Κάθε φορά που η δεξιά στην Ελλάδα αναδεικνύεται ισχυρή μετά τις εκλογές η συστημική αντιπολίτευση και κυρίως η αριστερά πανικοβάλλεται και αναζητά τρόπους αποδόμησής της. Πλημμυρίζεται από ένα ακαθόριστο αίσθημα ηττοπάθειας και καταφεύγει σε πολιτικούς αφορισμούς που περισσότερο ενισχύουν τη δεξιά και λιγότερο ενισχύουν την αυτοπεποίθησή της (αριστεράς) πως η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα αλλάξει τον αναβάτη της εξουσίας.
Οι πρόσφατες Ευρω-Εκλογές με τα γνωστά αποτελέσματα αντί να προκαλέσουν πανικό στη ΝΔ λόγω της εκλογικής της καθίζησης (40,56 > 28,31%) προκάλεσαν αλυσιδωτές αναταράξεις τόσο στον όσο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ. Είναι κι αυτό ένα από τα πολλά συμπτώματα της πολιτικής ασυμμετρίας που κατατρώγει το πολιτικό μας σύστημα από τις εκλογές του 2023.
Η ΝΔ και παρά την δραματική μείωση της εκλογικής της δύναμης φαίνεται ακλόνητη στην εξουσία και χωρίς αντίπαλο επί της ουσίας. Ο μόνος που την απειλεί είναι η γιγάντωση της αποχής (60 %). Επειδή, όμως, η πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα της αποχής είναι ακαθόριστη ή δυσδιάκριτη φαίνεται πως δεν ανησυχεί ιδιαίτερα το κυβερνών κόμμα, αφού ελπίζει πως στις επόμενες βουλευτικές εκλογές θα υπάρξει ένας μαζικός επαναπατρισμός στην πατρώα δεξιά παράταξη.
Κι εκεί που όλοι περίμεναν μία ανατροπή του πολιτικού σκηνικού και μία ενδυνάμωση της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) παρατηρείται το πολιτικά οξύμωρον τα δύο αυτά κόμματα να έχουν περιέλθει σε μία απροσδιόριστη και ατελέσφορη περιδίνηση. Αντί, δηλαδή, να γίνονται πιο επιθετικά και πιο διεκδικητικά προς την κυβέρνηση και τη ΝΔ σπαράσσονται από εσωτερικές έριδες.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ για μία ακόμη φορά αναζητά την ταυτότητά του (ταυτοτικό πρόβλημα), ενώ το ΠΑΣΟΚ αναζητά τον επόμενο αρχηγό (δελφινολογία) του που θα το απογειώσει εκλογικά.
Και επειδή τα δύο κόμματα αυτά φρονούν πως από μόνα τους και χωρίς συνεργασία αδυνατούν να προκαλέσουν την πολιτική ανατροπή της δεξιάς, όπως τουλάχιστον επίσημα διακηρύσσουν και ευαγγελίζονται, άρχισαν να μιλούν ή να αναζητούν τη σωτήρια πολιτική λέμβο στο μύθο της συγκρότησης της Κεντρο-Αριστεράς.
Αυτή συζήτηση περί Κεντρο-Αριστεράς θυμίζει λίγο τον μύθο της Περσεφόνης που για έξι μήνες κατοικούσε στα βάθη της Γης (σκοτάδι) δέσμια του Πλούτωνα και για έξι μήνες πάνω στη Γη (φως).
Κάθε φορά, δηλαδή, που ο κεντροαριστερός χώρος βρίσκεται σε πολιτική-κομματική αδυναμία και αμηχανία καταφεύγει με πολλή ευκολία στο γνωστό πολιτικό αφήγημα της Κεντρο-Αριστεράς. Κι αυτό γιατί έτσι βολεύει τις αδύναμες και φοβικές ηγεσίες της (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), που δίνουν όραμα στους απελπισμένους και κουρασμένους ψηφοφόρους του χώρου και κερδίζουν πολιτικό χρόνο μέχρι τις επόμενες εκλογές, όπου πάλι θα καταγγείλουν την πολιτική και κοινωνική αναλγησία της δεξιάς.
Ωστόσο, αν θελήσει κάποιος να προσδιορίσει εννοιολογικά, πολιτικά και ιδεολογικά τον όρο Κεντρο-Αριστερά κινδυνεύει να ολισθήσει σε ερμηνευτικά σφάλματα, αφού ο όρος είναι πολυεπίπεδος και πολυσύνθετος και για αυτό ασαφής και απροσδιόριστος.
Σύμφωνα με τη Wikipedia: «Ο όρος κεντροαριστερά στην πολιτική εκφράζει την ιδεολογία που συνδυάζει στοιχεία δημοκρατικού σοσιαλισμού και κοινωνικού φιλελευθερισμού. Τα κόμματα της κεντροαριστεράς επιδιώκουν τη δημιουργία μίας μεικτής οικονομίας της αγοράς. Όπως και η κεντροδεξιά, η κεντροαριστερά υποστηρίζει την ύπαρξη του κράτους πρόνοιας αλλά σε αντίθεση με αυτήν υποστηρίζει επίσης πολιτική υψηλής φορολογίας στα μεγαλομεσαία και υψηλά εισοδήματα και παράλληλα μειωμένης φορολογίας στα κατώτερα.
Η σύγχρονη Κεντροαριστερά συνήθως ταυτίζεται με τη σοσιαλδημοκρατία. Η Κεντροαριστερά πιστεύει πως το κράτος θα πρέπει ενίοτε να παρεμβαίνει στην οικονομία και να εμπλέκεται για χάρη της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ευημερίας και της προστασίας των αδύναμων. Αλλά υποστηρίζει και τις ελευθερίες του κοινωνικού φιλελευθερισμού, δηλαδή την υποστήριξη των φιλελεύθερων εκλογών κ.ά. Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, η Κεντροαριστερά συνδυάζει φιλελεύθερη (κεντρώα) πολιτική και σοσιαλιστικά (αριστερά) στοιχεία στα διάφορα κοινωνικά και οικονομικά θέματα».
Με τον παραπάνω ορισμό θα μπορούσε κάποιος να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι. Αυτή είναι η φύση των ορισμών. Εξάλλου αν ζητηθεί από όλους αυτούς που σχεδιάζουν την ανασύνταξη της Κεντρο-Αριστεράς να προσδιορίσουν το περιεχόμενό της στο τέλος θα βρισκόμασταν σε μία νοηματική και ιδεολογική σύγχυση.
Κι ενώ οι συζητήσεις περί της αναγκαιότητας της Κεντρο-Αριστεράς πληθαίνουν, από πολλούς εκφράζονται έντονες ενστάσεις και αντιρρήσεις για το εφικτό της ανασυγκρότησής της αλλά και για την πολιτική και ιδεολογική της αποτελεσματικότητα.
Οι ενστάσεις και οι αντιρρήσεις εστιάζονται πρωτίστως στα πρόσωπα και στους φορείς (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) που εμπλέκονται σε αυτήν την προσπάθεια. Άλλοι επικαλούνται την στενότητα του χρόνου, αφού ο πρωθυπουργός έχει την ευχέρεια να προκαλέσει εκλογές πριν το 2027, γεγονός που σημαίνει πως το νεόδμητο οικοδόμημα της Κεντρο-Αριστεράς κινδυνεύει με κατάρρευση πριν καν τη θεμελίωσή του.
