα ήταν η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, ο Μάριος και οι φίλοι. Και σ’ αυτούς μιλούσα. Αυτόματα λοιπόν, μετά το πρώτο χτυποκάρδι, γιατί πάντα υπάρχει ένα χτυποκάρδι τα πρώτα πέντε – επτά λεπτά, το έχω ακόμη και στην πρόζα (δεν με έχει αφήσει), ώσπου να βρει ξανά η καρδιά μου τον ρυθμό της, να αισθανθώ ότι η ανάσα του κόσμου είναι μαζί μου, ξεχάστηκα. Μπήκα σ’ αυτό το πανηγύρι της χαράς και πέρασα υπέροχα».
«Όταν έχασα τον Μάριο έχασα την αλφάβητο της ζωής μου»
«Ήταν τόσο ευλογημένη αυτή η σχέση... Έχω καθημερινή επαφή με τον Μάριο μέσα μου όσο περίεργο κι αν φαίνεται. Δεν χρειάζεται να κάνω προσπάθεια να τον σκεφτώ, γιατί είναι σαν χαλί στρωμένο μέσα στη ψυχή μου η αγάπη αυτή. Σα να μου δίνει ώθηση σε κάθε σκέψη - να το κάνω αυτό ή να μην το κάνω; Και μου απαντάει. Μου απαντάει η ψυχή μου. Και ξέρω ότι η ψυχή μου είναι εκεί. Γιατί τί είμαστε, ενέργεια. Δεν είμαστε κάτι άλλο. Η ενέργεια λοιπόν, αυτή υπάρχει μέσα μου.
Τον πρώτο καιρό που τον έχασα, εκμηδενίστηκα, έπαθα κατάθλιψη, χάθηκα, έχασα την αλφάβητο της ζωής μου.
“Στη μεγάλη στιγμή της ζωής μου, όταν έχασα τον Μάριο, παρακάλεσα τις κάμερες να φύγουν και έφυγαν την ίδια στιγμή. Ούτε μία φωτογραφία δεν βγήκε”
Ζήτησα αμέσως βοήθεια, είπα πρέπει να βγω απ’ αυτό. Δεν μου δόθηκε τόση αγάπη για να πάει χαμένη, η αγάπη δίνεται για να τη μεταλαμπαδεύσεις κάπου αλλού, σε μια άλλη ψυχή που με τη σειρά της θα τη δώσει επίσης κάπου αλλού, έτσι προχωράει ο κόσμος. Το κατάφερα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε πέντε - έξι μήνες ξαναβρήκα τον εαυτό μου (με πολλή δουλειά και αυτογνωσίας και σε ψυχίατρο είχα πάει να με βοηθήσει με χάπια). Δεν ήθελα να πάω στο θέατρο, δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω τον κόσμο. Μου έκανε όμως πολύ καλό γιατί άρχισα να δουλεύω με την ψυχή μου. Δούλευα και πριν. Αλλά αυτή τη φορά δούλεψα πολύ πιο συστηματικά. Αγάπησα τα ελαττώματα μου, αντιμετώπισα τις ανασφάλειες μου κατάματα και τώρα έχω πολύ μεγαλύτερη κατανόηση, δεν έχω φόβο, δεν έχω μέσα μου κανένα αρνητικό συναίσθημα και πια, καμία ανασφάλεια. Όλες οι ανασφάλειες μου ήταν μην χάσω τους δικούς μου. Πάει αυτό. Κι έλεγα μέσα μου, κοίταξε, νόμιζα ότι όταν τους χάσω δεν θα υπάρχω. Τώρα λοιπόν που είδα ότι υπάρχω, ποια άλλη ανασφάλεια να ’χω; Τι άλλο να φοβηθώ; Αν είναι να έρθει για μένα κάτι, θα ’ρθει. Ένα δεν αντέχει καθόλου πια η ζωή μου: Μιζέρια. Γκρίνια. Αρνητικό κύμα. Η ζωή μου θέλει χαρά. Θέλει αγκαλιά. Θέλει τους φίλους μου και την υπέροχη, πολύτιμη απόλαυση της καθημερινότητας».
