Πήγα κάπου αλλά δεν μπορώ να σας πω πώς ήταν επειδή δεν είδα τίποτα. Μπορώ όμως να σας πω τι έκανα, πώς ένιωσα και ποιους συνάντησα. Για μία ώρα και παραπάνω περπάτησα στην Αθήνα με άλλους επτά ανθρώπους. Ακούγεται συνηθισμένο, αλλά αυτή η «βόλτα» είχε μια μικρή ιδιαιτερότητα: τα πάντα έγιναν στο απόλυτο σκοτάδι. Τα πάντα έγιναν δηλαδή όπως ακριβώς θα τα ζούσε και ένας τυφλός.
Ακούγεται αστείο, περίεργο, ακόμη και τρομακτικό. Έτσι τουλάχιστον μου ακούστηκε εμένα όταν διάβασα για το «Dialogue in The Dark», ένα πρωτοποριακό δρώμενο που φιλοξενείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Θέατρο Badminton.
Το «Dialogue in the Dark» παρουσιάστηκε στη Γερμανία το 1988 κι έκτοτε έχει ταξιδέψει σε πάνω από 30 χώρες και 127 πόλεις σ’ όλον τον κόσμο. Ποιος είναι ο στόχος του; «Να αντιστρέψει τους ρόλους: οδηγοί με μειωμένη ή καθόλου όραση συνοδεύουν μια ομάδα επισκεπτών σε μια βόλτα στο αστικό περιβάλλον, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι», διάβασα στις πληροφορίες.
Άλλο βέβαια να στο λένε και άλλο να ζεις. Επέλεξα το δεύτερο, και έτσι βρέθηκα στις 20.30 στο Badminton μαζί έναν φίλο μου και άλλους έξι άγνωστους ανθρώπους να περιμένουμε, με κάποια αμηχανία και άγχος, να αρχίσει η περιπέτεια στο σκοτάδι.
Μας οδήγησαν μέσα σε μια αίθουσα, μας έβαλαν να καθίσουμε και μας έδωσαν από ένα λευκό μπαστουνάκι, από αυτά που χρησιμοποιούν οι τυφλοί και οι άνθρωποι με μειωμένη όραση για τις μετακινήσεις τους. Με τα φώτα αναμμένα, μας είπαν λίγα λόγια για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει και μας καθησύχασαν: όλα ήταν απόλυτα ασφαλή, δεν υπήρχε περίπτωση να πέσουμε και εάν οποιαδήποτε στιγμή νιώθαμε άσχημα, αρκούσε απλά να το πούμε.
Για τελευταία φορά πριν κλείσουν τα φώτα, κοίταξα τα άγνωστα πρόσωπα τριγύρω μου, τα άτομα που θα έκαναν αυτή τη βόλτα μαζί μου. Και μετά, το απόλυτο σκοτάδι. Η ησυχία κράτησε για λίγα μόλις δευτερόλεπτα, καθώς αμέσως μετά ακούσαμε τη φωνή του οδηγού μας.
Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ ποτέ δεν έχω εμπιστευθεί κάποιον που δεν έχω δει. Και όμως, αυτή η φωνή που άκουγα τώρα ήταν απίστευτα οικεία, ζεστή και χαρούμενη. Ήταν ο Κώστας, ο οποίος έτσι απλά μας συστήθηκε και μας ζήτησε να του συστηθούμε και εμείς. Και από εκεί άρχισε και η βόλτα μας μαζί του. Αυτό που ακολούθησε συνοδεύεται από πολλά επίθετα. Ήταν περιπετειώδες, διασκεδαστικό, χαλαρωτικό και αποκαλυπτικό.
Λεπτομέρειες από τα μέρη που πήγαμε και για τα όσα κάναμε δεν θα σας δώσω. Αυτό με παρακάλεσε αρχικά και ο ίδιος ο Κώστας, αλλά αυτό επιθυμώ και εγώ. Συμβουλή; Μην διαβάσετε τίποτα, μα απολύτως τίποτα, για το «Dialogue in the Dark» πριν πάτε (εκτός βέβαια από αυτό το κείμενο). Εγώ το έκανα και τελικά ήταν λάθος.
