Κοινωνική πολιτική, πρωτογενή πλεονάσματα και το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής

Κοινωνική πολιτική, πρωτογενή πλεονάσματα και το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής
Open Image Modal
Spencer Platt via Getty Images

Μας λένε: Στην περίπτωση υπέρβασης των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος, οι επί πλέον πόροι κατευθύνονται στην άσκηση «κοινωνικής πολιτικής», που με όρους της σύγχρονης δημοσιονομικής πρακτικής σημαίνει, μικροεπιδόματα και παροχές προς στοχευμένες κοινωνικές ομάδες, στους «χρήζοντες βοηθημάτων».

Αυτό που παρουσιάζεται όμως ως η επιτομή της κοινωνικής ευαισθησίας είναι στην πραγματικότητα το αντίθετο: Η στοχοθεσία υψηλών πλεονασμάτων, σημαίνει κατ′ ανάγκην (και τουλάχιστον μέχρι σήμερα, που οι πρακτικές των ελληνικών κυβερνήσεων δεν έχουν προχωρήσει σε μια πολιτική εξορθολογισμένης, κοινωνικά δίκαιης μείωσης των κρατικών δαπανών, ούτε έχουν καταφέρει να βάλουν το δημόσιο να παράγει επί πλέον αξία ώστε να βρει εναλλακτικούς τρόπους συγκέντρωσης εσόδων) μια σκληρή φορολογική πολιτική που «στοχοποιεί» πρώτιστα τις παραγωγικές τάξεις - και άρα καθηλώνει τις παραγωγικές δυνάμεις μιας οικονομίας, καθώς δημιουργείται ένα αρνητικό περιβάλλον για την αναπαραγωγή της οικονομικής τους δραστηριότητας.

Αφού λοιπόν, καθηλώνεται η ενδογενής οικονομική δυναμική, έρχεται έπειτα ο δράστης (το κράτος) να μοιράσει μικρο-παροχές στις πιο ανήμπορες κοινωνικές ομάδες (με την ανημποριά τους να προκαλείται ακριβώς απ′ την καθήλωση της ενδογενούς οικονομικής δυναμικής). Άρα, αυτή η μορφή των κοινωνικών επιδομάτων δεν συνιστά τίποτε άλλο πέρα απ′ την «ανακύκλωση της κοινωνικής μιζέριας σε ανεκτά επίπεδα»: Απορροφούνται δε σε μικροκαταναλωτικές δαπάνες βασικών αγαθών, σε λογική στενότητας, και κατά κύριο λόγο καταλήγουν να χρηματοδοτούν δηλαδή την αγορά των φτηνιάρικων εισαγόμενων προϊόντων χαμηλής ποιότητας, που λειτουργούν οι μεγάλες αλυσίδες στοχεύοντας στους φτωχότερους. Δηλαδή σα να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, συν τοις άλλοις βάζουμε τα κοινωνικά επιδόματα να χρηματοδοτούν τα... ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου, και να ενισχύουν ένα κλίμα στην αγορά που ουσιαστικά δεν επιτρέπει και στην ανάπτυξη μιας αγοράς εγχώριων ποιοτικών προϊόντων.

Προσοχή: Η τακτική διανομής των επί πλέον του στόχου πλεονασμάτων προς ανακούφιση των οικονομικά πληγέντων, που επιλέγεται απ′ την κυβέρνηση με σκοπό τον περιορισμό του πολιτικού κόστους που προκύπτει απ′ την άσκηση της φοροληστρικής πολιτικής, την καθιστά ακόμα φοροληστρικότερη, γιατί καλείται να βγάλει απ′ την μύγα ξύγκι προκειμένου ν′ αποδείξει στην συνέχεια την «κοινωνική της ευαισθησία». Άρα, ο «κακός», στην προσπάθεια να βρει άλλοθι καλοσύνης, γίνεται χειρότερος...

Προσοχή ΙΙ: Η λογική υπερβάλλον πλεόνασμα-κοινωνικές παροχές έχει καθηλώσει τις δημόσιες επενδύσεις, που ούτως ή άλλως συμπιέζονται, γιατί οι οικονομικοί μας αφέντες απαιτούν υψηλά πλεονάσματα (προς εξυπηρέτηση του χρέους...), αλλά και γιατί η αναποτελεσματικότητα του κράτους έχει εκμηδενίσει την δυνατότητα να παράγει αυτό προστιθέμενη αξία (πόσο μάλλον κοινωνικά προστιθέμενη αξία).

Άρα, ανακεφαλαιώνοντας:

1. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα = καθήλωση των δημόσιων επενδύσεων

Σκεφτείτε, εναλλακτικά, ένα κράτος που θα είχε έστω το δικαίωμα ισοσκελισμού, κι άρα θα αποκτούσε την δυνατότητα να «ρίχνει» 1- 1,5 δισ. ευρώ κατ′ έτος στην χρηματοδότηση της έρευνας και εξέλιξης προς επιστροφή του εκπατρισμένου εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και κατ επέκτασιν προς ενίσχυση των εγχώριων κλάδων προστιθέμενης αξίας: Θα ’μασταν άλλη χώρα...

2. Υπερβάλλον του στόχου πλεόνασμα ―-> κοινωνικά επιδόματα = συμπίεση των μεσαίων, καθίζηση της κοινωνικής κινητικότητας, διεύρυνση των ανισοτήτων και αναπαραγωγή της κοινωνικής μιζέριας.

Η πολιτική αυτή ασκείται απ′ τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στις οικονομικά επιτηρούμενες απ′ το ΔΝΤ χώρες της Λατινικής Αμερικής, και ευθύνεται για την κατάσταση «στασιμότητας-στο-τέλμα» που έχει γίνει γνωστή στη χώρα μας (και διεθνώς) με τον όρο «λατινοαμερικανοποίηση».