Μετά την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, πολλοί Έλληνες μάζεψαν τα μπαγκάζια τους και μετανάστευσαν σε χώρες του εξωτερικού για να βρουν εργασία. Η Γερμανία, η Αμερική και η Αυστραλία ήταν μερικές από τις χώρες που δέχτηκαν τις μεγαλύτερες εισροές οικονομικών μεταναστών από την χώρα μας και στις οποίες το ελληνικό στοιχείο διατηρήθηκε ζωντανό για πολλά χρόνια. Εκτιμάται πως μεταξύ 1946 και 1982 μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες μετανάστευσαν 211.000 Έλληνες. Περίπου μισό αιώνα αργότερα, η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Με την ανεργία να αγγίζει το 25%, τα εισοδήματα να μειώνονται ολοένα και περισσότερο και την φορολογία να εκτινάσσει τις τιμές των περισσότερων προϊόντων και υπηρεσιών στα ύψη, πολλοί νέοι -αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία- Έλληνες επιλέγουν να κυνηγήσουν τα όνειρά τους σε κάποια χώρα του εξωτερικού. Η Γερμανία συνεχίζει να αποτελεί μία από τις χώρες που επιλέγουν οι περισσότεροι Έλληνες, ενώ στην λίστα έχει προστεθεί το Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας και το Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Γιατί όμως η νέα γενιά επιλέγει ξανά τον δρόμο της ξενιτιάς; Είναι η οικονομική κρίση ο μόνος λόγος που συμβαίνει αυτό;
Η Μαρία είναι 23 χρονών, πρόσφατα αποφοίτησε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και εργάζεται ως σερβιτόρα σε καφέ – εστιατόριο στο Κολωνάκι. Η ίδια σχεδιάζει να φύγει από την χώρα γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά, «η χώρα κυβερνάται από μαφιόζους που εξυπηρετούν την ελίτ» και επειδή δεν θα ήθελε να δουλεύει για πάντα ως σερβιτόρα.
«Δυστυχώς είναι η μόνη δουλειά που προσφέρει ένα αξιοπρεπές ποσό, όμως θέλω κάποια στιγμή να δουλέψω πάνω στο αντικείμενό μου. Δεν θέλω όμως να δουλεύω σε ένα γραφείο για 400 ευρώ και στην Ελλάδα τα πράγματα είναι κάπως έτσι». Η Μαρία θέλει να φύγει στην Γερμανία, καθώς πρόκειται για «μία από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες τους κόσμου», η ίδια γνωρίζει την γλώσσα και έχει ζήσει για λίγους μήνες στο Βερολίνο κατά το τελευταίο εξάμηνο σπουδών της.
Αν κάτι την αγχώνει είναι μήπως δυσκολευτεί να βρει δουλειά επειδή τα γερμανικά δεν είναι η μητρική της γλώσσα. Επίσης, φοβάται μήπως πέσει θύμα εργασιακής εκμετάλλευσης ως μετανάστρια, αν και πιστεύει πως στην χώρα μας τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.
Ο Νίκος είναι 22 ετών και πρόκειται να αποφοιτήσει σύντομα από το Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Στα άμεσα σχέδιά του είναι να φύγει από την Ελλάδα, καθώς όχι μόνο θα δυσκολευτεί να βρει εργασία πάνω στο αντικείμενό του, αλλά οποιαδήποτε εργασία που θα του αποφέρει έναν ικανοποιητικό μισθό.
«Προτιμώ να εργαστώ ακόμα και ως σερβιτόρος στο εξωτερικό, αρκεί να μπορώ να καλύψω τα έξοδά μου. Δεν γίνεται να με συντηρούν μια ζωή οι γονείς μου».
Ο Γιώργος, φοιτητής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, σκέφτεται να φύγει στην Βόρεια Ιρλανδία, καθώς έχει φίλους στο Μπέλφαστ και γνωρίζει την γλώσσα. Πιστεύει επίσης ότι εκεί ο ανταγωνισμός θα είναι μικρότερος σε σχέση με άλλες πόλεις, όπως το Λονδίνο.
Αυτό που φοβάται είναι μήπως δεν βρει δουλειά, ενώ έχει ήδη ξοδέψει αρκετά χρήματα εκεί. Ακόμα, δεν γνωρίζει τι γραφειοκρατικές διαδικασίες θα πρέπει να ακολουθήσει μόλις φτάσει εκεί.
Ο Δημήτρης, συμφοιτητής του Γιώργου, σκέφτεται να φύγει στο Ντουμπάι, γιατί έχει ακούσει ότι στα Αραβικά Εμιράτα οι Έλληνες αντιμετωπίζονται όπως οι υπόλοιποι Δυτικοί και τα πτυχία από τα Ελληνικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα έχουν ισχύ. «Έχω διαβάσει ότι όσοι Έλληνες έχουν φύγει στο Ντουμπάι βγάζουν πολλά χρήματα, ενώ μέσα σε μερικά χρόνια μπορεί να αρχίσουν να βγάζουν ακόμα και πενταψήφια νούμερα».
Ο λόγος που ο Νίκος θέλει να φύγει δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική κρίση, καθώς ανεξάρτητα από την κατάσταση της χώρας μας, ο ίδιος θα ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του σε μια άλλη πόλη. Βέβαια, φοβάται ότι ίσως να είναι δύσκολο να προσαρμοστεί στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και ότι πιθανότατα τα πράγματα να μην είναι όσο ειδυλλιακά παρουσιάζονται. Εάν δεν τα καταφέρει εκεί, σκέφτεται τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, παραδοσιακό προορισμό Ελλήνων μεταναστών.
Πόσο εύκολο είναι τελικά ένας νέος Έλληνας πτυχιούχος να αναζητήσει την τύχη του στο εξωτερικό; Είναι τα πράγματα όσο ειδυλλιακά παρουσιάζονται; Είναι οι φόβοι και οι ανησυχίες που θέλουν να φύγουν βάσιμοι;
Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα όλων εκείνων που ετοιμάζονται να φύγουν εκτός Ελλάδας, μιλήσαμε με νέους Έλληνες που έφυγαν πρόσφατα από την χώρα μας. O Κλεομένης, η Αναστασία και ο Πάνος μίλησαν στην Huffpost Greece για τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις τους από την Βόρεια Ιρλανδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τις Ηνωμένες Πολιτείες αντίστοιχα.
Κλεομένης Μπέτσιος, λογιστής, Μπέλφαστ και Κλουζ Ναπόκα
Ο Κλεομένης άρχισε να εργάζεται ως λογιστής στην Ελλάδα μόλις τελείωσε την στρατιωτική του θητεία το 2007 και τμήμα Λογιστικής του ΤΕΙ Σερρών. Μέχρι το 2010, όταν και έφυγε από την Ελλάδα, έβλεπε τα χρήματα να μειώνονται ολοένα και περισσότερο, με αποτέλεσμα να πάρει την απόφαση να ψάξει δουλειά στο εξωτερικό.
«Βρήκα δουλεία στο Μπέλφαστ της Β. Ιρλανδίας που ανήκει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η συνέντευξη και η αποδοχή του συμβολαίου έγινε μέσω Skype. H εταιρεία μου κάλυψε τα μεταφορικά και τις δύο πρώτες βδομάδες διαμονής σε ξενοδοχείο. Δεν είχα πρόβλημα για άδεια εργασίας και γενικότερα κανένα γραφειοκρατικό πρόβλημα».
Όπως ο ίδιος εξήγησε, η γραφειοκρατία ήταν μηδαμινή.
«Από την πρώτη κιόλας μέρα επικοινώνησα τηλεφωνικώς με το τοπικό ας το πούμε ΚΕΠ και έκλεισα ραντεβού για να εκδώσουν τα απαραίτητα έγραφα μου. Θυμάμαι το ραντεβού μου ήταν στις 11:00 και στις 11:10 είχα τελειώσει. Να σκεφτείς στην Ελλάδα χρειάζεται να πας στο ΙΚΑ , στην εφορία για ΑΦΜ και ένας Θεός ξέρει που αλλού αν είσαι αλλοδαπός».
«Στο Μπέλφαστ γίνανε όλα σε 10 λεπτά, σε ένα και μόνο γραφείο. Έμεινα 3 χρόνια στο Μπέλφαστ και να σκεφτείς δε χρειάστηκε ποτέ να κάνω φορολογική δήλωση. Αν είχα εξτρά εισοδήματα πέρα από αυτά που δήλωνε η εταιρεία που εργαζόμουν είχα την υποχρέωση να τα δηλώσω μόνος μου. Γραφειοκρατεία 0. Hassle-free όπως λένε».
Σύμφωνα με τον Κλεομένη, το κράτος στέκεται δίπλα στον πολίτη.