Αφού είχαμε «περπατήσει» χιλιόμετρα, ο Κώστας μας μάζεψε όλους στο σκοτάδι– το που είναι ένα άλλο μυστικό που δεν θα αποκαλύψω-, μας ρώτησε πώς νιώθουμε και δέχθηκε τις ερωτήσεις μας. Τα παιδιά γύρω μου, ενθουσιασμένα, ήθελαν να μάθουν για την καθημερινότητα του, το πώς κυκλοφορεί, πώς μαγειρεύει. Απάντησε σε όλα με μια φυσικότητα που μας έκανε να νιώσουμε ακόμα πιο άνετα.
«Και η Βασιλική τι έχει να πει;», με ρώτησε. Τι μου είχε αλήθεια κάνει εντύπωση; Ότι είχα μπει κάπου με άτομα που δεν γνώριζα και δεν έβλεπα και μέσα σε μια ώρα αυτά τα άτομα με είχαν βοηθήσει για να μην σκοντάψω, με έβαλαν να κάτσω, φώναξαν το όνομά μου και γελάσαμε μαζί. Ότι εκεί που πριν μπούμε κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο «κάπως», μία καχυποψία που μόνο όσοι κρίνουν με το βλέμμα νιώθουν, τώρα καθόμασταν μαζί στο σκοτάδι και τα λέγαμε σαν φίλοι.
Βγαίνοντας από την ειδική εγκατάσταση, όλοι μας ήμασταν χαμογελαστοί, λες και μόλις είχαμε παρακολουθήσει κάποια κωμωδία. Αυτό για μένα ήταν μια ανακούφιση. Στο μυαλό μου είχα πλάσει κάτι πιο «βαρύ» και ψυχοπλακωτικό, αλλά σκοπός του «Dialogue in the Dark» είναι να προκαλέσει τα αντίθετα συναισθήματα. Φυσικά και θέλει να σε ταρακουνήσει και να σε βάλει στη θέση όσων δεν βλέπουν, αλλά κυρίως θέλει να σου δείξει ότι οι τυφλοί είναι άτομα που ζουν ανάμεσά μας και έχουν ζωές σαν τη δική μου και τη δική σου. Μας το είπε και ο ίδιος ο Κώστας: «Αν κάποιος που δεν βλέπει σου πει όχι στη βοήθεια που θα του προσφέρεις, μην νιώσεις άσχημα, ο ίδιος έχει το κόμπλεξ. Μπορείς να μάθεις πώς να κυκλοφορείς και να ζεις μόνος σου. Δεν είναι εύκολο να το κάνεις, αλλά είναι εφικτό».
«Το βασικότερο είναι να δει ο κόσμος ότι ο τυφλός είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Να έρθει σε επαφή μαζί με τον οδηγό του, να του κάνει ερωτήσεις, να γίνει ο “διάλογος στο σκοτάδι.” Μέσω αυτών των παρατηρήσεων, θέλουμε να καταλάβει ότι ένα άτομο με πρόβλημα όρασης μπορεί να κάνει, αν όχι τα πάντα, τα περισσότερα πράγματα. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πριν έρθει εδώ», μου λέει ο Κώστας, λίγα λεπτά αφότου τον είδα για πρώτη φορά.
«Οι αντιδράσεις στο δρώμενο ποικίλουν», μου απαντάει όταν τον ρωτάω για το πώς αντιμετωπίζει ο κόσμος το «Dialogue in the Dark». Κάποιοι δακρύζουν, άλλοι βγαίνουν γελώντας και τραγουδώντας, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο ίδιος έχει κάνει και φίλους.
Φεύγοντας, ένιωθα «ελαφριά», σαν να είχα μόλις αναδυθεί από ένα μέρος όπου ήρθα αντιμέτωπη με τις προκαταλήψεις μου , τους δισταγμούς μου, με τον ίδιο μου τον εαυτό. Το σκοτάδι έχει αυτή την επίδραση, σε καλεί σε ένα διάλογο με αυτά που βλέπει μόνο η ψυχή. Το πώς θα νιώσετε εσείς όταν πάτε δεν μπορώ να σας το πω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην επιστροφή για το σπίτι, όχι μόνο θα έχετε «δει» έναν άλλο κόσμο, αλλά θα έχετε μάθει πράγματα που δεν γνωρίζατε και για σας τους ίδιους.