Κυπριακού ενεργειακής πολιτικής συνθήκες

Η ενέργεια αποτελεί στρατηγικό όπλο διεθνών διαστάσεων.
|
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Το Κυπριακό Πρόβλημα που υφίσταται από τον τραγικό Ιούλιο – Αύγουστο του 1974 ως ανοικτή πληγή του ελληνισμού και υπαρκτό άλυτο, διεθνές ζήτημα ως συνέπεια του διαπραχθέντος διεθνούς εγκλήματος της Τουρκίας εις βάρος της Κύπρου, διέρχεται και σήμερα, κατά τα ειωθότα, κρίσιμες στιγμές που άπτονται του μέλλοντος του κράτους και του ελληνισμού κατά ταύτα. Από ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, όπου το ιστορικό αίτημα της Ενώσεως έληξε άδοξα, οι ελληνοτουρκικές κρίσεις απετέλεσαν χρονίζον ενδημικό φαινόμενο, που έφερε την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα της πολεμικής σύγκρουσης κατ’ επανάληψη.

Το Κυπριακό απασχολεί την διεθνή κοινότητα, συνιστώντας μαζί με το Παλαιστινιακό, ένα εκ των αρχαιοτέρων άλυτων ζητημάτων της διεθνούς πολιτικής, που προκαλούν την υπόθεση της ασφάλειας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Σήμερα μάλιστα υφίσταται μια όλως ιδιαιτέρως κρίσιμη κατάσταση, όπου το διεθνές ενδιαφέρον αναζήτησης και εξόρυξης υδρογονανθράκων αναβαθμίζει γεωπολιτικά την Κύπρο, δημιουργώντας ταυτόχρονα και συνθήκες πλαισίου διεθνούς αντιπαράθεσης, με την Τουρκία να διεκδικεί χώρο, που τον υπερασπίζουν οι μεγάλες δυνάμεις εκπροσώπησης συμφερόντων, της Ουάσιγκτον προεξαρχούσης.

Η ενέργεια αποτελεί στρατηγικό όπλο διεθνών διαστάσεων για την Κύπρο, το οποίο αξιοποιούμενο διπλωματικά και πολιτικά μπορεί να επιφέρει ανατροπές υφιστάμενων αρνητικών για την Κύπρο συνθηκών, όπως είναι η κατοχή του βόρειου τμήματός της, του διεθνούς παράγοντος συνεπικουρούντος και δρομολόγηση διεργασιών αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας στην κρίσιμη αυτή γεωστρατηγικά περιοχή της Μεσογείου.

Η υφιστάμενη γεωστρατηγική και γεωπολιτική αναβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας πραγματώνεται μέσα και από τις τριμερείς συναντήσεις κορυφής Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου. Ιδιαιτέρως μάλιστα οι συναντήσεις που λαμβάνουν χώρα με το Ισραήλ, η τελευταία των οποίων ήταν η έκτη, που έλαβε χώρα την περασμένη εβδομάδα στην Ιερουσαλήμ τη παρουσία του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, προσλαμβάνει σημαντικές διαστάσεις, στον βαθμό που η υπερδύναμη των ΗΠΑ ενεργοποιείται σε ανώτατο επίπεδο εκπροσώπησης για να καταδείξει, όχι μόνο την στήριξη προς τις συμμετέχουσες στο εγχείρημα κρατικές οντότητες, αλλά και το στρατηγικό ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον στην περιοχή.

Από την δεκαετία του 1960 και του Πολέμου των Έξι Ημερών, όπου η ισραηλινή αεροπορία κατέστρεψε επί του εδάφους τις αιγυπτιακές δυνάμεις κερδίζοντας ταχύτατα τον πόλεμο έναντι όλων των Αράβων, η αμερικανική πολιτική επηρεάζεται ταμάλα από το εβραϊκό λόμπι, τόσο το εν Ουάσιγκτον ευρισκόμενο, όσο και το διεθνές. Είναι μία πάγια κατάσταση, η οποία αποτελεί σταθερή δομή της αμερικανικής πολιτικής που επηρεάζει τις εξελίξεις γενικότερα, εκφρασθείσα εσχάτως και διά στόματος Μάικ Πομπέο.

Η σύγκληση συμφερόντων του Ισραήλ με Ελλάδα και Κύπρο, η οποία αποδίδεται και στο γεγονός της σύγκρουσης Μπέντζαμιν Νετανιάχου και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που λαμβάνει και διαστάσεις σκληρής πολεμικής αντιπαράθεσης οφείλεται κυρίως στο γεγονός, αφενός μεν του ενδιαφέροντος του Τελ Αβίβ για την νοτιοανατολική Μεσόγειο και τους υδρογονάνθρακες, δεδομένου ότι και το Ισραήλ έχει προχωρήσει σε ανάλογες ενέργειες εξορύξεων, αφετέρου δε και στο ότι και ο ίδιος ο Ερντογάν επιχειρώντας να μεταβληθεί σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, συγκρούεται εκ των πραγμάτων με το Τελ Αβίβ, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να αποκαλεί τους Ισραηλινούς γενοκτόνους. Σημειώνεται εν προκειμένω πως η Τουρκία είναι η χώρα που διέπραξε την πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα εναντίον των Αρμενίων.