Στον κύκλο των ενστάσεων αλλά και των προβληματισμών μπορούν να συνυπολογιστούν και οι διαδικασίες που θα ακολουθηθούν. Βέβαια, όλοι διακηρύσσουν πως όλα πρέπει να ξεκινήσουν από τη βάση και όχι από την κορυφή. Κάτι τέτοιο προς το παρόν δεν βλέπουμε αλλά ούτε κι έχουμε κάποιο ιστορικό προηγούμενο στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Δεν λείπουν κι εκείνοι που μιλούν για ένα κομματικό-πολιτικό μόρφωμα, προϊόν τεχνητής γονιμοποίησης και όχι τέκνο μιας φυσιολογικής πολιτικής γέννας-διαδικασίας. Σε μία τέτοια περίπτωση πολλοί είναι αυτοί που φοβούνται μία πολιτική τερατογένεση, επικίνδυνη και θνησιγενής ταυτόχρονα.
Βέβαια, οι δυσκολίες στην αναδόμηση (;) της Κεντρο-Αριστεράς κατεξοχήν εστιάζονται στην επιλογή-εκλογή εκείνου του προσώπου-αρχηγού που θα αντιπαραταχθεί στον νυν πρωθυπουργό με απώτατο και αντικειμενικό στόχο την πολιτική του εκθρόνιση. Εξάλλου αυτός είναι και ο ομολογημένος και διακηρυγμένος στόχος της συνεργασίας των κομμάτων της Κεντρο-Αριστεράς κάτω από τη σκέπη μιας ενιαίας κομματικής παράταξης.
Το θέμα-πρόβλημα του προσώπου είναι σημαντικό στο βαθμό που αυτό προσδίδει σε κάθε κομματικό σχηματισμό μία προστιθέμενη αξία και λειτουργεί πολλαπλασιαστικά σε κάθε θετικό που μπορεί να εκπέμπει ή να εμπνέει αυτός. Εξάλλου τα πολιτικά πρόσωπα και ιδιαίτερα ο “πρωθυπουργήσιμος” αρχηγός διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο, όταν μπορούν με τον οραματικό τους λόγο να εκφράσουν τις κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις ενός λαού.
Όταν μπορούν, επίσης, να συνθέσουν τις επιμέρους ιδεολογικές διαφοροποιήσουν, χωρίς αυτό, όμως, να λειτουργεί αναιρετικά στην καθαρότητα της ταυτότητας του κομματικού μορφώματος και να δημιουργεί σύγχυση για τον διακηρυγμένο στόχο.
Πολλοί αναλυτές και ειδικοί περί τον χώρο αυτό και το εγχείρημα (ανασύνθεση της Κεντρο-Αριστεράς) εκφράζουν βάσιμες αμφιβολίες για την επιτυχία του στο βαθμό που τα πρόσωπα που θα το εκφράσουν σε ηγετικό επίπεδο δεν είναι γενικά αποδεκτά. Οι περασμένοι ηγέτες κουβαλούν τις αποτυχίες και τις ήττες από τη δεξιά και τον κ. Μητσοτάκη, ενώ οι νέοι ίσως να μην έχουν την εμπειρία ή το πολιτικό ανάστημα να αντιμετωπίσουν τον νυν πρωθυπουργό.
Αλλά και στο επίπεδο των διαδικασιών συγκρότησης του οικοδομήματος της Κεντρο-Αριστεράς θα υπάρξουν δομικά προβλήματα. Το πολιτικό αυτό οικοδόμημα, δηλαδή, θα είναι ευκαιριακό-προεκλογικό ή θα έχει μόνιμο χαρακτήρα ή βλέποντας και κάνοντας; Θα είναι προϊόν ομοσπονδοποίησης των νυν υπαρχόντων κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ…) ή θα προϋποθέτει την αυτοδιάλυσή και την διάχυσή τους στο όραμα και στον απώτατο πολιτικό στόχο της εκθρόνισης του κ. Μητσοτάκη και της δεξιάς ;
Πώς θα συνυπάρξουν στην ίδια πολυκατοικία στελέχη και οπαδοί των δύο αυτών κομμάτων που κατά το παρελθόν δεν είχαν και τις καλύτερες πολιτικές και όχι μόνον σχέσεις; H ονοματολογία περισσεύει.
