Η φύση αυτή την εποχή στην πιερική γη είναι τόσο όμορφη που συνιστά αληθινό σκάνδαλο.
Ο ποταμός Αίσωνας και τα παρακλάδια του διατρέχουν την κοιλάδα ανάμεσα στον Όλυμπο και τα Πιέρια από δυτικά και μία ακτογραμμή εκατό περίπου χιλιομέτρων στα ανατολικά.
Περπατώντας κανείς παραπόταμα του Λεύκου με θέα αναπνοής τις κορυφές, τις πλαγιές και τον ορίζοντα έρχεται αντιμέτωπος με μία μυθική ομορφιά.
Τα νερά είναι πλούσια από τα χιόνια που λιώνουν, κάνοντας τα πλατάνια, τις λεύκες και τα αγριολούλουδα τρυφηλά, γητεύοντας τους αργυροτσικνιάδες, τα ψαρόνια και τα γλαροπούλια.
Τα τελευταία, καίτοι διασχίζουν ολημερίς τους παραπόταμους και τα ρέματα σαν υδάτινους λεωφόρους, έχουν πάντα τον νου τους στις εκβολές και τη μεγάλη πράσινη.
Γιατί η πιερική γη αγαπά τις αντιστροφές. Λίγο πριν από την ώρα του λυκόφωτος, τα νερά της θάλασσας είναι πράσινα, ενώ οι ορεινοί όγκοι παίρνουν χρώμα ένα ουράνιο μπλε.
Σε ένα τέτοιο ακροθαλάσσι, πριν από τριάντα ακριβώς χρόνια, στην Παραλία Κατερίνης, μία παρέα ίδρυσε μην έχοντας αυτό ακριβώς στα σχέδιά της, μία κοινότητα, πολύ προτού σκάσει μύτη ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ και τα κοινωνικά δίκτυα.
Ο Τάσος, ο Δημήτρης και ο Κωστής άνοιξαν το Caldera, από την καλδέρα του ηφαιστείου, σε μία απαράμιλλη σύμπτωση πνεύματος και διάθεσης με τον Νίτσε: «Πρέπει να χτίζουμε τα σπίτια μας, τις πόλεις μας πάνω σε ηφαίστεια».
Το Caldera κατά την τριακονταετή θητεία του δεν υπήρξε ουδέποτε απλώς ένα καφέ, ή ένα μπαρ. Ήταν πάντοτε η μόνιμη αφορμή για φιλίες, έρωτες και παρέες.
«Το φιάσκο της ζωής μας, η σκληρή φάρσα του εφήμερου», έγραφε ο Κωστής Παπαγιώργης, «έγκειται στο γεγονός ότι πρέπει να θεωρήσουμε ισχυρά τεκμήρια ζωής τις λαθραίες στιγμές που ένας φίλος έζησε ή λησμόνησε πλάι μας, χωρίς να έχει την πρόθεση να τις υπογράψει σαν διαθήκη. Το τυχαίο άναμμα της στιγμής, το συμπτωματικό και το ακούσιο αποκτούν ξαφνικά κύρος κωδίκελλων».
Ο Κωστής μπορεί να μην πίστευε στη φιλία, τους φίλους όμως τους πίστευε απολύτως. Ενώ για τους έρωτες αρέσκετο να γράφει: «Έρωτες και κουραφέξαλα.
Απλώς τους ζουν άμαθοι άνθρωποι, κατάλληλοι δηλαδή για να τρελαθούν από τα βάσανα της καρδιάς που τυφλώνεται, λατρεύοντας τις παραισθησιογόνες στερήσεις της».
Επειδή όμως όποιος κοιμήθηκε με το γάλα της αλήθειας στα χείλη, τον έφαγαν τα φίδια, η ζωή ευνοεί τη συντροφιά και αυγαταίνει τις πολυκέφαλες παρέες, που πίνουν, γελάν και τραγουδάν μέχρι το πρωινό της επόμενης ημέρας.
Όποιος κάνει σπουδαίες παρέες, κλέβει μεγαλείο.
Το στέκι, η επανάληψη, οι θαμώνες, οι μυστικές σχέσεις με τον τόπο πλέκονται μυστικά και αθροίζονται κάτω από τη μύτη του χρόνου.
Ο τόπος είναι ρουφιάνος του χρόνου. Με τους άλλους χάνουμε ή κερδίζουμε τον εαυτό μας.
Αυτή είναι η ανυπόθετη συνθήκη της διυποκειμενικότητας.
Αυτή η κοινότητα, Caldera the joint, τυγχάνει να εορτάζει το τριακοστό ιωβηλαίο της εν μέσω πανδημίας, με τον Γιάννη και τον Λάζο επικεφαλής, οι οποίοι το διευθύνουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Δεν υπάρχει λύπη που να μην μπορείς να μοιραστείς, χαρά που να μην μπορείς να γιορτάσεις, έρωτας που να μην μπορείς να τραγουδήσεις στο Caldera.
Σε εκείνο το θρυλικό ακροθαλάσσι με θέα τον Άθωνα στην Ανατολή, τον Όλυμπο στη Δύση, αφουγκραζόμενος τους αναστεναγμούς και τις αναπνοές του Θερμαϊκού.
Σε εκείνο το ακροθαλάσσι που πάντοτε κανείς αναμένει.
Έως ότου αντιληφθεί ότι αναμένει μάταια. Γιατί το θαύμα είναι η ίδια η αναμονή του.