«Ο Τύπος με σεβάστηκε όταν δεν θέλησα να μιλήσω για την προσωπική μου ζωή»
«Μου λέει καμιά φορά ο κόσμος, σας αγαπάμε. Και λέω, άραγε γιατί μου λένε αυτή την κουβέντα και όχι κάτι άλλο; Επειδή ξέρουν ότι η ψυχή μου τους λέει αλήθεια -σε συνεντεύξεις, όταν παίζω στο θέατρο, στις επιτυχίες και στις αποτυχίες. Ακόμη κι όταν δεν θέλησα να μιλήσω δημόσια για θέματα της προσωπικής μου ζωής, ο κόσμος το σεβάστηκε. Όπως το σεβάστηκε κι ο Τύπος. Είχα και έχω φίλους δημοσιογράφους -το ξέρετε- στους οποίους έλεγα, αυτό το προσωπικό ζήτημα δεν θα ήθελα να το πούμε και τέλος. Δεν ειπώθηκε, δεν γράφτηκε ποτέ. Αυτό το κυνηγητό που βλέπω, νέα παιδιά να τα κυνηγάει ένας δημοσιογράφος με το μικρόφωνο κι αυτά να μην προλαβαίνουν να μιλήσουν μου φαίνεται πάρα πολύ κωμικό. Και απρεπές. Σα να κυνηγάει η μάνα το παιδί της και εκείνο να λέει, δεν προλαβαίνω να σου μιλήσω. Μα, η σχέση μας με τον Τύπο είναι πολύ κοντινή. Πάντα είχα χρόνο για τον Τύπο και ο Τύπος πάντα είχε χρόνο για μένα. Γιατί; Επειδή υπήρχε σεβασμός. Στη μεγάλη στιγμή της ζωής μου, όταν έχασα τον Μάριο, παρακάλεσα τις κάμερες να φύγουν και έφυγαν την ίδια στιγμή. Ούτε μία φωτογραφία δεν βγήκε. Και το μόνο που είπα ήταν, σας παρακαλώ… Δεν χρειάστηκε να κάνω το παραμικρό. Και αναρωτιέμαι, γιατί τα κάνουν τόσο δύσκολα; Δεν είναι δύσκολα τα πράγματα, η έλλειψη ειλικρίνειας τα κάνει δύσκολα».
«Τα θέματα είναι πολύ λίγα: Έρωτας, μίσος, θάνατος, πόλεμος, ειρήνη»
«Είναι ένα ζήτημα που έχουμε συζητήσει στην πρόβα. Υπάρχουν έργα που είναι αγαπημένα και άλλα που δεν είναι. Για κάποιον λόγο. Οι «Ικέτιδες» δεν ήταν το φαβορί από τα έργα του Ευριπίδη. Ίσως επειδή είναι πάρα πολύ δύσκολο το εγχείρημα -σε σχέση με το θέμα του- να του δώσει κανείς ένα έντονο, ουσιαστικό, θεατρικό και σημερινό ενδιαφέρον. Δεν έχει σε τόσο μεγάλη έκταση τον πιασάρικο μύθο που έχουν άλλα έργα. Είναι τρία - τέσσερα έργα (Μήδεια κλπ) που είναι τα σίγουρα. Αυτά που θέλει ο κόσμος να ακούσει το παραμύθι της Σταχτοπούτας -της δικιάς του Σταχτοπούτας.
