Η ανακάλυψη - σημαντικών αλλά όχι τεράστιων- κοιτασμάτων στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), είναι θετικό γεγονός μεν, πρέπει όμως να αντιμετωπιστεί στις σωστές διαστάσεις της και με αυτοσυγκράτηση από την ελλαδική και την ελληνοκυπριακή πλευρά. Πριν λίγα χρόνια η ανακάλυψη κοιτασμάτων στην θαλάσσια περιοχή ανοιχτά της Κύπρου, ορθώς είχε θεωρηθεί ως κίνητρο για τις δύο πλευρές, Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, για να εξευρεθεί λύση στο κυπριακό πρόβλημα.
Γι′ αυτό και ο διεθνής παράγοντας μεσολάβησε για να πραγματοποιηθούν εντατικές διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό μέσα στο 2017 στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας. Αυτές όμως, την τελευταία στιγμή ναυάγησαν, και για την αρνητική αυτή εξέλιξη σύμφωνα με τον ΟΗΕ έχει ευθύνες μεταξύ άλλων και η δική μας πλευρά. Ειδικά δε ο πρόεδρος της Κύπρου, Ν. Αναστασιάδης, ουσιαστικά αποχώρησε από τις συνομιλίες, ενώ αυτές είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από μία λύση.
Η θέση της διεθνούς Κοινότητας είναι ότι, ναι μεν η Κυπριακή Δημοκρατία έχει το δικαίωμα σε έρευνες και εξορύξεις, αλλά τα έσοδα και ο πλούτος αυτός πρέπει να αξιοποιηθούν προς όφελος και των δύο Κοινοτήτων της Κύπρου. Ότι και στην διαχείριση των εσόδων πρέπει να μετέχουν, τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι. Και ο ασφαλής τρόπος για να γίνει αυτό είναι να βρεθεί (συμβιβαστική βεβαίως) λύση στο Κυπριακό, σε βάση Ομοσπονδίας -έστω χαλαρής, με την οποία Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα μετέχουν, με βάση την πολιτική ισότητα, στην διακυβέρνηση του κράτους.
Ορισμένοι σε Ελλάδα και Κύπρο λένε ότι, από τον πλούτο αυτόν οι Τουρκοκύπριοι θα ωφεληθούν, μόνον αφού και όταν βρεθεί λύση στο Κυπριακό. Αυτό, σε ένα πρόβλημα που χρονίζει επί δεκαετίες, δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό. Διότι θα μπορούσε να είναι πρόσχημα για τους Ελληνοκύπριους, να τρενάρουν επ’ αόριστον τις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού, και στο μεταξύ να νέμονται μόνοι τους τα έσοδα από τις έρευνες και τις εξορύξεις.
Διότι σήμερα η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία ελέγχεται μόνο από την ελληνοκυπριακή Κοινότητα, και όχι και από τις δύο Κοινότητες όπως προβλέπουν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960, με τις οποίες ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Η κατάσταση αυτή υπάρχει, όχι από την τουρκική στρατιωτική εισβολή του 1974, αλλά πολύ πριν, από το 1963, μόλις δηλαδή τρία χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου.
Η θέση της Τουρκίας
Η Τουρκία έχει καταστρώσει εδώ και λίγα χρόνια μια επιθετική στρατηγική, καθώς συνδέει το Κυπριακό με τα κοιτάσματα στην Ανατολική Μεσόγειο, με αγωγούς που πρόκειται να δημιουργηθούν, αλλά και την εκκρεμή οριοθέτηση των ΑΟΖ στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ίδιας της Τουρκίας. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία, που διεκδικεί ρόλο ισχυρής περιφερειακής δύναμης, δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αυτόν τον ρόλο, χωρίς ενεργή συμμετοχή στο ενεργειακό παιχνίδι της περιοχής.
Η Τουρκία επιχειρεί να καταγράψει αμφισβητήσεις, στέλνοντας ένα καθαρό μήνυμα ότι χωρίς τη συμμετοχή της δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Η Τουρκία αμφισβητεί τμήμα της οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου, θεωρώντας ότι παρακάμπτει δικά της συμφέροντα, όπως στο βόρειο τμήμα του Οικοπέδου 6 (όχι στο σημείο του Οικοπέδου όπου γίνονται έρευνες) δυτικά της Πάφου. Επίσης, επικαλείται ”συμφωνία” μεταξύ της Τουρκίας και της αυτοαποκαλούμενης ”Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου” για έρευνες βορείως της Κύπρου.
Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι και η Τουρκία ως παράκτια χώρα έχει νόμιμα συμφέροντα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Όχι βέβαια στην έκταση που αυτή ισχυρίζεται, αλλά πάντως υπαρκτά με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας.
Η σωστή κίνηση της Κύπρου να εμπλέξει μεγάλες διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες στην αξιοποίηση των κυπριακών κοιτασμάτων, από μόνη της δεν αρκεί. Καμία σοβαρή και μακροχρόνια επιχειρηματική επένδυση δεν μπορεί να γίνει σε συνθήκες έντασης και αστάθειας.
Οι τριμερείς συνεργασίες Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη συνεννόησης με την Τουρκία, ούτε -πολύ περισσότερο- να αποσκοπούν (ή να φαίνεται ότι αποσκοπούν) στον αποκλεισμό της Τουρκίας από την αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου.
Αναδιαμόρφωση του τοπίου
Η Τουρκία εδώ και καιρό είχε αρχίσει να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Δύση, με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., παρά τις υπάρχουσες διαφορές. Το ίδιο κάνει και με χώρες «δυτικής» επιρροής στη Μ. Ανατολή, όπως Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία κ.α., ενώ προσπαθεί με την Αίγυπτο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιταχύνει την «στροφή» της αυτή.
Η επαναπροσέγγιση Τουρκίας-Ισραήλ, θα περιλάβει και λύσεις για την διοχέτευση ισραηλινού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, με σημαντικό τον δίαυλο μέσω Τουρκίας. Εφόσον κανείς δεν μιλά πλέον σοβαρά για τον μηδέποτε ρεαλιστικό στόχο της κατασκευής του αγωγού EastMed μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, θα αναζητηθούν άλλες προοπτικές. Ακόμα και η Αίγυπτος αναζητά εναλλακτικούς δρόμους.
Αν δεν υπάρξει κάποια συνεννόηση προς διευθέτηση του Κυπριακού, η Κύπρος θα μείνει έξω από τους νέους ενεργειακούς σχεδιασμούς. Θα απομονωθεί, και φυσικά με στο νέο παγκόσμιο κλίμα το Κυπριακό υποβαθμίζεται και ξεχνιέται.
H στασιμότητα στο Κυπριακό δημιουργεί επιπλέον κινδύνους και περιπλοκές. Το status quo δεν είναι αναλλοίωτο, μπορεί μάλιστα να επιδεινωθεί. H αποτυχία των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά, η καχυποψία της διεθνούς κοινότητας για έλλειψη επιθυμίας και των δύο πλευρών για λύση, το γεγονός ότι επί 6 χρόνια δεν υπάρχει καμία κινητικότητα, αλλά και η μετατόπιση του διεθνούς ενδιαφέροντος προς τις κρίσεις της Ουκρανίας και της Ταϊβάν, είναι ανησυχητικοί παράγοντες. Όλες οι δυσμενείς εξελίξεις στο Κυπριακό υπήρξαν όταν οι διαδικασίες επίλυσης του είχαν βαλτώσει.
Η Κύπρος δεν μπορεί να «σπαταλά» αλόγιστα το διπλωματικό κεφάλαιο, που της προσέφερε η ένταξή της στην ΕΕ. Καταγγελίες για τη στάση της Τουρκίας σχετικά με γεωτρήσεις δεν αρκούν.
Η Κύπρος μπορεί να συνεχίσει την προσπάθεια για εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Θα ήταν όμως σημαντικό:
Η ελληνοκυπριακή ηγεσία να ζητήσει άμεση συνάντηση με την τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Να συγκροτήσουν μια κοινή Επιτροπή που θα διαχειρίζεται τα θέματα των υδρογονανθράκων.
Από κοινού να καλέσουν την Τουρκία να αποσύρει τις ναυτικές δυνάμεις της από την περιοχή που γίνονται οι εξορύξεις.
Να συνομιλήσουν με τα αρμόδια όργανα της Τουρκίας για τον καθορισμό της ΑΟΖ στην θάλασσα που περιβρέχει τις δυο χώρες.
Να ξαναρχίσουν διαπραγματεύσεις και να ζητήσουν από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να συγκαλέσει μια νέα Διάσκεψη για να λυθεί οριστικά το Κυπριακό.
***
* Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος