Τι το κοινό έχουν οι φόβοι που εκφράζουν διανοουμένοι όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν για τα μέτρα κατά της πανδημίας· οι αντιδράσεις κάμποσων κληρικών εδώ και έξω για τους περιορισμούς στη λατρεία· τα πάρτυ των νεαρών που επιδεικτικά αψηφούν τους περιορισμούς της κυκλοφορίας στη Βαυαρία, τη Νέα Υόρκη και αλλού· η κινδυνολογία κύκλων της αριστεράς κατά της κινητοποίησης του στρατού αν παραστεί ανάγκη· ο κώδωνας του κινδύνου που κρούουν εκκωφαντικά ένιοι συνταγματολογούντες· οι ενστάσεις όλων εκείνων που αποπειρώνται να υποβαθμίσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει λόγω του ιού;
Όλα αυτά, άλλο λιγότερο κι άλλο περισσότερο, είναι εκφάνσεις της πιο διαδεδομένης ιδεολογίας του καιρού μας, του αντικοινωνικού εγωκεντρισμού ‒ μιας ιδεολογίας η οποία στην δημόσια σφαίρα παίρνει εναλλάξ την όψη του ατομικισμού και του σεκταρισμού. Πρόκειται για αντιδράσεις άλλοτε θεσμοφανείς κι άλλοτε αυθόρμητες, άλλοτε σοφιστικές κι άλλοτε χυδαίες, που όλες τους όμως ανεξαιρέτως αμφισβητούν το ακρογωνιαίο θεμέλιο κάθε πολιτικής και βιολογικής κοινότητας: το ότι η αυτοσυντήρηση του συνόλου προέχει των επιθυμιών του ατόμου ή της ομάδας.
Η ”ατομική ευθύνη” που επικαλούνται τις ώρες αυτές πολλοί υπερφιλελεύθεροι για να αρνηθούν στο κράτος το δικαίωμα να ορίσει αυτό δεσμευτικά το πρακτέον, είναι ό,τι το μπαϊράκι της ”αυτοοργάνωσης” που ανεμίζουν διαρκώς οι αναρχοαυτόνομοι. Ό,τι το σύνθημα της ”αυτορρύθμισης” που λατρεύουν οι αγορές. Ό,τι το αίτημα του ”αυτοπροσδιορισμού” για τους δικαιωματιστές και τις οργανωμένες μειονότητες. Ό,τι τα μανιφέστα της ”αυτοέκφρασης” που εμπνέουν τη μόδα και το life style, αλλά και μεγάλο μέρος της σύγχρονης τέχνης. Ό,τι η ”αυτοτέλεια” που θεόθεν διεκδικούν για λογαριασμό τους ομολογίες και δόγματα. Ιδεωδοφανή προσχήματα δηλαδή, που ωστόσο πίσω τους κρύβονται οι πιο εγωιστικές επιδιώξεις.
Με άλλα λόγια, είναι η έκφραση μιας στάσης βαθιά ναρκισσιστικής. Οι υποστηρικτές της στην ουσία θέτουν εαυτόν πέραν, έξω και κατά του Συλλογικού, όπως αυτό εκφράζεται πρωτίστως από την πολιτειακή οργάνωση. Ενίοτε, όταν είναι ειλικρινείς, απορρίπτουν και την ίδια την έννοια του κοινού καλού και του γενικού συμφέροντος. Και πάντως καταλήγουν να αποθεώνουν τη λογική του κατακερματισμού και του κράτους εν κράτει.
Οι κοινωνίες του καιρού μας στην εύπορη Δύση φυλλορροούν. Στην καλύτερη περίπτωση είναι θρυμματισμένες εσωτερικά. Όντας υπέρμετρα πολύπλοκες έχουν απολέσει τον ενιαίο τους προσανατολισμό, το κοινό σημείο αναφοράς. Οι κεντρομόλες δυνάμεις τους όλο και πιο συχνά ηττώνται από τις φυγόκεντρες. Ο εξημμένος ατομοκεντρισμός, ο κατ’ επάγγελμα δικαιωματισμός, η υποκατάσταση της πολιτικής του ”εμείς” και των ”όλων” από την πολιτική του ”εγώ” και της σέκτας έχει διαβρώσει βαθιά τη συνοχή και την σύμπνοιά τους, έχει πλήξει τα ίδια τα ζωτικά τους ανακλαστικά.
Όπως στην περίπτωση του χρηματοπιστωτικού κραχ ή της κλιματικής αλλαγής ή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας ή της μεταναστευτικής κρίσης, πίσω από τον κουρνιαχτό που ξεσηκώνουν οι αέναες πολεμοπραξίες στην δημόσια σφαίρα, βλέπει κανείς το πραγματικό μέτωπο να θολώνει, να κρύβεται. Οι μικροί και μεγάλοι ”εμφύλιοι” που εκρήγνυνται εδώ κι εκεί ανάμεσα σε γκρουπούσκουλα όλο και πιο επιθετικά και αναιδή επικαλύπτουν τον κρίσιμο κίνδυνο, τον κύριο εχθρό. Υπό τέτοιους όρους, οι μηχανισμοί που διαμορφώνουν τη συναίνεση, θεμέλιο της δημοκρατίας, είναι εξ αρχής υπονομευμένοι.
Όσο έκτακτες κι αν είναι οι συνθήκες, όποια απειλή και αν έχει να αντιμετωπίσει η πολιτική ηγεσία, πάντα θα βρει απέναντί της ένα αποφασισμένο μικροσυμφέρον, μια μασκαρεμένη ιδιοτέλεια που θα της κουνάει το δάχτυλό εγκαλώντας την ότι παραβιάζει βάναυσα τις ελευθερίες της.
Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι νέα. Οι δημοκρατίες ήταν πάντοτε ανυπεράσπιστες απέναντι σ’ αυτή την εσωτερική τους ροπή προς την αποσύνθεση. Το κλασσικό τους πρότυπο, η αθηναϊκή δημοκρατία, δεν άντεξε ούτε δύο αιώνες. Στην ουσία δεν ηττήθηκε ούτε από τους Σπαρτιάτες ούτε από τον Φίλιππο, αλλά από την ανικανότητα του Δήμου να κάνει στην άκρη τούς διασπαστικούς παράγοντες που εκμεταλλεύονταν την αστάθεια και την ματαιοδοξία του, τον καιροσκόπο Αλκιβιάδη λ.χ. ή τους χρηματιζόμενους φιλομακεδόνες. Από την αδυναμία του δηλαδή να δει ως πρώτο και κύριο όχι την επικράτηση της μερίδας ή του ενός, αλλά την «σωτηρίαν της πόλεως».
Και όσο υπήρχε δύναμη κεντρομόλος ο Περικλής, η «ενός ανδρός αρχή» του Θουκυδίδη, το πράγμα κρατιόταν υπό έλεγχο. Μόλις αυτός εξέλιπε...