Πώς θα υπερασπίζονται το εγχείρημα της Κεντρο-Αριστεράς τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τη στιγμή που στο ίδιο το κόμμα τους αλληλοσπαράσσονται ανταλλάσσοντας επιστολές και υπονοούμενα; Σε ένα κόμμα που όλοι είναι εναντίον όλων (Bellum omnium contra omnes, Πόλεμος όλων εναντίον όλων).
Στο ΠΑΣΟΚ τα διαρθρωτικά και τα ιδεολογικά προβλήματα μπορεί να είναι λιγότερα, ωστόσο κι εκεί η δελφινολογία και η επικείμενη (;) αλλαγή αρχηγού ίσως προκαλέσει γκρίνιες και προσωπικές αντιπαραθέσεις που θα δημιουργήσουν προσκόμματα στο πείραμα της Κεντρο-Αριστεράς.
Κι αλήθεια, αν το πρόσωπο που θα ηγηθεί της Κεντρο-Αριστεράς είναι κάποιο ανεξάρτητο από τους δύο αρχηγούς των δύο συνασπισμένων κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), αυτό δεν θα σημάνει και την πολιτικό τους θάνατο, αφού εκ των πραγμάτων κρίνονται ακατάλληλοι κι ανεπαρκείς στην αποδόμηση της δεξιάς;
Ήδη έχουμε την πρώτη αντίδραση από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ που δήλωσε εμφαντικά: “Από την αείμνηστη Φώφη Γεννηματά παρέλαβα κόμμα, το μεγάλωσα και δεν θα επιτρέψω να μετατραπεί σε συνιστώσα” . Και ο νοών νοείτω.
Παραβλέπω τα προβλήματα που θα προκύψουν αν τεθεί ή αποσταλεί πρόσκληση να συμμετάσχουν στο εγχείρημα της Κεντρο-Αριστεράς κι άλλα κόμματα της ευρύτερης αριστεράς, όπως: Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας, Μέρα25 κι άλλα…
Πώς θα ζητηθεί από τα κόμματα της ευρύτερης κεντροαριστεράς και της “original” αριστεράς να αυτοδιαλυθούν και να συγκροτήσουν ένα κι ενιαίο κόμμα με στόχο την απαλλαγή από τη δεξιά; Κι αυτό γιατί υπάρχει πάντοτε η αντικειμενική δυσκολία που απορρέει από τον εκλογικό νόμο που σύμφωνα με αυτόν το bonus των 40 εδρών δίνεται μόνον σε κόμμα και όχι σε συνασπισμό κομμάτων.
Όλα του γάμου, λοιπόν, δύσκολα που λέει και ο λαός.
To φαινόμενο της εντροπίας δεν απαντάται μόνον στη φύση, ούτε μελετάται μόνο από τους καθ΄ ύλην ειδικούς επιστήμονες αλλά και από τους πολιτικούς επιστήμονες και διεθνολόγους, αφού πλέον και η “Πολιτική Εντροπία” ως όρος μπήκε για τα καλά στο λεξιλόγιό μας. Κι αυτό γιατί η εντροπία ως επιστημονική έννοια μετρά την αταξία (όσο υψηλότερη είναι η εντροπία, τόσο μεγαλύτερη η είναι η αταξία) που κυριαρχεί τόσο στην ελληνική πολιτική σκηνή όσο και στη διεθνή.
Στους Financial Times δημοσιεύτηκε άρθρο του Τζάναν Γκάνες που χαρτογραφεί την τάση της εποχής μας αλλά και το φαινόμενο της “Πολιτικής Εντροπίας”. Ειδικότερα επισημαίνει πως η τάση της εποχής δεν είναι προς περισσότερο αυταρχικούς ηγέτες αλλά προς μεγαλύτερη εντροπία, ακυβερνησία και χάος (Γαλλία, Βρετανία, ΗΠΑ…)[από το διαδίκτυο].
