Στην ελληνική μυθολογία ο δράκος ήταν ένα κακό και άγριο πλάσμα που χτυπούσε βίαια, κατασπάραζε το θύμα του και έφευγε μέχρι να ξαναγυρίσει. Αυτός είναι ο λόγος που οι αστυνομικοί από παλιά απέδωσαν το προσωνύμιο «δράκος» στους βιαστές ανυπεράσπιστων θυμάτων που σε κάποια στιγμή της καθημερινότητάς τους βίωσαν τη φρίκη του βιασμού. Ανέκαθεν, όπως περιγράφουν αξιωματικοί της Ασφάλειας, ο φόβος της διαπόμπευσης και του στιγματισμού από την κοινωνία λειτουργούσαν ανασταλτικά για το θύμα, που σε πολλές περιπτώσεις κρατάει για τον εαυτό του τα όσα έζησε.
Στην περίπτωση του 30χρονου, ο οποίος συνελήφθη στο Μαρούσι για απόπειρες βιασμών πεζών γυναικών, αρχικά οι καταγγελίες ήταν τέσσερις. Έπρεπε να δοθεί δημοσιότητα στο θέμα για να βρεθούν ακόμα δύο θύματα, ενώ δεν αποκλείεται να φτάσουν στην Αστυνομία και άλλες καταγγελίες στο μέλλον.
Ποιοι, όμως, είναι οι «δράκοι» που απασχόλησαν περισσότερο την κοινή γνώμη στα αστυνομικά χρονικά; Τι απέγιναν;
Ποιες ομοιότητες παρουσιάζουν με τον φυγά «δράκο» που σκότωσε την Ελευθερία Αγραφιώτη; Παρακάτω παρατίθενται έξι περιστατικά που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη.
Πρόκειται για μία υπόθεση που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη των αξιωματικών της Ασφάλειας Αττικής που ασχολήθηκαν με το έγκλημα αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας.
Το περιστατικό συνέβη στις 22 Ιουλίου 2012 σε ένα απόμερο σημείο στην παραλία της Χρυσής Ακτής της Πάρου. Εκεί η 15χρονη Μυρτώ, η οποία έκανε διακοπές στο νησί, άκουγε μουσική από το κινητό της όταν ξαφνικά της επιτέθηκε άνδρας πακιστανικής καταγωγής. Τη χτύπησε, την κακοποίησε σεξουαλικά και στη συνέχεια προσπάθησε να της συνθλίψει το κρανίο με μία πέτρα. Ο δράστης με σημαντική καθυστέρηση τελικά εντοπίστηκε και συνελήφθη. Την ώρα που το κορίτσι έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή, εκείνος παραδέχτηκε στην κατάθεσή του ότι τη χτύπησε λέγοντας:
«Την είδα να κάθεται στα βράχια και να ακούει μουσική. Πήγα κοντά της και προσπάθησα να της πάρω κινητό.
Αντιστάθηκε όμως και εκνευρίστηκα. Άρχισα να της χτυπώ το κεφάλι στα βράχια για να την κάνω να σταματήσει. Κάποια στιγμή σταμάτησε να κουνιέται. Της πήρα από τα χέρια το κινητό και μετά της έβγαλα τα ρούχα».
Ο 26χρονος Χρήστος Γκίλης είχε βιάσει σε σχεδόν δύο χρόνια 28 γυναίκες στην Αθήνα.
Χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν ότι «χτυπούσε» τα θύματα του μέσα σε ασανσέρ. Μια γυναίκα θύμα του όταν τον αντίκρισε στο δικαστήριο τον υποδέχθηκε με ένα δυνατό χαστούκι. Εκείνος αιφνιδιάστηκε αλλά δεν αντέδρασε.
«Θέλεις κρέμασμα», του είχε πει η 50χρονη γυναίκα και κατέρρευσε. Είχε μόλις ολοκληρώσει την κατάθεσή της, όπου περιέγραψε τα όσα είχε υποστεί από τον 26χρονο «δράκο των ασανσέρ». Ήταν το ένα από τα 28 θύματα του νεαρού, ο οποίος από τις 9 Σεπτεμβρίου 1997 έως τον Μάρτιο του 1998, είχε γίνει ο εφιάλτης των γυναικών των περιοχών Κυψέλης, Πατησίων, Κολωνού, Γκύζη και Εξαρχείων στην Αθήνα.