Ο επί θύραις ευρισκόμενος ως πρόβλεψη αγωγός EastMed, ο οποίος θα συνδέει υποθαλασσίως την Κύπρο με την Κρήτη, την Πελοπόννησο και θα φθάνει μέσω Ιονίου στην Ιταλία για να παράσχει το φυσικό αέριο στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις αποκτά από την θέση και την φύση του ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, διότι καθιερώνει την Αθήνα και την Λευκωσία ως κρίσιμες χώρες διέλευσης ενέργειας. Ο αγωγός θα μεταφέρει φυσικό αέριο στην Ευρώπη, της οποίας η αποκατάσταση της ενεργειακής επάρκειας θα συμβάλει στην απεξάρτησή της από την Μόσχα, αφού θα τροφοδοτείται από φυσικό αέριο μέσω ίδιων δυνάμεων, δηλαδή ευρωπαϊκών χωρών, Κύπρου και Ελλάδος.

Η αυτονόητη κατά ταύτα αναβάθμιση των δυο χωρών του ελληνισμού, αποτυπώνεται σε διεθνοπολιτική ισχύ, η οποία μεταφράζεται σε συμφέροντα εθνικά, τόσο για την Κύπρο, όσο και για την Ελλάδα. Της Κύπρου δε το εθνικό συμφέρον συνίσταται πρωτίστως στην απαλλαγή από την κατοχή και την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας.

Η κλασσική θουκυδίδειος αρχή του «αντίπαλον δέος, ισόπαλον σέβας», που σημαίνει πως έχεις τόσο δίκαιο, όσο η ισχύς σου, υποχωρείς δε όσο σου επιβάλλει η αδυναμία σου, βρίσκει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, όπου η Κύπρος διά της υφιστάμενης διεθνούς προστασίας ως εκπροσώπησης συμφερόντων, είναι σε θέση να υπερασπισθεί το δίκαιο και την ύπαρξή της, μόνη και μετά συμμάχων εν προκειμένω.

Δεδομένης της τουρκικής γεωπολιτικής παρουσίας και γεωστρατηγικής διεκδικητικής απειλής, Αθήνα και Λευκωσία υποχρεούνται, προβλέποντας και αναγνωρίζοντας τα επερχόμενα, να οργανώσουν την στρατηγική του ελληνισμού, στο επίπεδο του παλαιόθεν γνωστού Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, αποβλέποντας στην υπεράσπιση χώρου, κράτους και ελληνισμού. Τούτο σημαίνει κυβερνητικό, εθνικό σχεδιασμό και ταυτοχρόνως σύγκληση πολιτικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της υποστήριξης κύριων, εθνικών στοχεύσεων στρατηγικής, που να συνάδει στην εμπέδωση και υπεράσπιση εθνικού συμφέροντος. Αυτό θα επέτρεπε στην χώρα να ανοίγει την βεντάλια του πλαισίου εθνικής πολιτικής στους επόμενους βηματισμούς του έθνους, όπου οι εκτιμήσεις του μέλλοντος πρέπει να κατέχουν προεξάρχουσα θέση στην εθνική συλλογιστική του ελληνικού κράτους.

Το τουρκικό κράτος στην διαχρονική σύλληψη εφαρμοσμένης πολιτικής του στην περιοχή, ιδίως μάλιστα έναντι της Κύπρου, εκδηλώνει σταθερά και αμετάκλητα την θέλησή του για μια ες αεί στρατιωτική παρουσία του στην βόρεια περιοχή της μεγαλονήσου, την σήμερα κατεχόμενη, την οποία μεταχειρίζεται εν είδει προτεκτοράτου. Τούτο δε συμβαίνει από το 1974 σε μία αδιάλειπτη συνέχεια, η οποία και υπογραμμίζει την στρατηγική προσέγγιση του Κυπριακού Προβλήματος από την Τουρκία. Η διαπίστωση αυτή θα πρέπει να αποτελέσει, όχι μόνο το έναυσμα, αλλά και την πλατφόρμα μιας ελληνικής, εν τη ευρεία του όρου εννοία εθνικής στρατηγικής Κύπρου και Ελλάδος, που να αποβλέπει πρωτίστως, στην ανατροπή των τετελεσμένων της εισβολής και την απελευθέρωση των κατεχομένων, πριν και πέρα πάσης διαπραγμάτευσης για την εσωτερική, συνταγματική, διεθνοπολιτική διάρθρωση του κυπριακού κράτους.

