Η Μοίρα ή οι Μοίρες, (Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος), αυτές οι τρεις μυθικές θεότητες που ορίζουν, και ως ένα βαθμό, προλέγουν τη ζωή των ανθρώπων, αυτές που ευθύνονται για τα καλά και τα κακά που μας συνοδεύουν από τη γέννηση μέχρι το θάνατο, αυτές οι υπερδυνάμεις του άχρονου και άγνωστου παρόντος στα κελεύσματα των οποίων υπακούουν ακόμα και οι θεοί, αυτές που καθορίζουν την αρμονία του Σύμπαντος προσθέτοντας ή αφαιρώντας ζωές, προσθέτοντας ή αφαιρώντας χαρές και λύπες, οι σύνθρονες του Δία, αυτές που, κατά τον Πίνδαρο, μόνο η Τύχη τις ξεπερνάει και που δεσπόζουν σε όλες τις Ευρωπαϊκές Μυθολογίες συνοδεύοντας με τη φωνή τους την Αρμονία που βασιλεύει στις ουράνιες σφαίρες, οι κόρες της Νύχτας, αργά τη νύχτα της 6ης Φεβρουαρίου στη γειτονική Τουρκία ξύπνησαν δύσθυμα κι είπαν να κάνουν παιχνίδι ρημάζοντας και ξαναγράφοντας το πεπρωμένο χιλιάδων ανθρώπων.
Πρώτη η Κλωθώ, η υφάντρα, αυτή που κλώθει τις τύχες του βίου, άρχισε να ξηλώνει τα στημόνια από τις κάθετες δοκούς των σπιτιών, να κόβει κομμάτια το υφάδι που χτίζει τους τοίχους και προστατεύει την ιδιωτικότητα, να σπάει τα δοκάρια, τις σαϊτες και τις μπάρες από τα παράθυρα, να ανοίγει βίαια τις πόρτες στη σκόνη και το κρύο αφήνοντας τρύπες και χάσματα για να μπουκάρουν ο Όλεθρος και η Φωτιά .
Από δίπλα η Λάχεσις, τραβούσε και τέντωνε το νήμα της ζωής των ζωντανών ώστε να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, ενώ η Άτροπος, τρίτη Μοίρα στη σειρά, άκαμπτη και αναπότρεπτη, ψυχρή και αναίσθητη στις ικεσίες και τα δάκρυα, μ’ ένα μακρύ ψαλίδι έκοβε, έκοβε, έκοβε τις ζωές των ταπεινών με μια αδηφάγα όρεξη που δεν κορέστηκε παρά μόνο όταν τις διαδέχτηκε ο Θάνατος στην αρένα για να αποτελειώσει εκείνους που ξεγλίστρησαν απ’ τη μανία τους.
Κι εκεί που κάποτε έσφυζε η ζωή, τα γέλια και τα τραγούδια, εκεί που ο κάθε θνητός ζούσε στο μικρό του σύμπαν κι είχε το βιός του σε στρώματα και μαξιλάρια προσβλέποντας σε ένα μέλλον μακρινό και ανέσπερο όπου όλοι θα γεράσουν με όλους, ήρθε η Αποκάλυψη της 6ης Φεβρουαρίου με τη μορφή υπόκωφης βοής και έπνιξε τον κόσμο τους σε ένα σύννεφο στάχτης, σβήνοντας κάθε σπίθα ελπίδας.
Κι από απέναντι την ώρα του μεγάλου θυμού, «Η συμμορία των Πέντε» (Besli Cete), όπως η κοινή Γνώμη βάφτισε τους μεγαλοεργολάβους και τους κατασκευαστές που είχαν και την πίτα και το μαχαίρι στα χέρια, παρέα με τους υποτακτικούς τους, παράχωναν βιαστικά στις βαλίτσες τους τα υπερκέρδη, τη διαπλοκή και την αναλγησία για να πετάξουν σε άλλους προορισμούς όπου η γη και οι άνθρωποι έχουν θάψει προ πολλού τους δικούς τους νεκρούς μέσα σε αυτοσχέδια νεκροταφεία στις αυλές των σπιτιών τους.
Έχετε μετανιώσει για το κακό που προκαλέσατε σε τόσο κόσμο; ρώτησαν μεγαλοεργολάβο που συνελήφθη πριν αναχωρήσει για το Μαυροβούνιο.
Εγώ δεν φταίω σε τίποτα, απάντησε. Ήταν το Κισμέτ τους!