«Δε γνωρίζω πολλά για τα επιδόματα που προσφέρει το κράτος διότι δεν τα χρειάστηκα ποτέ αλλά είναι σίγουρα κοντά σου. Θυμάμαι συχνά οι ειδήσεις αναφέρονταν σε οικογένειες που κάνανε πολλά παιδιά και ζούσανε μόνο με τα επιδόματα αυτά χωρίς να χρειάζεται να δουλέψουν».
Την ίδια στιγμή, ο Κλεομένης δεν θα συνιστούσε σε κανένα να έρθει στην Βόρεια Ιρλανδία χωρίς να έχει βρει δουλειά προηγουμένως, ενώ προειδοποιεί όποιον ενδιαφέρεται ότι η δουλειά στην αρχή δεν θα είναι πάντα αυτή που επιθυμεί κάποιος.
«Σίγουρα δε συνιστώ κανέναν να πάει στα τυφλά στο εξωτερικό χωρίς να έχει βρει δουλειά προηγούμενός εκεί που πάει. Η δουλεία στην αρχή δεν θα είναι αυτή που έχει σπουδάσει κάποιος. Θα είναι σερβιτόρος η κάτι τέτοιο».
Ο Κλεομένης πρόσφατα μετακόμισε στην Ρουμανία, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες, όπου του δόθηκε η δυνατότητα να εργαστεί πάνω στο αντικείμενό του.
«Η δουλειά μου στο Μπέλφαστ ήταν άσχετη με τα οικονομικά που έχω σπουδάσει. Στη Ρουμανία μου δόθηκε η ευκαιρία να επιστρέψω στα οικονομικά λογιστικά. Δεν το έχω μετανιώσει διότι οι Ρουμάνοι είναι πιο ζεστοί και πιο κοντά με τους Έλληνες. Βαλκάνιοι».
Όπως ο ίδιος ανέφερε, η μηδαμινή γραφειοκρατία της Ρουμανίας έχει προσελκύσει σειρά πολυεθνικών εταιρειών.
«Το εντυπωσιακό είναι ότι στη Ρουμανία ναι μεν έχουν πολύ γραφειοκρατεία αλλά έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να προσελκύουν πάρα πολλές πολυεθνικές εταιρείες. Ζω στη πόλη Κλουζ Ναπόκα . Πληθυσμός κάπου 400.000. Πανεπιστημιούπολη. Οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται εδώ πέρα δεν υπάρχουν σε καμία περίπτωση στη Θεσσαλονίκη από όπου κατάγομαι. Έχουν τη λογική της flat φορολόγησης 16% για όλους. Επιχειρήσεις και οι ιδιώτες».
«Οι εταιρείες αυτές στις περισσότερες περιπτώσεις ψάχνουν επιστημονικό προσωπικό. Οικονομολόγους, προγραμματιστές καλοί γνώστες ξένων γλωσσών. Κάτι παραπλήσιο θα μπορούσε να είχε γίνει και στην Ελλάδα».
Σύμφωνα με τον Κλεομένη, τα χρήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πολύ περισσότερα, ενώ στην Ρουμανία οι Έλληνες πληρώνονται καλύτερα από τους ντόπιους.
«Στη Βόρεια Ιρλανδία ο μικτός μισθός junior υπαλλήλου είναι 20.000 λίρες, ο οποίος ανεβαίνει με αντικειμενικά κριτήρια απόδοσης, bonus. Στη Ρουμανία είναι κάπου στα 1000 ευρώ καθαρά για junior πτυχιούχο Έλληνα. Ένας Ρουμάνος σε αντίστοιχη θέση θα πάρει πολύ λιγότερα εξ αιτίας της γλώσσας. Ευτυχώς η ελληνική γλώσσα θεωρείται εξωτική στην Ευρώπη και πληρώνουν κάτι έξτρα για αυτό».
Ο Κλεομένης θα συνιστούσε στον οποιοδήποτε να κυνηγήσει την τύχη του αλλού, με την προϋπόθεση ότι θα αναζητήσουν δουλειά πριν φύγουν από την Ελλάδα. Επίσης, στις αρχές οι μισθοί δεν θα είναι παχυλοί και δεν θα γίνουν σε καμιά περίπτωση αυτομάτως πλούσιοι.