Ο Γκίλης στηνόταν έξω από τις εισόδους των πολυκατοικιών και μόλις έβλεπε γυναίκα οποιασδήποτε ηλικίας να επιστρέφει μόνη της, έτρεχε αθόρυβα πίσω της και μόλις εκείνη άνοιγε την πόρτα του ασανσέρ, ορμούσε πάνω της. Χτυπούσε τα θύματά του, άρπαζε τις τσάντες τους και τα κοσμήματα και στη συνέχεια προσπαθούσε να τα βιάσει.Ο ίδιος ομολόγησε μόνο τις ληστείες, τις οποίες απέδωσε στα τραυματικά παιδικά του χρόνια και στα ψυχολογικά προβλήματα που του προκάλεσαν. Αρνήθηκε, ωστόσο, όλες τις άλλες πράξεις.
Ο Κυριάκος Παπαχρόνης είναι ίσως για τους παλιότερους μία από τις πιο γνωστές φιγούρες «δράκων» που συγκλόνισαν την Ελλάδα και έμεινε στην ιστορία ως ο «δράκος» της Δράμας. Έφεδρος αξιωματικός του Στρατού υπηρετούσε στη 19η μοίρα των ΛΟΚ στη Δράμα όταν ξεκίνησε τη δράση του σε ηλικία 19 ετών. Η εγκληματική του συμπεριφορά περιελάμβανε βιασμούς και δολοφονίες γυναικών αλλά και βομβιστικές επιθέσεις. Οι επιθέσεις έγιναν σε διάφορες περιοχές της βορείου Ελλάδας. Δράμα, Καβάλα, Ξάνθη και Θεσσαλονίκη ήταν τα μέρη που ο Παπαχρόνης ξεδίπλωσε την αρρωστημένη εγκληματική του δράση. Κατηγορήθηκε για οκτώ δολοφονίες γυναικών, κατά τη διάρκεια βιασμών και απόπειρας βιασμών, όπως και για πέντε βομβιστικές επιθέσεις.
Ο Παπαχρόνης συνελήφθη στις 13 Δεκεμβρίου του 1982. Τον «ερέθιζε» -όπως έλεγε κυνικά- ο ήχος των τακουνιών στα πλακάκια. Ο ίδιος είχε αποδώσει τις πράξεις του σε μια τραυματική εμπειρία με το άλλο φύλο σε ηλικία 14 ετών. Μία ιερόδουλη είχε προσβάλει τον ανδρισμό του με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σε εκείνον ένα αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στις γυναίκες και εκδίκησής διαπράττοντας μια σειρά σεξουαλικών εγκλημάτων. Αποφυλακίστηκε τον Δεκέμβριο του 2004 με περιοριστικούς όρους.
Στα τέλη περίπου του 1995 μία σειρά από δολοφονίες ιερόδουλων απασχόλησε το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας. Ο δολοφόνος στραγγάλιζε τις κοπέλες και στη συνέχεια τεμάχιζε τα πτώματα για να μην εντοπιστεί. Για μήνες ολόκληρους είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος στις πιάτσες των ιερόδουλων. Με το λευκό του φορτηγάκι γυρνούσε στις πιάτσες του αγοραίου έρωτα. Μία κοπέλα που είχε τύχει να ανέβει στο φορτηγάκι του Δαγκλή και αποπειράθηκε να τη στραγγαλίσει περιέγραψε την εμπειρία της στους αστυνομικούς:
«Με πήρε από την Σόλωνος και με το φορτηγάκι με οδήγησε σε ένα ερημικό μέρος, κοντά στο Μοναστηράκι. Έσφιξε γύρω από το λαιμό μου ένα σκοινί και με ανάγκασε να του κάνω στοματικό έρωτα. Εκείνη την ώρα μου είπε πως «όλες οι πουτάνες πρέπει να πεθάνουν». Του εξήγησα πως εγώ δεν ήμουν μία κοινή γυναίκα και πως ήμουν αναγκασμένη να κάνω αυτή τη δουλειά γιατί ήθελα να μαζέψω χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής στην πατρίδα μου. Τότε εκείνος μου είπε: ‘Καλά, φύγε. Αλλά να προσέχεις. Και με το ίδιο φορτηγάκι με γύρισε στη Σόλωνος».
