Κλεπτομανής Δυτικός Πολιτισμός;

Αγαπητέ κ. Σούνακ σας θυμίζω ότι κάποτε ρώτησαν τον Γκάντι: «Ποια είναι η γνώμη σας για τον Δυτικό Πολιτισμό;» και τους απάντησε: «Θα ήταν μια καλή ιδέα να υπάρξει»
Open Image Modal
Μέρος των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο
Xinhua News Agency via Getty Images

Αγαπητέ κ. Ρίσι Σούνακ,

Σ’ ένα μικρό λογοτεχνικό διαμαντάκι, είκοσι μόλις σελίδων, μέσα από μία πρωτότυπη αφήγηση ξετυλίγεται μια ιδιαίτερη ιστορία: «Ο κλεπτομανής μεταφραστής».

Ιδιαίτερη γιατί είναι διασκεδαστική αν περιοριστείς στην αφηγηματική δεινότητα και πρωτοτυπία, δραματική αν δείτε τις προεκτάσεις της στην ζωή και δη στην πολιτική ζωή είτε διεθνή είτε ντόπια.

*

Μια παρέα λοιπόν Ούγγρων λογοτεχνών, μαζευόταν από καιρό σε καιρό και συζητούσε για τα παλιά, για ποιητές και συγγραφείς, για παλιούς φίλους που είχαν άλλοτε ξεκινήσει μαζί κι ύστερα έμειναν πίσω και χάσανε τα ίχνη τους.

Ανάμεσα στις αναφορές σε διάφορα ονόματα και τις αφηγήσεις για το τι απέγινε ο καθένας ή αν χάθηκαν τα ίχνη τους, κάποια στιγμή ένας από την παρέα ανέφερε τον Γκάλους:

«’Ήταν ένα ταλαντούχο παιδί, ευφυέστατο, όλο κατανόηση και επιπλέον ευσυνείδητος και καλλιεργημένος στο έπακρο. Μιλούσε πολλές γλώσσες και τα αγγλικά του ήταν τόσο καλά, ώστε λένε πως θα έβαζε τα γυαλιά ακόμα και στον πρίγκιπα της Ουαλίας. Είχε ζήσει τέσσερα χρόνια στο Καίημπριτζ.

Αλλά είχε ένα ολέθριο ελάττωμα. Όχι, δεν έπινε· άρπαζε ό,τι του έπεφτε στα χέρια. Ήταν κλέφτης σαν καρακάξα. Μπορεί να έπαιρνε ένα ρολόι τσέπης, ένα ζευγάρι παντόφλες ή ένα τεράστιο μπουρί σόμπας, δεν είχε καμιά σημασία. Τις περισσότερες φορές δεν ήξερε καν τη χρησιμότητά τους. Η ευχαρίστησή του ήταν απλώς να κάνει αυτό που δεν μπορούσε να μην κάνει: να κλέβει. Εμείς, οι πιο στενοί του φίλοι, πασχίζαμε να τον φέρουμε στα λογικά του. Κάναμε στοργικές εκκλήσεις στα καλά του αισθήματα, τον μαλώναμε, τον φοβερίζαμε. Εκείνος συμφωνούσε. Κάθε φορά υποσχόταν ότι θα πάλευε εναντίον της φύσης του. Αλλά η λογική του βρισκόταν σε μειονεκτική θέση· η φύση του ήταν ισχυρότερη. Αδιάκοπα υποτροπίαζε».

Κάποια μέρα μέσα στο εξπρές της Βιέννης, βούτηξε το πορτοφόλι ενός Μοραβού καταστηματάρχη, που τον άρπαξε από τον γιακά και, στον επόμενο σταθμό τον παρέδωσε στην αστυνομία. Ακολούθησαν δίκη και καταδίκη σε δυο χρόνια φυλακή.

Μετά την αποφυλάκιση, ο Γκάλους ένα Χριστουγεννιάτικο πρωϊνό «εισέβαλε» στο σπίτι του αφηγητή και άρχισε να τον εκλιπαρεί να τον βοηθήσει να βρει δουλειά. Κατέληξαν σ’ ένα εκδότη που του ανέθεσε τη μετάφραση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος «Ο μυστηριώδης πύργος του κόμητος Βιτσισλάβ». Μέσα σε τρεις εβδομάδες, χωρίς να περιμένει την εκπνοή της προθεσμίας παρέδωσε το χειρόγραφό του. O εκδότης τηλεφώνησε έξαλλος στον αφηγητή που είχε συστήσει τον μεταφραστή και του ζήτησε να έρθει να διαπιστώσει ιδίοις όμασι το «ανοσιούργημα»:

Η πρώτη φράση του του αγγλικού πρωτοτύπου έλεγε τα εξής: «Ο παλαιός πύργος που είχε διασωθεί από τόσες καταιγίδες, έλαμπε με όλα τα τριανταέξι παράθυρά του. Ψηλά στο πρώτο πάτωμα, στην αίθουσα του χορού τέσσερεις κρυστάλλινοι πολυέλαιοι σκόρπιζαν ένα όργιο φωτός»