“Ζούμε σε μια εποχή που όλα είναι πια θρυψαλιασμένα”
Δεν είναι τέτοιο έργο οι «Ικέτιδες». Έχει όμως πάρα πολλές κρυμμένες και υπέροχες αξίες. Και η ματιά του Στάθη είναι η σύγχρονη ματιά ενός ανθρώπου ο οποίος μπαίνει βαθιά στο κείμενο και για μένα –το πιο σημαντικό απ’ όλα- δεν διακατέχεται από καμία ανάγκη να κάνει μοντέρνα πράγματα αναγκαστικά για να μην θεωρηθεί παλιακός. Και είναι πολύ ουσιαστική και μοντέρνα η ματιά του χωρίς να χρειαστεί να στραμπουλήξει το κείμενο. Δεν αντέχω να βλέπω τραγωδίες, αρχαίες κωμωδίες, σύγχρονα, σπουδαία έργα να χαλάει η ισορροπία τους. Γιατί τι σημαίνει ότι είναι κλασικά έργα; Ότι έχουν την απόλυτη ισορροπία. Όταν χαλάσω αυτή την απόλυτη ισορροπία και ρίξω τις λέξεις μέσα σε μία σίτα και τις ταρακουνήσω και μετά τις βάλω όπου θέλω εγώ, παύει το έργο να είναι κλασικό. Άρα γιατί το κάνω; Ας κάνω κάτι δικό μου, κάτι άλλο. Διαφωνώ κάθετα με το στραμπούληγμα -από άγχος, από φόβο πιθανότατα, να μην θεωρηθώ παλιός. Καμιά σύγχρονη ματιά δεν είναι παλιακή όταν έχει να πει κάτι που στηρίζεται στην ψίχα του έργου. Τα θέματα είναι πολύ λίγα: Έρωτας, μίσος, θάνατος, ζωή, πόλεμος, ειρήνη -αυτά είναι. Η διαχείριση των θεμάτων είναι όλη η ιστορία. Άρα και η διαχείριση της σκηνοθεσίας σε ένα έργο είναι όλη η υπόθεση. Για να μπορέσει να βγάλει στο φως τις αλήθειες».
«Με τις Ικέτιδες έχουμε να προσφέρουμε συγκίνηση»
«Η άποψη του Στάθη Λιβαθινού που είναι πολύ σύγχρονη και ουσιαστική είναι λίγο σαν ραπ ορατόριο, έτσι το έχει δει. Και νομίζω ότι θα υπάρξουν στιγμές που η ψυχή του θεατή θα συγκινηθεί βαθιά, θα λυγίσει, μπροστά στις πολύ μεγάλες αλήθειες, στον πόνο της ζωής. Εδώ δεν έχουμε να προσφέρουμε χαρά, έχουμε να προσφέρουμε συγκίνηση και σεβασμό στις μεγάλες αξίες. Ζούμε σε μια εποχή που όλα είναι πια θρυψαλιασμένα. Κι εδώ παρουσιάζεται ένα έργο που μας λέει -η Αίθρα λέει αυτή τη φράση- «οι πόλεις των ανθρώπων θα χαθούν αν δεν τηρούν τους νόμους που θεσπίστηκαν». Εδώ πια δεν τηρείται σχεδόν τίποτα ή τηρούνται νόμοι που έγιναν για τις δικές μας ανάγκες, όχι για την ανάγκη του δίκαιου και του σωστού. Άρα, βρισκόμαστε μπροστά σε τεράστια θέματα, σύγχρονα.
Μακριά από εντυπωσιασμούς η παράσταση αυτή».
«Το ‘θα μπορούσε’ δεν ισχύει στη ζωή»
«Προχθές που κάναμε πέρασμα του έργου, συγκινήθηκα. Με συγκινεί το ταλέντο. Το ταλέντο τι είναι; Μια ευλογία που σου δίνει ο Θεός. Αλλά υπάρχουν κι άλλες 99 ευλογίες, που αν δεν τις έχεις, το ταλέντο δεν θα προκόψει. Κάποτε πίστευα το αντίθετο. Πίστευα ότι αν έχεις ταλέντο δεν έχεις ανάγκη τίποτα. Όχι, αν έχεις το ταλέντο και σου λείπουν τα άλλα 99 δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα στη ζωή σου. Μπορεί να σου λείψει το ταλέντο και να έχεις όλα τα υπόλοιπα και να καταφέρεις να κάνεις, με τη δουλειά, με τη μόρφωση σου, πολλά πράγματα. Αν υπάρξει δε, ο συνδυασμός, τότε μάλιστα. Αν ο χαρακτήρας μας δεν μας επιτρέψει να ανθίσει το ταλέντο μας, δεν θ’ ανθίσει ποτέ. Το έχουμε δει -να καταστρέφεται το ταλέντο. Ο χαρακτήρας είναι μεγάλη υπόθεση. Καμιά φορά ακούμε, θα μπορούσε ο τάδε να έχει κάνει…. Όχι, δεν θα μπορούσε. Αυτό που μπορεί κάνει. Το «θα» δεν ισχύει στη ζωή. Γιατί αν μπορούσε θα το ’κανε».