Σε αυτό, λοιπόν, το χαοτικό περιβάλλον, στο παρεπόμενο πολιτικό χάος και σε μια συγκυρία που οι αριστερές ιδέες και προτάσεις δεν φαίνεται να συγκινούν και ιδιαίτερα το εκλογικό σώμα ποια περιθώρια επιτυχίας θα έχει το εγχείρημα της συγκρότησης-ανασύνθεσης ή αναδόμησης της Κεντρο-Αριστεράς;
Μία άλλη παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στις προσπάθειες και διαδικασίες για τη συγκρότηση ενός Κεντρο-Αριστερού μετώπου απέναντι στην κυριαρχία της δεξιάς και στην επελαύνουσα ακροδεξιά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι και η περίπτωση αποτυχίας του όχι μόνον σε εκλογικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο ιδεολογικής και πολιτικής του έκφρασης ως εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Αυτό θα σημάνει την συνέχιση της κυριαρχίας της δεξιάς και την σιωπηλή αποδοχή μιας νοοτροπίας του δευτεραγωνιστή της αριστεράς και των ιδεών της.
Αν, δηλαδή, δεν ευδοκιμήσουν οι προσπάθειες ανασυγκρότησης ή συγκρότησης του Κεντρο-Αριστερού χώρου ή δεν έχουν τα επιθυμητά εκλογικά οφέλη ποιος θα ξαναδοκιμάσει στο μέλλον μία τέτοια παρόμοια προσπάθεια;
Γι αυτό το εγχείρημα ή το πείραμα μιας ενιαίας εκλογικής παράταξης της Κεντρο-Αριστεράς θα πρέπει πρώτον να «αυτοορίζεται» με τη βοήθεια των δικών της υλικών (ιδεολογικών, πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, φιλοσοφικών) και όχι υποχρεωτικά και κατά αντιδιαστολή με τα υλικά και τις θέσεις του «απέναντι», του πολιτικού αντιπάλου.
Δεύτερον το νέο αυτό πολιτικό μόρφωμα της Κεντρο-Αριστεράς (εάν και όποτε ευδοκιμήσει) θα πρέπει να «αυτοπροσδιορίζεται» και όχι να «ετεροπροσδιορίζεται». Να αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με ένα πολιτικό και κοινωνικό όραμα ικανό να εμπνεύσει αλλά και να πείσει για την ικανότητά του να πραγματώσει προς όφελος των πολιτών και της κοινωνίας εκείνα τα ιδανικά και τις αξίες που τραυματίστηκαν ή υποβαθμίστηκαν από την κυβερνώσα δεξιά.
Μέλλει, λοιπόν, να δούμε αν θα επαληθευτούν για το εγχείρημα οι “πολιτικοί οιωνοσκόποι” και κυρίως αν θα δικαιωθούν όλοι εκείνοι που διατείνονται και προβλέπουν πως η φέρελπις Κεντρο-Αριστερά τελικά θα αποδειχθεί:
Μία πολύφερνη νύφη ή ένα άδειο πουκάμισο;
ΥΓ.Η νίκη του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία μπορεί να λειτουργήσει θετικά στην προσπάθεια της συγκρότησης ενός ανάλογου πολιτικού σχηματισμού και στην Ελλάδα...Αλλά η κομματική ετερογένεια και η ”ιδεολογική πολυπολιτισμικότητα” ενός τέτοιου εγχειρήματος ίσως να μην ενδείκνυται για τη χώρα μας, που έχει ανάγκη από ισχυρές κυβερνήσεις και όχι από απλές ασκήσεις επί χάρτου με στόχο να ”φύγει η Δεξιά ”. Γιατί σκοπός είναι αυτό που θα ρθει (”Κεντρο-Αριστερά”) να συνιστά μία πειστική εναλλακτική κυβερνητική πρόταση.Και να μην ξεχνάμε πως στην πολιτική το 1+1 δεν κάνει υποχρεωτικά 2 και οι τεχνητές συγκολλήσεις κομμάτων είναι πολιτικά αναποτελεσματικές...