Κατηγορήθηκε για δύο δολοφονίες και πέντε απόπειρες στραγγαλισμού ιερόδουλων. Ο Δαγκλής έτρεφε μεγάλο μίσος για τις ιερόδουλες. Στα μάτια τους έβλεπε την ίδια του τη μητέρα.
«Έβλεπα τη μητέρα μου στο πρόσωπο των ιερόδουλων. Κάθε φορά νόμιζα πως σκότωνα εκείνη», είχε πει στην ανάκριση. Ο ίδιος κακοποιούνταν συστηματικά από τον ίδιο του τον πατέρα. Σε ηλικία 16 ετών μπήκε σε αναμορφωτήριο επειδή αποπλάνησε μία ανήλικη. Λόγω των οικονομικών του προβλημάτων η μητέρα του ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα κακόφημο μπαρ. Ο Δαγκλής έτυχε να δει τη μητέρα να συνευρίσκεται ερωτικά με έναν πελάτη. Ήταν και το περιστατικό που τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή.
Η δράση του ξεκίνησε το 1981. Αναζητούσε τα θύματά κυρίως τις βραδινές ώρες σε παραλιακές περιοχές και τα επιβίβασε στο μικρό οτομπιάνκι που οδηγούσε. Βίασε και στραγγάλισε δύο γυναίκες και πραγματοποίησε ακόμη 14 απόπειρες.
Καταδικάστηκε σε δις ισόβια και αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 2008 με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά με την υποχρέωση της μη εξόδου από τη χώρα και της υποχρεωτικής παρουσίας στο οικείο Αστυνομικό τμήμα κάθε μήνα. Σε δηλώσεις του μετά την αποφυλάκιση του ζήτησε συγνώμη για το μεγάλο και άδικο πόνο που προκάλεσε. Ο φυσικοθεραπευτής, παντρεύτηκε ξανά, δεν έχει αλλάξει όνομα, ούτε καν γειτονιά. Έχει επιστρέψει στο φυσιοθεραπευτήριό του στην Ηλιούπολη, όπου εξακολουθεί να εργάζεται μέχρι σήμερα.
Το 1959, στο δάσος του Σέιχ Σου στη Θεσσαλονίκη διαπράχθηκαν σειρά εγκλημάτων (βιασμοί και φόνοι) με στόχο κυρίως νεαρά ζευγάρια. Οι Αρχές θεώρησαν δράστη τον Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος συνελήφθη σε κατάσταση μέθης κατά την προσπάθειά του να μπει στο ορφανοτροφείο Μέγας Αλέξανδρος.
Ο Παγκρατίδης έμεινε στην ιστορία ως ο «Δράκος του Σέιχ Σου», χωρίς κανείς μέχρι σήμερα να μπορεί να είναι σίγουρος ότι πράγματι ήταν εκείνος ο δολοφόνος. Το 1966 καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο από το πενταμελές εφετείο Θεσσαλονίκης. Το Φεβρουάριο του 1968 οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η εκτέλεσή του έγινε στο μέρος που ήταν συνδεδεμένο με το όνομά του, το Δάσος του Σέιχ Σου. Οι τελευταίες λέξεις που ψέλλισε ήταν «Μανούλα μου, είμαι αθώος». Ως την τελευταία στιγμή υποστήριζε ότι ήταν αθώος και η υπόθεσή του προβλημάτισε τις δικαστικές και αστυνομικές Αρχές. Αρκετοί ερευνητές έκαναν μάλιστα λόγο για δικαστική πλάνη.
Καταγόταν από φτωχή οικογένεια της Θεσσαλονίκης με τον στρατιωτικό πατέρα του να εκτελείται από άντρες του ΕΛΑΣ μπροστά στα μάτια της οικογένειάς του. Κατά τα εφηβικά του χρόνια κλείστηκε σε αναμορφωτήριο στην Κέρκυρα μετά τη σύλληψή του για κλοπή ποδηλάτου. Η κοινωνική απομόνωση σε συνδυασμό με το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής συνέβαλαν –σύμφωνα με αναλυτές- στο γεγονός ότι κατηγορήθηκε ότι ήταν εκείνος ο «Δράκος του Σέιχ Σου».