«Η ιερή σχέση της Αίθρας με τον Θησέα με συγκινεί γιατί μου θυμίζει την μητέρα μου»
«Στις Ικέτιδες είμαι η Αίθρα, η μητέρα του Θησέα, η οποία ήταν μάντισσα και μέντορας του παιδιού της. Η γυναίκα που τον διαπαιδαγώγησε, που του έδωσε το όραμα και που στη συγκεκριμένη στιγμή, τον γιο αυτό, ο οποίος είναι βασιλιάς και έχει κάνει τους άθλους του, σχεδόν τον ωθεί –με τη συνεννόηση που έχουν οι δυό τους, με τον τρόπο που του παρουσιάζει τα πράγματα- να δώσει το δίκιο σ’ αυτούς που αδικήθηκαν. Τον σπρώχνει να κάνει τον πρώτο του πόλεμο, ξέροντας ότι μπορεί να μην ξαναγυρίσει. Και γυρίζει από τον πόλεμο, βασιλιάς πλέον με όλη τη σημασία της λέξης και με ταπεινότητα. Αυτό γιατί; Επειδή είσαι ο πρώτος, αλλά καταλαβαίνεις και τι σημαίνει ταπεινότητα. Όταν δεις την αδικία, όταν δεις τι σημαίνει περιφρονώ τους αδικημένους και τι σημαίνει τιμώ τους αδικημένους, τιμώ τους νεκρούς, τιμώ το δίκιο. Είναι μία ιερή σχέση και νομίζω ότι έχουμε δουλέψει πολύ πάνω σ’ αυτή τη σχέση με την Άκη Σακελαρίου και τον Στάθη Λιβαθινό.
“Αυτό με έσωσε στη ζωή μου. Κατάλαβα τι σημαίνει να έχω όρια”
Με συγκινεί πάρα πολύ, γιατί τέτοια επιρροή είχε η μητέρα μου πάνω σ’ εμένα. Ήταν δασκάλα, λάτρευε το θέατρο, είχε παίξει και σε μία παράσταση στον Λευκό Πύργο με τον Μουζενίδη, οι δικοί της ούτε ν’ ακούσουν ότι θα ‘βγαινε στο θέατρο, γιατί τότε ήταν κατάρα. Και μ’ έπαιρνε από πολύ μικρή, κάθε βδομάδα και βλέπαμε θέατρο. Έχω δει στην αγκαλιά της μαμάς μου, από επιθεώρηση μέχρι τα πάντα, όλα τα είδη του θεάτρου. Τα λάτρευα.
Με μεγάλωσε δηλαδή, με πολύ μεγάλη αδυναμία, λατρεία και συγχρόνως, τεράστια αυστηρότητα. Οι γονείς μου είχαν χάσει ένα αγοράκι πριν από μένα, στον πόλεμο, μετά η μητέρα μου έκανε έξι αποβολές και ύστερα γεννήθηκα εγώ. Και από την αγωνία τους να μην βγω κανένα κακομαθημένο παιδί, η μητέρα μου με μεγάλωσε με πολύ μεγάλη αγάπη μεν, αλλά και με γνώση των ορίων. Ήμουν σούζα, αλλά μέσα στην αγκαλιά.
