Φως στο αρχαίο κράτος Τσιουσί που ήκμασε πριν από 2.000 χρόνια κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, γνωστό σήμερα ως Κομητεία Κουτσά στη βορειοδυτική Αυτόνομη Περιοχή των Ουιγούρων του Σιντσιάνγκ, έριξε μία επιστημονική ομάδα του Ινστιτούτου Αεροδιαστημικής Ερευνας και Πληροφορίας που υπάγεται στην Κινεζική Ακαδημία, σε συνεργασία με τους αρχαιολόγους.
Η ομάδα με επικεφαλής τον γεωλόγο Γκούο Ζιγί, προσεκλήθηκε από τους αρχαιολόγους του Ινστιτούτου Πολιτιστικών Κειμηλίων και Αρχαιολογίας του Σιντσιάνγκ και βοήθησε στην ανακάλυψη χρησιμοποιώντας τεχνολογίες γεωφυσικής διασκόπησης για τον εντοπισμό αρχικά της τοποθεσίας, του πλάτους και του βάθους των τειχών της πόλης Τσιουσί.
Το Κράτος Τσιουσί ήταν ένα από τα 36 κράτη των Δυτικών Περιφερειών, όρος που χρησιμοποιείτο επί βασιλείας της Δυναστείας των Χαν (202 π.Χ. έως 220 μ.Χ.) για τις περιοχές δυτικά του Περάσματος Γιουμέν, στο οποίο σήμερα συμπεριλαμβάνεται το Σιντσιάνγκ και μέρη της κεντρικής Ασίας. Το αρχαίο κράτος βρισκόταν κατά μήκος του αρχαίου Δρόμου του Μεταξιού και αποτελούσε χωνευτήρι του Κινεζικού, του Ινδικού, του Ισλαμικού και του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, ενώ στη χιλιόχρονη διάρκεια της ακμής του δημιουργήθηκε ο Τσιουσί πολιτισμός, που περιλαμβάνει τραγούδι, χορό, λαϊκά έθιμα, τέχνες και λογοτεχνία. Ωστόσο, στο πέρασμα του χρόνου χάθηκε και όλα τα τείχη της πόλης καταστράφηκαν από πλημμύρες και ανθρώπινες δραστηριότητες, ενώ πάνω στα ερείπια χτίστηκαν σύγχρονα κτίρια και δρόμοι καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολο τον εντοπισμό της.
Οι αρχαιολόγοι έψαχναν εδώ και τρία χρόνια να εντοπίσουν την πόλη βασιζόμενοι κυρίως σε ιστορικά αρχεία και στο παραδοσιακό κινεζικό φτυάρι Luoyang, βασικό εργαλείο χρόνια τώρα των Kινέζων αρχαιολόγων. Όμως το συγκεκριμένο φτυάρι δεν μπορεί να σκάψει πλακόστρωτους δρόμους και περιοχές με πέτρα. Τότε ανέλαβε δράση η ομάδα του Γκούο η οποία χρησιμοποίησε ένα ραντάρ διείσδυσης εδάφους και έναν μετρητή αντίστασης υψηλής πυκνότητας. Τα δύο όργανα συμπληρώνουν και επαληθεύουν το ένα το άλλο για να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη υπόγειου συμπιεσμένου χώματος, δίνοντας σήμα ότι υπάρχουν ερείπια των τειχών της πόλης.
Το ραντάρ που διεισδύει στο έδαφος έχει υψηλή ανάλυση και μπορεί να «δει» αντικείμενα σε κλίμακα εκατοστών, ενώ ο μετρητής αντίστασης υψηλής πυκνότητας μπορεί να ανιχνεύσει την πορεία των υπόγειων υδάτων, τους τάφους, τα τείχη και τα κτίρια. Με την μέθοδο αυτή οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι το εξωτερικό τείχος της πόλης ήταν 15 έως 18 μέτρα πλάτος, με το μεγαλύτερο μέρος να φτάνει τα 30 μέτρα. Ορισμένα τμήματα του είχαν θαφτεί σε βάθος 2,5 μέτρων. Επίσης η βορειοανατολική και η νοτιοδυτική πλευρά του τοίχου ήταν τοξοειδής αντί για κάθετη.
Η γεωφυσική διασκόπηση έχει προσφέρει πολλά επιστημονικά στοιχεία και όπως λέει ο Γκου, τον Ιούλιο η ομάδα του θα πάει στο Ιράν προκειμένου να βοηθήσει να έρθει στο φως μία αρχαία πόλη κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού.
«Η αναζήτηση των χαμένων πολιτισμών δεν έχει καμία σχέση με το δικό μου επάγγελμα, πιστεύω όμως ότι οι φυσικές επιστήμες μπορούν να συμβάλουν στην επίλυση προβλημάτων στις ανθρωπιστικές επιστήμες» υποστηρίζει ο γεωλόγος.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Xinhua)