«Χριστουγεννιάτικο κλίμα (clima natalino) δημιουργεί ο στολισμός στο Προεδρικό Μέγαρο στη Μπραζίλια (την πρωτεύουσα)», ανήγγειλε η εφημερίδα Folha de São Paulo (19/12/2019). Αν θυμηθούμε ότι η αρχική σημασία της αρχαιοελληνικής λέξης «κλίμα» είναι «γεωγραφικό πλάτος», ίσως να παραξενευθούμε. Η Μπραζίλια και η Βηθλεέμ βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετα γεωγραφικά πλάτη και μήκη (νοτιοδυτικά η πρώτη, βορειοανατολικά η γενέτειρα του Ιησού). Αυτό που εννοεί βέβαια η εφημερίδα είναι το μεταφυσικό κλίμα, τη μεταφορική ατμόσφαιρα της Γέννησης.
Το «κλίμα» των πρωταρχικών Χριστογέννων ζωντανεύει ξανά κάθε χρόνο στις παραδοσιακές γλυπτές παραστάσεις διαφόρων μεγεθών (από μινιατούρες έως μεγάλων, φυσικών διαστάσεων κομμάτια), τις λεγόμενες «φάτνες», στα πορτογαλικά presépios (εκ του λατινικού praesepium/«φάτνη»).
To τρισδιάστατο, συχνά από τερακότα ή ξύλο tableau vivant της Γέννησης καθιερώθηκε από τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης τα Χριστούγεννα του 1223. Είχε επισκεφθεί προηγουμένως τους Αγίους Τόπους (και σίγουρα τη Βηθλεέμ) και κατά την επιστροφή του είχε περάσει λίγες μέρες στη Ρώμη. Εκεί είναι πιθανό να είδε τα βυζαντινά μωσαϊκά του 5ου αιώνα με σκηνές της Γέννησης στην Παπική Βασιλική της Santa Maria Maggiore. Τέλεσε το 1223 τη μεσονύκτια λειτουργία των Χριστούγεννων σε ένα δάσος έξω από την ιταλική πόλη Greccio και για να συγκινήσει τους απλούς αγρότες έστησε μια πήλινη φάτνη και το πήλινο ομοίωμα μιας αγελάδας και ενός γαϊδουριού. Σιγά-σιγά εξαπλώθηκε το έθιμο της φάτνης στην Καθολική Ευρώπη και τις αποικίες της. Από τον 16ον αιώνα οι παραστάσεις έγιναν πιο περίτεχνες και πολυπληθείς, με όλο και περισσότερες φιγούρες φιλοξενούμενες τα Χριστούγεννα σε ναούς και μοναστήρια. Τον 18ον αιώνα εισήχθησαν οι φάτνες και στα σπίτια των πιστών.
Το Μουσείο της Εκκλησιαστικής Τέχνης (Museu de Arte Sacra) στον Άγιο Παύλο της Βραζιλίας οργάνωσε εφέτος έκθεση με φάντες χρονολογούμενες από τον 18ο αιώνα έως σήμερα. Αναμφίβολα η πιο εντυπωσιακή είναι το ναπολιτάνικο σύμπλεγμα—ένα σωστό χωριό με 1.600 κομμάτια― το οποίο ανήκει στη μόνιμη έκθεση του Μουσείου˙ πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες φάτνες στον κόσμο.
Αναπαριστάνει μια ετερόκλιτη και συνάμα παράδοξη σκηνογραφία: από τη μια μεριά ένα αγροτικό- βουκολικό και κατά βάσιν εργατικό περιβάλλον, από την άλλη μια οιονεί αστική ζωή. Σε πολλές πορτογαλικές φάτνες άνθρωποι, άγγελοι και ζώα στοιβάζονται γύρω από το θείο βρέφος (ενίοτε υπάρχει και μια σπηλιά).
Συμμετέχουν στην Ενσάρκωση η Μαρία, ο Ιωσήφ, ένα γαϊδουράκι, ένα βόδι, πρόβατα, ποιμένες, ένας κόκορας (ο οποίος κατά την ιβηρική παράδοση ελάλησε τα μεσάνυχτα των πρώτων Χριστουγέννων), χορευτές, ένας μυλωνάς, μια υπηρέτρια-καθαρίστρια, ένας παπουτσής, σιδεράς, και τρεις Μάγοι-βασιλείς. Συχνά το «από ανατολών» αστέρι επιστεγάζει τη σκηνή.
Αν ανατρέξουμε στις δύο κύριες κειμενικές πηγές στις οποίες στηρίζονται οι παραστάσεις αυτές, δηλ. στους ευαγγελιστές Ματθαίο και Λουκά, και τις διαβάσουμε όχι με τα μάτια ενός φιλολόγου, αλλά με την όσφρηση ενός “οσμολόγου”, ευαίσθητου στις αποχρώσεις και τον συμβολισμό των οσμών, οι λέξεις μετατρέπονται σε ανάκατες μυρωδιές. Το “κατάλυμα” που αναφέρει ο Λουκάς (2.7, “οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι”) ήταν συνήθως ένα περιτειχισμένο καραβανσαράι ή χάνι, υποτυπώδες “ξενοδοχείο” στα περίχωρα μιας πόλης, εφοδιασμένο με πάρκινγκ για τα έμβια οχήματά των ταξιδιωτών. Εκεί οι ταξιδιώτες “κατέλυαν” (εξ ου “κατάλυμα”), δηλ. αφαιρούσαν (“έλυναν”), τα χαλινάρια, τα σαμάρια και τα φορτία από τα άλογα ή τα γαϊδούρια ή τις καμήλες τους. Το κτήριο αυτό είχε κεντρική πύλη (για τη διέλευση των ζώων) και αίθριο με στάβλο και εσοχές όπου οι ξένοι στάθμευαν και τάιζαν τα ζώα τους και φύλαγαν τα φορτία τους (συχνά ήσαν εμπορεύματα). Σήμερα βάζουμε βενζίνη στα αυτοκίνητα και τα φορτηγά μας˙εκείνη την εποχή τάιζαν τα ζώα τους άχυρο σε “φάτνη”, δηλ παχνί, μέσα ή δίπλα στην αυλή του καταλύματος. (Η λέξη “παχνί” είναι, σημειωτέον, παραφθορά του αρχαίου όρου “φάτνη”.) Το δε αίθριο επικοινωνούσε με μικρά δωμάτια όπου διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες. Ο Ιωσήφ, η Μαρία και το βρέφος τους κοιμήθηκαν όμως στον στάβλο.
Από το κείμενο του Λουκά αναδύονται, αν ασκήσουμε λίγο τη φαντασία μας, οσμές ταλαιπωρημένων και ιδρωμένων ζώων και ανθρώπων, τα αποστάγματα της μέρας. Τα ρούχα των ανθρώπων ίσως να ήταν βρώμικα και σίγουρα ήταν σκονισμένα. Το νεογνό το οποίο επέπρωτο να ονομασθεί Ιησούς θα ήταν και αυτό υπόλογο για κάποιες οσμές. Όποιες μυρωδιές όμως και αν ανέδιδε, θα υπερτερούσε εκείνη της φρεσκάδας. Η γαλλίδα ερευνήτρια της ιστορίας και κοινωνιολογίας των αρωμάτων Βrigitte Μunier (μόνον οι Γάλλοι θα μπορούσαν να είναι πρωτοπόροι σε αυτούς τους κλάδους!) γράφει στο βιβλίο της, Le parfum à travers les siècles (Παρίσι, 2003), “Το να βάλουμε άρωμα σε ένα μωράκι προφανώς περιττεύει, μια που εκείνο χύνει βάλσαμο στην ίδια τη ζωή, στην αγνότητα, στη φρεσκάδα” (σελ. 154). Το μωράκι της Βηθλεέμ το έβαλε η μητέρα του να πλαγιάσει σε φάτνη (Λουκ. 2.7, “ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι”). Ίσως να το περιστοίχιζαν η ωμή μυρωδιά του σανού και του χόρτου (πώς να περιγράψουμε την οσμή αυτή;) και― γιατί όχι;― η δυσοσμία της κοπριάς. Ίσως προστέθηκαν στην οσμώδη ατμόφαιρα και οι μυρωδιές των ποιμένων, οι οποίοι άφησαν τα κοπάδια τους και έσπευσαν στον στάβλο (Λουκ. 2.8 κ.ε., “Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς… καὶ ἦλθον σπεύσαντες”).
Κατά τον Λουκάν οι πρώτοι που υποδέχθηκαν τον Ιησούν ήσαν τσοπάνοι, κατά τον Mατθαίον όμως, ο οποίος δεν αναφέρει τους τελευταίους, τον υποδέχθηκαν υψηλοί επισκέπτες: εξωτικοί Μάγοι. Δεν προσδιορίζει τον αριθμό τους, αλλά μία από τις μετέπειτα παραδόσεις αντιστοίχισε τον αριθμό τους προς τα τρία δώρα τους, “χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν” (Ματθ. 2.11). Μάγοι! Όχι οι «ανυπόληπτοι» αγύρτες που περιφρονούν ο Οιδίπους στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή (στίχ. 387) ή ο Πλάτων στην Πολιτεία (572e), ούτε οι μάγοι της «μαύρης μαγείας», αλλά οι διανοούμενοι-ιερείς οι οποίοι από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έπειτα εκλαμβάνονται περισσότερον ως λογιότατοι παιδαγωγοί και έμπιστοι σύμβουλοι των βασιλέων της Περσίας. Κάποιοι Μάγοι, όπως δείχνει ο Peter Kingsley σε άρθρο του, ήσαν ιδιαίτερα εξωστρεφείς, ταξιδεύοντας ανά την Περσική Αυτοκρατορία και τις παρυφές της ήδη την εποχή του Πλάτωνος, αναζητώντας τη σοφία μέσα από ένα ελεύθερο πνεύμα. Την υστεροκλασική ευυπόληπτη εικόνα των Μάγων συνοψίζει το σχετικό λήμμα στο δημοφιλές βυζαντινό λεξικό Σούδα (πιθ. περίπου 1000): «οἱ φιλόσοφοι καὶ φιλόθεοι˙ὧν ἦρχε Ζωροάστρης».
Κατά την ανώνυμη (αρχαία) βιογραφία του Πλάτωνα, Μάγοι φοίτησαν στην Ακαδημία του και κατά την 58η επιστολή του ρωμαίου Σενέκα του Νεότερου (περίπου 65 μ.Χ.) βρέθηκαν στην Αθήνα την ημέρα που πέθανε ο φιλόσοφος σε ηλικία 81 ετών, οπότε και του προσέφεραν θυσία ωσάν να ήταν ήρωας, δηλ. κάποιος υπεράνθρωπος. Λόγω της τελειότητος του 81 στην αριθμολογία του Ζωροαστρισμού, θεώρησαν τη συγκυρία αυτή ορόσημο και την πλατωνική φιλοσοφία εκπλήρωση της μονοθεϊστικής θρησκείας τους. Φαίνεται ευκρινέστατα ότι οι Μάγοι του Ματθαίου θεώρησαν τη συγκυρία της γέννησης του Ιησού σημαδιακή. Ασκώντας την πανάρχαια, μεσοποταμιακή επιστήμη της αστρονομίας, παρατήρησαν ότι ανέτειλε ένα συγκεκριμένο αστέρι πριν από τον ήλιο.
Επομένως όταν ανακοίνωσαν urbi e orbi, «εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ” (Ματθ. 2.2), εννοούσαν «ανατολή» όχι ως κατεύθυνση («στην Ανατολή») αλλά ως το φαινόμενο της ανατολής, ή καλύτερα της επιτολής, ενός αστέρος: δηλ. «είδαμε την πρώτη ετήσια ανατολή του αστέρος του Χριστού πριν από τα χαράματα». (Πρβλ. και Ματθ. 2.7, «Τότε ῾Ηρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος»). Η επίδοση των Μάγων, εξάλλου, στην τέχνη της ονειρομαντείας γλίτωσε τον Ιησούν από τη βρεφοκτονία που διέταξε εν συνεχεία ο Ηρώδης. Όπως σημειώνει ο Ματθαίος (2.12), «χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς ῾Ηρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν”.
Οι Μάγοι “ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ” (Ματθ. 2.11). Η γονυκλισία μπροστά σε κοινωνικώς ανώτερο ήταν έθιμο της Ανατολής (εξ ού και το ελληνικό “προσκυνώ” ίσως να προέρχεται από την ακκαδική γλώσσα της Μεσοποταμίας). Οι Έλληνες, ιδίως οι Αθηναίοι της κλασικής περιόδου, θεωρούσαν την προσκύνηση βάρβαρη φιλοφρόνηση. Τι περίεργο! Μάγοι, εκπρόσωποι της περσικής intelligentsia και ίσως του ίδιου του Βασιλέως της Περσίας, να ταπεινώνονται γονυπετώντας μπροστά σε ένα βρέφος σε φάτνη και μια γυναίκα. Προσφέρουν συμπαγή δώρα: χρυσόν και δύο θυμιάματα. Το αρώματα και τα θυμιάματα (ουσιαστικά πρόκειται για καιόμενα αρώματα), όπως μας λένε οι ειδικοί, είναι επινοήματα του πολιτισμού. Μαζί με τους καλούς τρόπους στο τραπέζι συνιστούν προχωρημένο εξελικτικό στάδιο κατά το οποίο οι άνθρωποι καταπνίγουν την θηριώδη τους όψη, και απωθούν συνειδητά τη συγγένειά τους με τα ζώα και την άγρια φύση. Τα αρώματα σηματοδοτούν, ενί λόγω, την έξοδο από τη φύση (nature) και την ενσωμάτωση στον πολιτισμό (culture).
Οι Μάγοι λοιπόν μεταλαμπάδευσαν παραδόξως την υψηλή κοινωνική—ίσως τη βασιλική― περιωπή στη φάτνη. Ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν κατετρόπωσε τον Δαρείο Γ′ στη Μάχη της Ισσού (333 π.Χ.), μπήκε στη σκηνή του πέρση βασιλιά και εκεί θαύμασε τα χρυσά κύπελα στα τραπέζια και απήλαυσε τα θεσπέσια «αρώματα και μύρα». Κατά τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος 20.12), κοιτάζοντας προς τους εταίρους του, ο Μακεδόνας βασιλιάς ανεφώνησε, “Τοῦτο ἦν, ὡς ἔοικεν“τὸ βασιλεύειν”. (“Αυτό, ως φαίνεται, θα πει να είσαι βασιλιάς!”).
Το κλίμα των πρώτων Χριστουγέννων ήταν ένα μεταφυσικό κλίμα με ανάκατα, παράταιρα σύμβολα και οσμές που πάντρευαν τη φτώχεια της φάτνης με τη βασιλική πολυτέλεια και δόξα. Όπως λέει ο ιρλανδός W. B. Yeats στο ποίημά του The Magi (1914), εκείνη τη νύχτα συντελέστηκε στη Βηθλεέμ ένα «ανεξέλεγκτο μυστήριο πάνω στο δάπεδο των ζώων» (‘the uncontrollable mystery on the bestial floor’).