Αυτό με έσωσε στη ζωή μου. Κατάλαβα τι σημαίνει να έχω όρια. Μπόρεσα να ηγηθώ της ζωής μου, έχοντας επιχείρηση, θίασο, επιλογές και μπόρεσα με την ίδια άνεση να ανήκω σε ένα σύνολο ξέροντας ότι είμαι ένας από τους τελευταίους τροχούς της αμάξης -στην τηλεόραση, σε οποιαδήποτε δουλειά με καλούσαν. Ότι είμαι ένας μέσα στο σύνολο. Αυτό το κατάλαβα από πολύ μικρή.
Βλέποντας τη σχέση της Αίθρας με τον Θησέα λέω, πώς η μάνα μπορεί να δώσει όραμα. Τι ρίσκα παίρνει όταν λέει στο παιδί της, τώρα άνοιξε τα φτερά σου, πέτα, με όλους τους κινδύνους -να χαθείς ή να ανυψωθείς».
Θιασάρχης πενήντα χρόνια - «Άκου θράσος!»
«Θιασάρχης από το 1979 και άλλα δέκα πριν, πενήντα.... Καταπόνησα τον εαυτό μου. Ίσως έπρεπε να τον νταντέψω λίγο παραπάνω... Αλλά ήξερα ότι μπορώ να το κάνω επειδή ήξερα επίσης ότι μπορώ να κρατώ τις ισορροπίες. Είχα πολλά όνειρα και ένιωθα ότι εάν δεν αναλάμβανα την ευθύνη του εαυτού μου, θα έκανα οντισιόν και θα περίμενα να με πάρουν ο κύριος τάδε και η κυρία δείνα και επειδή έπρεπε να δουλέψω θα αναγκαζόμουν να κάνω κάτι που δεν ήθελα. Ξεκίνησα με δικά μου χρήματα, αυτά που είχα βγάλει από την τηλεόραση, μετά το «Χριστός ξανασταυρώνεται» και τους «Πανθέους». Έκλεισα το θέατρο τότε «Διονύσια», νυν «Χορν», ένα πανάκριβο θέατρο. Γιατί έκλεισα αυτό το θέατρο; Επειδή είμαι αστή. Αυτά που είχα στο μυαλό μου ήταν κλασικά έργα, μοντέρνα έργα, μπουλβάρ αλλά και Πιραντέλο. Και πήρα το ρίσκο -θα σας φανείς περίεργο- με τη σιγουριά, αποκλείεται να μην τα καταφέρω. Άκου τώρα θράσος! Και οι ηθοποιοί στους οποίους απευθύνθηκα ήταν οι πρώτοι - Δέσπω Διαμαντίδου, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Δημήτρης Παπαμιχαήλ- όλοι πάνω από μένα. Όπως και οι σκηνοθέτες: Ντασέν, Βολανάκης, Κακογιάννης, Βουτσινάς, Λιουμπίμοφ, Λιβαθινός.... -και ξεχνώ άλλους δέκα....Ήταν μία πολύ καλή εποχή. Της δουλειάς, αλλά και της παρέας, της χαράς, του γέλιου. Είχαμε συντροφικότητα. Που δεν υπάρχει πια. Δουλεύαμε πολύ, αλλά είχαμε χρόνο το βράδυ να φάμε όλοι μαζί. Λατρεύω εκείνη την εποχή. Κι από αυτήν παίρνω δύναμη».
«Μονίμως μοιχαλίδες έκανα στην τηλεόραση...»
«Δεν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό περιστατικό από τα πρώτα χρόνια που έκανα τηλεόραση, γιατί κάθε μέρα γινόταν και κάτι. Δεν μπορούσα να πάω ούτε μέχρι το περίπτερο. Με σταματούσε ο κόσμος για να μου μιλήσει, να μου πει να κάνω αυτό, να κάνω το άλλο και γιατί έκανα αυτό -ειδικά για τον ρόλο της Μάρμως στους «Πανθέους»- και αυτό με συγκινούσε πολύ. Με έδεσε πολύ με τον κόσμο. Και έδινα πάντα χώρο -στις ερωτήσεις, στις αγκαλιές....