Αναστασία Σαχπαζίδου, γραμματέας σε πολυεθνική εταιρεία, Άμπου Ντάμπι
Η Αναστασία ήθελε να φύγει στο εξωτερικό από την πρώτη στιγμή που τελείωσε τo τμήμα Fashion Marketing στο ΒCA-London Metropolitan University. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι μια μεγάλη αγορά και της φάνηκε μια καλή ευκαιρία και, καθώς ο πατέρας της δούλευε σε κατασκευαστική εταιρεία εκεί, ήταν εύκολο να την προσλάβουν ως γραμματέα. Έτσι πήρε την απόφαση να μετακομίσει από την Αθήνα στο μακρινό Άμπου Ντάμπι, το οποίο απέχει μία ώρα από το Ντουμπάι.
«Η ζωή εδώ, ειδικά για τους δυτικούς και τους λευκούς, δεν έχει καθόλου επιπλοκές. Βρίσκεις ό,τι θες, τα πιο επώνυμα brands. Η διασκέδαση και η νυχτερινή ζωή είναι κανονική και έχω προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής της χώρας».
Μπορεί η ίδια να κατάφερε να βρει εργασία στο Άμπου Ντάμπι, όμως δεν θα πρότεινε σε κάποιον να έρθει στα Αραβικά Εμιράτα χωρίς να έχει διασυνδέσεις.
«Αν είσαι νέος, χωρίς προϋπηρεσία είναι δύσκολο (να βρεις δουλειά) χωρίς διασυνδέσεις. Αν έχει χρόνια προϋπηρεσίας στο βιογραφικό σου είναι πιο εύκολο. Αυτοί εδώ ψάχνουν κυρίως Ευρωπαίους και Αμερικανούς μάνατζερς από την Δύση. Όσο πιο πολλά προσόντα έχεις τόσο πιο πολλές οι πιθανότητες. Τα αγγλικά είναι must και χωρίς αυτά δεν κάνεις τίποτα».
Όπως εξήγησε η Αναστασία, ο μισθός για έναν λευκό χωρίς πολύ προϋπηρεσία ξεκινά από 1.500 με 2.000 ευρώ, ενώ σε κάποιες εταιρείες υπάρχουν αρκετά προνόμια, όπως δωρεάν αυτοκίνητα ή διαμονή.
«Για senior managers οι μισθοί μπορεί να φτάσουν να είναι 6.000 με 10.000 ευρώ».
Πάνος Ρούσσος, γιατρός, Νέα Υόρκη
Ο Πάνος πήρε την απόφαση να φύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν ήταν στο τέταρτο έτος της Ιατρικής Σχολής στην Κρήτη. Το καλοκαίρι του 2008, αφού είχε τελειώσει το διδακτορικό του και είχε βρει θέση για ειδικότητα στην Νέα Υόρκη, πραγματοποίησε την απόφασή του.
«Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις των Ιατρικών Σχολών που δίνουν στην Αμερική (USMLE)», εξηγεί ο Πάνος.
Βίζα απέκτησε μέσω του νοσοκομείου που τον δέχτηκε. Στο τρίτο έτος της ειδικότητας, δηλαδή το 2011, ο ίδιος κατέθεσε χαρτιά για να πάρει την πράσινη κάρτα, κίνηση που έγινε δεκτή. Η βίζα του κανονίστηκε μέσω του Διεθνούς Γραφείου (International Office) και για την πράσινη κάρτα χρειάστηκε να βρει δικηγόρο που ειδικεύεται σε θέματα μετανάστευσης.
«Πιστεύω ότι πάνω στο αντικείμενό μου, εφόσον κανείς έχει πάει καλά στις εξετάσεις, μπορεί να βρει μια θέση για ειδικότητα».
Ο ίδιος δεν αποκλείει να γυρίσει στην Ελλάδα στο μέλλον, εάν του δοθεί η δυνατότητα να συνεχίσει την ιατρική έρευνα.
Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε πως, σύμφωνα με Ελληνίδα που μετακόμισε πρόσφατα στις ΗΠΑ και θέλει να παραμείνει ανώνυμη, πολλοί από αυτούς που φεύγουν στην Αμερική χωρίς να έχουν εξασφαλίσει πρώτα μια θέση, συχνά κάνουν «λευκούς» γάμους για να αποκτήσουν την πολυπόθητη πράσινη κάρτα.
«Αν θες να μείνεις Αμερική, αυτή είναι η λύση. Όλες οι άλλες λήγουν», είπε, προσθέτοντας ότι δεν είναι τόσο εύκολο να βρεις δουλειά στην Αμερική όσο παρουσιάζεται.