«Κόκκινα» δάνεια και «μαύρες τρύπες»

Ποιος ελέγχει την πληρότητα, θελκτικότητα και αποτελεσματικότητα των «τραπεζικών προϊόντων αναδιαρθρώσεων»;
Open Image Modal
Zephyr18 via Getty Images

Το πρόβλημα με τα κόκκινα δάνεια που ταλανίζει τη χώρα είναι γνωστόν τοις πάσι. Αυτό που ουδείς φαίνεται να γνωρίζει είναι πως θα λυθεί.

Το τελευταίο διάστημα είδαν το φως της δημοσιότητας τρεις διαφορετικές προτάσεις. Από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, από την Τράπεζα της Ελλάδος και από την Κυβέρνηση που φαίνεται να συγκεράζει τις δύο πρώτες. Συνεπώς, η κυβερνητική θέση κινείται σε ένα συγκεκριμένο άξονα: τιτλοποίηση «κόκκινων» δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου (Asset Protection Scheme) όπως προτείνεται από το ΤΧΣ ή περαιτέρω «εργαλειοποίηση» της αναβαλλόμενης φορολογίας μέσω της δημιουργίας εταιρίας ειδικού σκοπού (SPV), λύση που προκρίνει η Τράπεζα της Ελλάδας. Τελικός παρονομαστής, όποια πρόταση και εάν υιοθετηθεί είναι η επιβάρυνση των φορολογούμενων. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι τελευταίοι από το 2011 έως σήμερα έχουν στηρίξει άμεσα τις ελληνικές τράπεζες με 46 δισ. ευρώ και τους έχουν έμμεσα παράσχει λογιστικά κεφάλαια 16 δισ. ευρώ (υπό τη μορφή της ΑΦΑ).

Η Αναβαλλόμενη Φορολογική Απαίτηση (ΑΦΑ) είναι μια παλαιά λογιστική πρακτική που αφορά όλες τις επιχειρήσεις. Με την ΑΦΑ μια επιχείρηση έχει τη δυνατότητα στην περίπτωση που μία ή περισσότερες χρονιές εμφανίσει ζημίες να τις συμψηφίσει με κερδοφόρες χρήσεις, καταβάλλοντας μικρότερο φόρο από αυτόν που της αναλογεί. Όμως, η δυνατότητα συμψηφισμού για κάθε απλή επιχείρηση ισχύει για πέντε χρήσεις. Η ειδική μεταχείριση των τραπεζών για την ΑΦΑ αποφασίστηκε το 2012 λόγω των τεράστιων ζημιών που προκλήθηκαν από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (PSI). Έτσι αποφασίστηκε να επεκταθεί η δυνατότητα συμψηφισμού για τις τράπεζες που μετείχαν στο PSI, για 30 χρόνια!

Σήμερα προτείνεται μαζί με τα κόκκινα δάνεια να μεταβιβαστεί σε εταιρία ειδικού σκοπού η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, όχι ως μελλοντικό δικαίωμα συμψηφισμού έναντι πιθανών κερδών, αλλά ως ενεστώσα οφειλή του Δημοσίου ρυθμιζόμενη σε δόσεις.

Συνεπώς εκπονείται άλλο ένα σχέδιο «σωτηρίας» των τραπεζών δίχως να λαμβάνουν το επιχειρηματικό ρίσκο οι υφιστάμενοι ιδιώτες μέτοχοι (κυρίως funds), αυξάνεται το δημόσιο χρέος και δεν δημιουργούνται κίνητρα επίλυσης του προβλήματος από τα ήδη εντεταλμένα τραπεζικά στελέχη. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια εκατοντάδες τραπεζικά στελέχη έχουν επιστρατευτεί στον τομέα των αναδιαρθρώσεων δανείων. Μάλιστα, η πολιτεία θεσμοθέτησε και ποινική ασυλία για τις αποφάσεις που λαμβάνουν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δραστηριότητας.

Ποιος όμως ελέγχει την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα των ενεργειών τους; Πέτυχαν τους στόχους που είχαν τεθεί και εάν όχι ποιες οι κυρώσεις; Ποιες μορφές κοινωνικής λογοδοσίας, για τα διοικητικά στελέχη, θέσπισε η κυβέρνηση πριν σπεύσει να τους συνδράμει για άλλη μια φορά; Ποιος ελέγχει την πληρότητα, θελκτικότητα και αποτελεσματικότητα των «τραπεζικών προϊόντων αναδιαρθρώσεων»;

Πράγματι, δίχως τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει καμία χώρα. Για αυτό το λόγο πρέπει να το προφυλάξουμε. Και ο καλύτερος τρόπος είναι πριν βάλουμε πάλι το χέρι στην τσέπη να ελέγξουμε ποιοι έκαναν σωστά τη δουλειά τους και ποιοι όχι. Ειδάλλως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα εξελιχθεί σε μια μαύρη τρύπα που θα μας καταπιεί όλους…