Θυμάμαι όταν απάτησα τηλεοπτικά τον Άγγελο Αντωνόπουλο με τον ανιψιό και χρόνια μετά όταν ήμουν με τον Χρήστο Πολίτη και παράλληλα με τον άλλον, μου έλεγαν, μην το κάνεις αυτό, δεν είναι καλό... Μονίμως μοιχαλίδες έκανα, αυτοί ήταν οι ενδιαφέροντες ρόλοι (γέλια) -αυτό μου το έλεγε ο Νίκος Φώσκολος. Τι θα δει ο κόσμος, ένα ευτυχισμένο ζευγάρι που παντρεύεται και κάνει υπέροχα παιδάκια και μετά υπέροχα εγγονάκια; Ενώ μία οικογένεια που ερωτεύεται ο ένας τον άλλον, με τρία κεφάλια και δεκαπέντε χέρια, έχει ενδιαφέρον. Η ζωή είναι πάντως, γεμάτη ανατροπές. Θυμάμαι όταν κάναμε τη «Λάμψη» και διαβάζαμε ειδήσεις στις εφημερίδες και γεγονότα που είχαμε ήδη παίξει και έλεγε ο Φώσκολος, είδες πώς η ζωή μας ξεπερνάει; Συχνά λέγαμε, αυτά δεν γίνονται και μετά το βλέπαμε να συμβαίνει».
Η συνεργασία με τον Φώσκολο και η σχέση του με τον Πλωρίτη
«Δεν σνομπάρισα ποτέ το ταλέντο του Φώσκολου. Και τον αγάπησα βαθιά. Ένα παιδί φτωχό που τελείωσε νυχτερινό γυμνάσιο και είχε το απίστευτο ταλέντο να μιλάει απευθείας στην ψυχή του κόσμου. Τα μυθιστορήματα του είναι εξαιρετικής ποιότητος. Ακόμα βλέπουμε τις ταινίες του. Γιατί, όπως και οι ταινίες του Δαλιανίδη, τι είναι; Απλά παραμύθια, ατόφια, χωρίς ίχνος ψευτιάς. Σε ένα παραμύθι υπάρχει η υπερβολή και οι αρχετυπικοί ρόλοι, ο καλός, ο κακός κλπ.
“Είμαι πολύ συμφιλιωμένη με τον χρόνο και νομίζω ότι γι αυτό μ′ αγαπάει και ο χρόνος”
Ο Φώσκολος ήταν από τους μεγάλους παραμυθάδες. Και είχε ένστικτο. Ήξερε, πρέπει να κάνω την υπερβολή για να το καταλάβει ο κόσμος και να κάνω την επανάληψη για να μπορεί η νοικοκυρά να μπει στην επόμενη φάση της ιστορίας χωρίς να έχει χάσει το νήμα.
Τα πράγματα ήταν σαφή. Ο Νίκος Φώσκολος είναι πρώτος σ′ αυτό που κάνει. Ο Μίνως Βολανάκης είναι πρώτος σ′ αυτό που κάνει. Ο ένας δεν θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά του άλλου με τίποτα. Και όλες οι δουλειές έχουν σημασία, επειδή απηχούν.
Ο Μάριος και ο Φώσκολος είχαν εξαιρετική σχέση. Ο Μάριος διάβαζε τα βιβλία του Νίκου -τα αστυνομικά μυθιστορήματα του- και τον αγαπούσε πολύ. Και έκαναν πολύ ωραίες συζητήσεις. Όπως και ο Νίκος Φώσκολος αγαπούσε και θαύμαζε πολύ τον Μάριο. Υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός. Έτσι έμαθα ότι υπάρχουν είδη και είδη, δεν μπορούμε να περιφρονούμε τίποτα. Γιατί να περιφρονήσω, για παράδειγμα, το stand up comedy;
«Είμαι πολύ συμφιλιωμένη με τον χρόνο»
«Είμαι πολύ συμφιλιωμένη με τον χρόνο και νομίζω ότι γι αυτό μ′ αγαπάει και ο χρόνος. Ξέρω να αποδέχομαι την ηλικία μου. Ο χρόνος υπάρχει. Πώς είναι δυνατόν να τον νικήσω; Αυτό που με σώζει είναι ότι έχω φοβερά νεανική ενέργεια. Όπως έχω και το σύνδρομο της μαθήτριας στη ζωή...»
