Ακούγοντας, διαβάζοντας και παρακολουθώντας τον σχολιασμό της επικαιρότητας από τους διάφορους πολιτικούς και ιδεολογικούς χώρους, προσπαθώ να κατανοήσω με το φτωχό μου το μυαλό εάν ό,τι λέγεται, λέγεται ειλικρινά ή απλώς για την πρόκληση εντυπώσεων ή αποτελεί αυτό που λέμε στην πειθώ: ”επίθεση στο ήθος του αντιπάλου” (είναι ο πλέον ανέντιμος τρόπος πειθούς, αλλά κάποιοι ακόμη πρεσβεύουν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα).
Πιστεύουν δηλαδή κάποιοι ότι υφίσταται πολιτειακό ζήτημα όταν καμία πολιτική δύναμη δεν το θέτει; Αν το λένε γιατί θεωρούν ότι η κινδυνολογία που καλλιεργούν τούς εμφανίζει περισσότερο δημοκράτες, δεν ισχύει κάτι τέτοιο, ειδικά όταν οι ίδιοι και τα κόμματά τους υποστήριζαν ή εξακολουθούν να υποστηρίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Σχεδόν αντανακλαστική επίσης έχει καταντήσει και η διαρκής επίκληση ποικίλων απειλών της δημοκρατίας σχεδόν για κάθε ζήτημα: περιοριστικά μέτρα για τον κορωνοϊό; χούντα. Έλεγχος στα σύνορα; φασισμός. Αστυνόμευση πανεπιστημιακών χώρων; χούντα. Παρακολουθήσεις; χούντα. Η μονοτονία της ερμηνείας κάθε αναγκαστικού μέτρου, σωστού ή εσφαλμένου, απαραίτητου ή υπερβολικού, αποτελεσματικού ή ατελέσφορου ως προοιμίου επιβολής δικτατορικού καθεστώτος, αδυνατίζει τις όποιες σοβαρές ενστάσεις και διαφωνίες, κάθε κριτική αμφισβήτηση των κυβερνητικών μέτρων, ειδικά όταν τίθεται το δίλημμα π.χ. μεταξύ της φύλαξης και της παραίτησης από κάθε έλεγχο στα σύνορα κ.ο.κ., της αποτελεσματικής λειτουργίας υπηρεσιών ασφαλείας ή της απαγόρευσης παρακολούθησης προσώπων επειδή κατέχουν θέσεις εξουσίας!
Χιλιάδες άνθρωποι ένιωσαν χθες την ανάγκη να παραστούν στην κηδεία του έκπτωτου μονάρχη. Αποτελούν κι αυτοί απειλή για το πολίτευμα ή πρέπει να τους θεωρήσουμε, όπως τους λοιδόρησαν ορισμένοι, ότι είναι περίπου διανοητικά ανάπηροι; Είναι όλοι τους νοσταλγοί της μοναρχίας ενώ ελάχιστοι από αυτούς την έχουν γνωρίσει; Έχω τοποθετηθεί εναντίον της κηδείας του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ δημοσία δαπάνη, αλλά σέβομαι το δικαίωμα οποιουδήποτε στο πένθος και το πένθος στον δικό μας πολιτισμό είναι μία δημόσια εκδήλωση: τοιχοκολλούνται κηδειόσημα και μοιράζονται κόλλυβα σε όποιον παρευρίσκεται για να συλλυπηθεί.
Από την άλλη, παρατηρώ αυτές τις μέρες με αφορμή την εν λόγω κηδεία μία ένταση από γνωστούς μου της δεξιάς, που με προβληματίζει. Θεωρούν ότι η κυβερνητική άρνηση να γίνει η κηδεία με τιμές αρχηγού κράτους αποτελεί ένδειξη φοβικού συνδρόμου έναντι της αριστεράς και όχι μία συνεπής επιμονή σε μία πολιτική που στοχεύει περισσότερο στο πολιτικό κέντρο ή/και μία ειλικρινής πρόθεση να μην αποτελέσει το γεγονός άλλη μία αφορμή για διχαστικές αντιπαραθέσεις. Με δεδομένο ότι δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τις πραγματικές προθέσεις και τις κρυφές σκέψεις της κυβέρνησης, ενδεχομένως και να έχουν δίκιο. Μπορεί όμως να σταθεί σύγχρονη πολιτική πρόταση της κεντροδεξιάς στη βάση μιας ιδεολογικής σύγκρουσης με την αριστερά στο ζήτημα της βασιλείας;
Διότι, ας μην κοροϊδευόμαστε: πολιτικό είναι το ζήτημα. Κηδεία με τιμές αρχηγού κράτους σημαίνει, σ′ έναν βαθμό και ιστορική λήθη. Και ας μην επισημανθεί η περίπτωση του Χαρίλαου Φλωράκη γιατί και με εκείνου την κηδεία δημοσία δαπάνη ήμουν αντίθετος: ένας συνεπής κομουνιστής είναι εξ ορισμού εχθρός του αστικού κράτους. Επρόκειτο δηλαδή για κραυγαλέα ασυνέπεια. Και τέλος πάντων, εάν είναι να εκφράσουν τη δεξιά ο ...Μπογδάνος και η Λατινοπούλου, γιατί είναι μεγαλύτερος ο καημός για το είδος της κηδείας του τέως από άλλα ζητήματα, ας το κάνουν, αλλά θα πρόκειται για άλλη μια επιλογή με βάση το θυμικό και όχι την πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, ο σεβασμός προς το πένθος είναι αδιαπραγμάτευτος, περισσότερο όμως θα πρέπει να εξετάζεται όχι το τι θα πλήξει τον αντίπαλο σε μία ήδη ξεπερασμένη αντιπαράθεση, αλλά το εθνικό συμφέρον. Ο εμφύλιος έχει τελειώσει και δεν τίθεται πλέον πολιτειακό ζήτημα. Αν κατεβούμε επιτέλους από τον Γράμμο και το Βίτσι, ίσως μπορέσουμε να δούμε το τι πραγματικά αξίζει να συζητάμε, να διεκδικούμε και εν ανάγκη να τσακωνόμαστε γι′ αυτό.
Γιατί δεν είναι η δημοκρατία που κινδυνεύει στην παρούσα φάση, αλλά η καθαρότητα να ξεχωρίζουμε τις πραγματικές σημερινές απειλές από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Και χωρίς καθαρό μυαλό δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις υπαρκτές, κρίσιμες αν όχι και θανάσιμες για τον τόπο, προκλήσεις του σήμερα.