Η παρούσα εξέλιξη οφείλει να αντικρισθεί ως μία από τις σπανίως εμφανιζόμενες ως ευκαιρίες της διεθνούς πολιτικής, όπου η σωστή αναγνώριση και ανάγνωσή της κατά ταύτα, αποτελεί και τον κρίσιμο συντελεστή επερχόμενης στρατηγικά επωφελούς πορείας. Η σύγκληση συμφερόντων οδηγεί και στην ανάγκη των δυνάμεων, των οποίων τα συμφέροντα συγκλίνουν, να προστατεύσουν τον χώρο και το υποκείμενο διεθνούς δικαίου, το οποίο αποτελεί και το διακυβευόμενο πλαίσιο και φορέα προστασίας. Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να θέσουν το ζήτημα της αποκατάστασης της νομιμότητας στην Κυπριακή Δημοκρατία, στις δυνάμεις που έχουν συμφέροντα εκεί.

Το Κυπριακό Πρόβλημα, που κατά τα ανωτέρω εκδηλώνει την παρουσία του και πάλι στην ενεργό επικαιρότητα επ’ ουδενί δεν ανήκει στα διεθνή εκείνα προβλήματα των οποίων η επίλυση, μπορεί να επαφίεται στον «αυτόματο πιλότο». Οι διαδικασίες επίλυσης ενός εκ των παλαιοτέρων άλυτων προβλημάτων της διεθνούς πολιτικής απαιτεί δύσκολες και σοβαρά σχεδιασμένες κινήσεις στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της διεθνούς σκηνής, πράγμα που προϋποθέτει βαθιά γνώση, όχι μόνο του διεθνούς πεδίου των διαδραματιζομένων, αλλά και κατασταλαγμένη γνώση του δύσκολου τουρκικού πολιτικού πεδίου, έναντι του οποίου οι χειρισμοί δεν μπορεί να θεωρούνται διόλου ευχερείς.

Δεδομένων των δύσκολων συνθηκών που εκ προοιμίου αντιμετωπίζει η ελληνική πλευρά, έχοντας απέναντι της την σκοτεινή πλευρά του τουρκικού φεγγαριού, οφείλουμε να έχουμε πάντοτε κατά νου πως ανεξαρτήτως του ποιος είναι στην εξουσία στην Τουρκία, η χώρα αυτή ακολουθεί παραδοσιακά την τακτική της στρατηγικής ενός δομικού επεκτατισμού στην περιοχή.

Το γεγονός αυτό την φέρνει σε πλεονεκτική θέση, τόσο έναντι της ίδιας της πολιτικής της, όπου γνωρίζει ακριβώς τους βηματισμούς της, όσο και έναντι τρίτων χωρών, οι οποίες έχουν καθαρή εικόνα ως προς το πλαίσιο της τουρκικής στρατηγικής. Η Ελλάδα παραμένει εν στρατηγική αδρανεία, ούσα στην πραγματικότητα εν δράση μόνο στο τακτικό επίπεδο, χωρίς να αναπτύσσει εθνικό στρατηγικό πλάνο σε σχέση με την πορεία και τις στρατηγικές στοχεύσεις της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες.

Σε μια στιγμή όπως αυτή, όπου η Κύπρος ως κράτος και ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου διατρέχει μια περίοδο γεωπολιτικής ανάκαμψης, πράγμα που δεν αντανακλάται ως όφειλε στο μείζον θέμα του Κυπριακού δια της επιδίωξης της αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας, οι επικείμενες προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού με βάση το σημερινό πλαίσιο διαπραγμάτευσης δεν προοιωνίζουν καμιά ευτυχή κατάληξη, στον βαθμό που είναι δεδομένη και αμετακίνητη η τουρκική θέση, περί μη απόσυρσης των στρατευμάτων κατοχής στην διαδικασία και μετά την επίτευξη λύσης. Επομένως, η κυπριακή υπόθεση βιώνει τα γνωστά αδιέξοδα της εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας.

Εν κατακλείδι, υπογραμμίζεται πως Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να μην επισπεύδουν προχείρως και χωρίς σχεδιασμό τις εξελίξεις σε ότι αφορά στην επίλυση του Κυπριακού, αλλά σχεδιάζουσες πολιτικές του μέλλοντος, να υπολογίζουν σε ένα καλά οργανωμένο σενάριο αξιοποίησης ενός momentum τουρκικής εσωτερικής ή και διεθνοπολιτικής αποδυνάμωσης, το οποίο σε συνέργεια με τον διεθνή παράγοντα, θα επέτρεπε στον ελληνισμό να επιτύχει την αποκατάσταση του status quo ante της διεθνούς νομιμότητας στην υπόθεση της Κύπρου.