Info
Εθνικό Θέατρο
«Ικέτιδες» του Ευριπίδη
5 - 6 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου.
Οι μητέρες των αργείων στρατηγών που έχασαν τη ζωή τους στη Θήβα, πολεμώντας στο πλάι του Πολυνείκη, προσπέφτουν ικέτιδες στον βωμό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Μαζί τους ο βασιλιάς του Άργους, Άδραστος. Ζητούν τη βοήθεια του βασιλιά της Αθήνας, Θησέα, γιατί οι Θηβαίοι κρατούν τους νεκρούς και δεν επιτρέπουν την ταφή τους. Ο Θησέας, ανταποκρινόμενος στο δίκαιο αίτημα, ετοιμάζεται να στείλει μήνυμα στον βασιλιά της Θήβας, Κρέοντα, όμως τον προλαβαίνει η άφιξη θηβαίου κήρυκα, που φέρνει το δικό του μήνυμα στον Θησέα: Του ζητά να διώξει τον Άδραστο και τις μητέρες, διαφορετικά θα τους επιτεθούν. Ο Θησέας οδηγεί τον στρατό της Αθήνας ενάντια στους Θηβαίους και φέρνει τους νεκρούς στρατηγούς στην Ελευσίνα, όπου και τους καίουν. Η Ευάδνη, σε παραλήρημα, ορμά στη φωτιά και καίγεται μαζί με τον άνδρα της, Καπανέα. Μητέρες και παιδιά παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής, με τις στάχτες των αγαπημένων τους.
Η τραγωδία, γραμμένη το 422 π.Χ., φέρει τον απόηχο της μάχης στο Δήλιο δύο χρόνια πριν, το 424 π.Χ., όταν οι Θηβαίοι −σύμμαχοι της Σπάρτης− νίκησαν τους Αθηναίους και δεν τους άφησαν για μέρες να πάρουν και να θάψουν τους νεκρούς τους.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Γιώργος Κοροπούλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά - Κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Χορογραφία: Φώτης Νικολάου
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνοθέτης: Βασίλης Ανδρέου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίνα Μυρτάλη
Βοηθός σκηνογράφου - ενδυματολόγου: Μαρία Καλαμαρά
Δραματολόγος: Ειρήνη Μουντράκη
Διανομή
Μητέρες Αργείων στρατηγών
Άννα Γιαγκιώζη
Άνδρη Θεοδότου
Κόρα Καρβούνη
Τζίνη Παπαδοπούλου
Αγλαΐα Παππά
Μαρία Σαββίδου
Κωνσταντίνα Τάκαλου
Τάνια Τρύπη
Νιόβη Χαραλάμπους
Αίθρα: Κάτια Δανδουλάκη
Θησέας: Άκης Σακελλαρίου
Άδραστος: Χρήστος Σουγάρης
Κήρυκας: Χάρης Χαραλάμπους
Άγγελος: Ανδρέας Τσέλεπος
Ευάδνη: Κατερίνα Λούρα
Ίφις: Θοδωρής Κατσαφάδος
Αναλυτικά η περιοδεία:
11-14 Ιουλίου, Λευκωσία, Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ΄
17-18 Ιουλίου, Λεμεσός, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου
20 Ιουλίου, Λάρνακα, Παττίχειο Δημοτικό Αμφιθέατρο
30 Αυγούστου, Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους
2 Σεπτεμβρίου, Βεάκειο Δημοτικό Θέατρο
11 Σεπτεμβρίου, Κορωπί, Θέατρο Δεξαμενής
15 Σεπτεμβρίου, Ελευσίνα, Παλαιό Ελαιουργείο
Προπώληση εισιτηρίων: Πανεπιστημίου 39 (εντός στοάς Πεσμαζόγλου), 210 8938112, greekfestival.gr και στα Public. Ομαδικές κρατήσεις: 210 7001468