Η ουγγρική μετάφραση έλεγε: «Ο παλαιός πύργος που είχε διασωθεί από τόσες καταιγίδες, έλαμπε με όλα τα δώδεκα παράθυρά του. Ψηλά στο πρώτο πάτωμα, στην αίθουσα του χορού δύο κρυστάλλινοι πολυέλαιοι σκόρπιζαν ένα όργιο φωτός»

 ***

Στην τρίτη σελίδα ο Άγγλος μυθιστοριογράφος είχε γράψει: Με ένα ειρωνικό χαμόγελο ο κόμης Βιτσισλάβ έβγαλε ένα παραφουσκωμένο πορτοφόλι και τους πέταξε το ποσό που είχαν ζητήσει, χίλιες πεντακόσιες λίρες στερλίνες…»

 

Ο Ούγγρος συγγραφέας είχε μεταφράσει ως εξής: «Με ένα ειρωνικό χαμόγελο ο κόμης Βιτσισλάβ έβγαλε ένα παραφουσκωμένο πορτοφόλι και τους πέταξε το ποσό που είχαν ζητήσει, εκατό πενήντα λίρες στερλίνες…»

Παρακάτω, στο τέλος της τρίτης σελίδας της αγγλικής έκδοσης, ακολουθούσε η παρακάτω περιγραφή:

«Η κόμισσα Ελεονώρα καθόταν σε μια γωνιά της αίθουσας χορού με βραδινή τουαλέτα και φορώντας τα παλαιά οικογενειακά της κοσμήματα: στο κεφάλι ένα διάδημα στολισμένο με διαμάντια που είχε κληρονομήσει από την προμάμμη της, σύζυγο ενός Γερμανού πρίγκηπα-εκλέκτορα∙ στον άσπρο σαν κύκνου λαιμό της, ένα περιδέραιο από αληθινά μαργαριτάρια με οπάλινες ανταύγειες και, όσο για τα δάχτυλά της, σχεδόν δεν μπορούσε να τα κινήσει, τόσο ήταν φορτωμένα με δαχτυλίδια στολισμένα με μπριλάντια, ζαφείρια και σμαράγδια…»

 

Το ουγγρικό μεταφραστικό κείμενο την απέδιδε ως εξής: «Η κόμισα Ελεονώρα καθόταν σε μια γωνιά της αίθουσας του χορού με βραδινή τουαλέτα…».

Τίποτε άλλο. Το διάδημα το στολισμένο με διαμάντια το μαργαριταρένιο περιδέραιο, τα δαχτυλίδια τα στολισμένα με μπριλάντια, ζαφείρια και σμαράγδια όλα αυτά έλειπαν.

Είχε απλούστατα κλέψει τα οικογενειακά κοσμήματα της κόμισσας Ελεωνόρας και είχε απογυμνώσει τον κόμη Βιτσισλάβ, από τις χίλιες πεντακόσιες λίρες του αφήνοντάς του μόνο εκατό πενήντα, είχε βουτήξει δύο από τους τέσσερις κρυστάλλινους πολυελαίους της αίθουσας του χορού και είχε υπεξαιρέσει εικοσιτέσσερα από τα τριανταέξι παράθυρα του παλαιού πύργου που είχε διασωθεί από τόσες καταιγίδες.

Τις περισσότερες φορές πράγματα αξίας γίνονταν άφαντα χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη.

Από κείνα τα χαλιά, από κείνα τα χρηματοκιβώτια, από κείνα τα χρυσαφικά τα προορισμένα να αποκαλύψουν το λογοτεχνικό επίπεδο του αγγλικού πρωτοτύπου, δεν βρισκόταν στο ουγγρικό κείμενο ούτε ίχνος.

*

Ως οικοδεσπότης όταν ακυρώνεις την τελευταία στιγμή μια συνάντηση, προτάσσοντας την λογική πως το θέμα των αφαιρεθέντων γλυπτών δεν είχε συμφωνηθεί να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξης της αναβληθείσης συνάντησης, αφαιρείς το δικαίωμα από τον επισκέπτη να εκφράσει την οπτική του γωνία, σε πλήρη αρμονία με τις αφαιρέσεις κοσμημάτων, πολυελαίων και παραθύρων με τις οποίες καταγινόταν ο μεταφραστής.

Κάπως έτσι αγαπητέ Ρίσι Σούνακ: Τη χώρα της οποίας είστε πρωθυπουργός, την Αγγλία, την επισκέφθηκε πριν πολλά -πολλά χρόνια ο Μαχάτμα Γκάντι, χώρα της όχι και τόσο μακρινής καταγωγής σας.

Δημοσιογράφος τον ρώτησε «Ποια είναι η γνώμη σας για τον Δυτικό Πολιτισμό;».

Η απάντηση του Γκάντι: «Θα ήταν μια καλή ιδέα να υπάρξει».

Είναι κρίμα που επιβεβαιώνετε με τη σειρά σας – όπως άλλωστε και οι προκάτοχοί σας, την παραπάνω ρήση.

Την παραπάνω αλήθεια.

Μετά τιμής,

 

Μιχάλης Κονιόρδος, αφυπηρετήσας καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής