Στη Νέα Μελανδία, την παλιά προσφυγική γειτονιά της Αθήνας και στο ομώνυμο γωνιακό μεζεδοπωλείο συναντήθηκε η παρέα Σάββατο βράδυ, για να τα πουν και να τα πιούν.
Μια ζεστή ανοιξιάτικη βραδιά με καλή διάθεση και μουσική, ήταν ο αποχρών λόγος να βρεθούν στη μικρή πλατεία με τις πικροδάφνες. Ο φιλόξενος χώρος τούς προκάλεσε να απλωθούν και να ξεπεράσουν τα όρια του μαγαζιού προς το πεζοδρόμιο.
Δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που θα ξεπερνούσαν τα όρια οι ‘’Εντιμότατοι φίλοι’’ της ιστορικής συνοικίας των Αθηνών, εκεί όπου τα αρχαιοελληνικά φύλα είχαν κατακτήσει τις οδούς. (Αχαιοί και Δαναοί, Ίωνες και Αιολείς ήταν όλοι εκεί συγκεντρωμένοι…)
Ωστόσο, η παλιοπαρέα αν και φανατικοί της ταινίας ‘’Amici miei’’(1975) του Mario Monicelli είχαν σοβαρευτεί αρκετά, καθώς ο χρόνος ήταν αμείλικτος.
Οι ρέμπελοι, πάλαι ποτέ νεαροί, αντιστασιακοί ή φοβισμένοι ρέμβαζαν και αναπολούσαν την εποχή των κρασοσυνάξεων στο απέναντι οινομαγειρείο του Απόστολου, όπου μέσα στη χούντα αλλά και μεταγενέστερα στη Δημοκρατία έτρωγαν και έπιναν. Απόψε έμελλε να ζήσουν και να προσθέσουν ακόμα μια εμπειρία από το Πνεύμα της Νέας Εποχής στο βιογραφικό τους.
Με τις καρέκλες απλωμένες στο πεζοδρόμιο, αραχτοί και τα μισόκιλα ν` αδειάζουν, θωρούσαν απέναντι το σκοτεινό μαγαζί με τις κλειστές κουρτίνες και θυμόντουσαν τότε που στον ίδιο χώρο ήταν το κουτούκι του Απόστολου. Τότε που οι παρέες τραγουδούσαν σε ρυθμό 8/8 το παραδοσιακό ‘’συρτό’’ της Σμύρνης
‘’Τι σε μέλει εσένανε από που είμαι εγώ,
απ` το Καρατάσι φως μου ή απ` το Κορδελιό…’’.
Ο νεότερος στην παρέα και τη γειτονιά άκουγε τους παλιούς να μιλούν για το μικρό μαγερειό με τέτοια θέρμη, που άθελά του ταξίδευε με το τραγούδι στη Μελαντία (Καρατάσι),την μεγαλοαστική συνοικία της Σμύρνης του `20 (όπου ζούσαν εύποροι Εβραίοι και Έλληνες) και απ` εκεί στη Νέα Μελανδία του `70 ( την ιστορική φτωχογειτονιά των Αθηνών), για να γνωρίσει το οινομαγειρείο του Απόστολου με τη μικρασιατική καταγωγή.
Ο ‘’Απόστολος’’ήταν ένα αυθεντικό λαϊκό μαγέρικο της γειτονιάς. Το εσωτερικό του λιτό και απέριττο φώτιζε πλούσια ο ήλιος που αντανακλούσε στη τζαμαρία. Δεξιά και αριστερά από την πόρτα καθώς έμπαινες ήταν τοποθετημένα τα τραπεζάκια με τα καρώ τραπεζομάντιλα και τα μικρά ανθοδοχεία σε πρώτο πλάνο.
Το μεσημέρι στο γύρισμα του ήλιου, οι πελάτες κάθονταν ευχάριστα δίχως κουρτίνες σε οπτική αμεσότητα με το πεζοδρόμιο και τις απέναντι νεραντζιές. Στο βάθος σε πλάνο δεύτερο, φάτσα κάρτα από τα τραπέζια, θαμπή βιτρίνα αποκάλυπτε τα αχνιστά φαγητά της ημέρας με τις κατσαρόλες σε κοινή θέα του περιεχομένου τους. Εκεί που τελείωνε η βιτρίνα με τα φαγητά υπήρχε η διαχωριστική πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα και παραδίπλα σε μια εσοχή το τραπέζι- ταμείο, με τα τεφτέρια και τον τηλεφωνικό κατάλογο ακριβώς κάτω από το μπεζ τηλέφωνο. Το καντράν κλειδωμένο στο μηδέν.
Πότε πότε έβλεπες και κάποιο ξεχασμένο περιοδικό ‘’ποικίλης ύλης’’ ή φωτορομάντζο της γυναίκας του Απόστολου, που ήταν το δεξί του χέρι, όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Για αριστερό ούτε λόγος να γίνεται, εν μέσω χούντας, συμπλήρωσε στην αφήγηση ο ηλικιωμένος της παρέας που θυμόταν τα παλιά και γελούσε. Οι πολιτικές εφημερίδες ανύπαρκτες και αχρείαστες. Μόνο το ‘’ΦΩΣ’’ και η ‘’ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΗΧΩ’’ υπήρχαν σε κάποια τραπέζια. Το κασετόφωνο στη γωνία, όταν δεν ‘’μάσαγε’’ έπαιζε σμυρνέικα και λαϊκά για να μην ξεχαστεί η καταγωγή και η παράδοση.
Τους φρεσκοβαμμένους τοίχους διακοσμούσαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες εποχής από τη Σμύρνη και τις όμορφες συνοικίες της. Στο χώρο δέσποζαν αντικριστά τέσσερις φωτογραφίες: Ένα καλοντυμένο ζευγάρι στην προκυμαία της Μελαντίας, οι γονείς του Απόστολου, δυο πορτρέτα και η αγαπημένη ομάδα. Το πορτρέτο του Ομήρου Ωνάση, ιδρυτή και προέδρου του Γ.Ο ‘’ΠΕΛΟΨ ΜΕΛΑΝΤΙΑΣ’’(1906), η φωτογραφία του ”ΠΑΟ ΝΕΑΣ ΜΕΛΑΝΔΙΑΣ’’ και η φιγούρα του ‘’αυτοδημιούργητου’’ εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση με το πούρο στο χέρι.
Οι αλησμόνητες πατρίδες, η οικογένεια, η ομάδα και το όνομα Ωνάσης ήταν οι δυνατές αξίες και τα σύμβολα του Απόστολου. Με αυτά καμάρωνε και με αυτά πορευόταν ο εύσωμος ταβερνιάρης στη ζωή και το οινομαγειρείο που με κόπο δημιούργησε.
Ωστόσο, η πόρτα του ήταν πάντα ανοιχτή στους φτωχούς και ανήμπορους για ένα πιάτο φαγητό. Το μενού συνηθισμένο, περιορισμένο αλλά με διευκολύνσεις για εκείνους που θα έπαιρναν το μεροκάματο στο τέλος της εβδομάδας. Ωραίες παλιές εποχές ακούστηκε να λέει κάποιος στην παρέα. Αλλά και δύσκολες, πρόσθεσε άλλος. Ο νεότερος ρομαντικός που τους παρακολουθούσε με ενδιαφέρον διέκοψε λέγοντας: ‘’Ίσως πιο ανθρώπινες από αυτό που ζούμε σήμερα’’...κοιτάζοντας προς το νέο restaurant.
Αίφνης, ενώ η κουβέντα για το εστιατόριο που είχε σφραγίσει χρόνια πριν συνεχιζόταν, παραξενεύτηκαν όταν είδαν νεαρό ζευγάρι να στέκεται μπροστά στην πόρτα του θεοσκότεινου restaurant, να κοιτάει το κινητό και να πατάει τον κωδικό εισόδου σε εντοιχισμένο πληκτρολόγιο. Με τον επιτυχή κωδικό η πόρτα άνοιξε και το ζευγάρι χάθηκε πίσω από τις κλειστές κουρτίνες.
Άραγε, τι μυστήριο έκρυβε ο επτασφράγιστος Νέος ‘’Απόστολος’’; Ο υποψιασμένος της παρέας γέλασε και ερμήνευσε το συμβάν στο πνεύμα της εποχής. Ο ”Απόστολος’’ είχε μεταλλαχτεί από οινομαγειρείο σε μοντέρνο fine dining restaurant πολλών αστέρων που ωστόσο δεν φώτιζαν αρκετά το λαϊκό δρόμο της Νέας Μελανδίας.
Έξω πίσσα, μαύρο σκοτάδι…Μέσα κρυφός φωτισμός και ‘’design’’ για το νέο κρυφό σχολείο της γευσιγνωσίας και της ‘’βιώσιμης γαστρονομίας’’( υποτίθεται για να τρώει ο άνθρωπος ό,τι μπορεί να παράγει ο τόπος του την κάθε εποχή …) Ωστόσο, στη Νέα Εποχή της παγκοσμιοποίησης και της κλιματικής αλλαγής, όπου τα τοπικά προϊόντα και οι εποχές τείνουν να εξαφανιστούν,ο άνθρωπος για την απενοχοποίησή του αφιερώνει μόνο μια μέρα το χρόνο (18 Ιουνίου) στη βιώσιμη γαστρονομία...
Στον ίδιο χώρο, ο μάγειρας της γειτονιάς σέρβιρε κάποτε φασολάδα και γιουβαρλάκια να πλέουν στο ζουμί τους σε πιάτο βαθύ για την απόλαυση της παπάρας (αγαπημένη βαλκανική διατροφική συνήθεια με πρωταγωνιστή τον ‘’άρτον τον επιούσιον’’). Αντίθετα ο grand chef της Νέας Εποχής έδινε μαθήματα γαστρονομίας υψηλού επιπέδου, ακολουθώντας τη μοντέρνα πολυεθνική κουζίνα, με menu degustation!
Ιδέες φαγητού σε τεράστια και ρηχά πιάτα. Η ρηχότητα είχε επεκταθεί παντού με την ασταμάτητη ροή πιάτων. Η γοητεία της μικρής μπουκιάς. Γέλασαν και τσιμπολογώντας κάποιος από την παρέα είπε: ‘’Μικρή μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις’’. Ο οινοχόος που κέρναγε την παρέα, δεν κρατήθηκε και είπε τον μεγάλο λόγο. Σήμερα που θεωρείται αγένεια η παπάρα στα πολυτελή εστιατόρια, η φιλοσοφία του μενού γευσιγνωσίας προβάλλει διάφορες ”καινοφανείς παπάρες’’.
Παλαιός θαμώνας του ”Απόστολου’’ απόρησε με το βιαστικό μπάσιμο του ζεύγους στο νέο μαγαζί. Μου φάνηκαν αγχωμένοι, είπε στους υπόλοιπους. Δεν ξέρεις γιατί; του απάντησαν. Για να μπεις μέσα στο μαγαζί χρειάζεται προ-κράτηση και προ-πληρωμή, στη συνέχεια λαμβάνεις κωδικό γευσιγνωσίας στο κινητό και είσαι υποχρεωμένος τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα να χτυπήσεις την πόρτα. Με την μη έγκαιρη ακύρωση ή μη προσέλευση τα χάνεις όλα. Λεφτά και φαγητό. Αυτό είναι γκολ! Φώναξε θερμόαιμος φίλαθλος. Υπάρχει και καλύτερο συνέχισε ο αφηγητής. Έξω από το εστιατόριο εμφανίζονται παρκαδόροι στο δρόμο χωρίς οριοθετημένο χώρο στάθμευσης. Η ‘’Υπηρεσία στάθμευσης οχημάτων’’ είναι ένας μοντέρνος τρόπος υπέρβασης της στενά-χωρης πόλης. Αυτό κι αν είναι οφσάιντ! Γέλασαν με τη ψυχή τους. Φοβερό, ποιος έστησε τέτοιο θέαμα!
Καλά, όλοι αυτοί που μπαίνουν για να δοκιμάσουν το ‘’καινούριο’’, είναι χορτάτοι και πάνε για τη γεύση ή το θέαμα;
Το αριστερό ‘’εξτρέμ’’της ομάδας που μαρκαρίστηκε στενά από τη χούντα, τους θύμισε τον Guy Debord (1931-1994) και την κριτική του στην ‘’Κοινωνία του Θεάματος’’(1967). Πίσω από τις κλειστές κουρτίνες των διαφόρων fine dining restaurants που χάνονται στη λεπτομέρεια, εμφανίζεται ο ‘’ολοκληρωμένος διαχωρισμός’’ της κοινωνίας και η επαλήθευση των 34 θέσεων του πρώτου κεφαλαίου της ‘’Κοινωνίας του Θεάματος’’. (βλέπε,Guy Debord, σελ.15-30,εκδόσεις Μεταίχμιο,Αθήνα 2016 )
Τελικά πίσω από τις κλειστές κουρτίνες τι προηγείται; το θέαμα ή η γεύση; Παραφράζοντας τον Guy Debord ακούστηκε: ″Το πιάτο θέαμα, το αθέατο στο περαστικό κοινό είναι η συμπυκνωμένη Ιδέα- Γνώση που σε τελευταία γεύση μετατρέπεται σε εικόνα’’ (βλέπε, θέση 34: ‘’ Το θέαμα είναι το κεφάλαιο τόσο συσσωρευμένο ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα ’’ , Guy Debord , Η Κοινωνία του Θεάματος, σελ..30,εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2016).
Υ. Γ
Το παρόν άρθρο αν και γράφτηκε αρχικά ως κριτική για τα υπερτιμημένα διατροφικά – διαστροφικά γούστα του σύγχρονου ‘’καλοφαγά’’, τελικά αναρτάται την Παγκόσμια Ημέρα Βιώσιμης Γαστρονομίας (18 Ιουνίου), που καθιερώθηκε από τον ΟΗΕ στις 21-12-2016.
Ωστόσο, η επίκληση του όρου ‘’βιώσιμη γαστρονομία’’ παραμένει μάλλον αίτημα και ευχολόγιο των διαφόρων διεθνών οργανισμών και οργανώσεων που διαπιστώνουν την παγκόσμια διατροφική ανισορροπία..
Σημειώνεται ότι τη Νέα Εποχή της Παγκοσμιοποίησης και της Κλιματικής αλλαγής, ο όρος ‘’βιώσιμη’’ προσδιορίζει κατ` ευφημισμόν τις περισσότερες δραστηριότητες από την παραγωγή έως την κατανάλωση. ( βλέπε ‘’βιώσιμη’’ ανάπτυξη, οικονομία, γαστρονομία,μόδα, βιώσιμος πολιτιστικός τουρισμός…)
Τελικά, η ‘’βιώσιμη γαστρονομία’’αποτελεί μάλλον εφήμερο όνειρο στην καθημερινή υπερκατανάλωση μεταλλαγμένων και ανθυγιεινών τροφών. Υπενθυμίζεται ότι την ημέρα που ο ‘’αναπτυγμένος’’ κόσμος αναζητά την ‘’βιώσιμη γαστρονομία’’, ο μισός πλανήτης παλεύει για την επιβίωση.
Ανδριανή Στράνη