Κόλαφος κατά της Ελλάδας το ΕΔΔΑ για ναυάγιο προσφύγων στο Φαρμακονήσι

Προσφεύγοντες που βρίσκονταν στη βάρκα, υπέστησαν «εξευτελιστική μεταχείριση». Η Ελλάδα καλείται να καταβάλει αποζημίωση 330.000 ευρώ.
|
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Παραβιάσεις άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα από την πλευρά της Ελλάδας διαπίστωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην απόφαση που εξέδωσε για ναυάγιο προσφύγων στο Φαρμακονήσι.

Κατά το ναυάγιο, που έγινε στις 20 Ιανουαρίου 2014, έχασαν τη ζωή τους έντεκα πρόσφυγες.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι ελληνικές αρχές «δεν έκαναν εμπεριστατωμένη και αποτελεσματική έρευνα για να ρίξουν φως στις συνθήκες, υπό τις οποίες βυθίστηκε η βάρκα» και ότι δεν έκαναν «όσα θα ήταν λογικό να περιμένει κανείς για να παρέχουν στους προσφεύγοντες και τους συγγενείς τους την προστασία που χρειάζονταν».

Επίσης, έκρινε ότι δώδεκα από τους προσφεύγοντες που βρίσκονταν στη βάρκα, υπέστησαν «εξευτελιστική μεταχείριση» κατά τη σωματική έρευνα που τους έγινε μετά την αποβίβασή τους στο Φαρμακονήσι.

Η Ελλάδα καλείται να καταβάλει συνολική αποζημίωση 330.000 ευρώ στους 16 προσφεύγοντες.

Η προσφυγή υποβλήθηκε από 13 Αφγανούς, δύο Σύρους και έναν Παλαιστίνιο. Αφορά τη βύθιση αλιευτικού σκάφους που μετέφερε 27 αλλοδαπούς, στις 20 Ιανουαρίου 2014, στο Αιγαίο Πέλαγος ανοιχτά του Φαρμακονησίου. Οι προσφεύγοντες επέβαιναν στο σκάφος, η βύθιση του οποίου είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 11 ατόμων.

Οι διαπιστώσεις του ΕΔΔΑ για το ναυάγιο

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχε κινηθεί ποινική δίωξη κατά των εμπλεκόμενων λιμενικών αρχών σχετικά με τα επίμαχα γεγονότα. Αυτή η διαδικασία ήταν καταρχήν πιθανό να ρίξει φως στις περιστάσεις της υπόθεσης, για να διαπιστωθούν τα πραγματικά περιστατικά και να οδηγήσουν, εάν χρειαστεί, στην επιβολή κυρώσεων. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα σχετικά με την παρούσα διαδικασία.

Πρώτον, ορισμένοι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για προβλήματα ερμηνείας κατά τη διαδικασία των καταθέσεών τους. Υποστήριξαν ότι το πραγματικό περιεχόμενο των καταθέσεών τους δεν ήταν αυτό που καταχωρήθηκε και ότι ποτέ δεν δήλωσαν ότι το σκάφος ναυάγησε λόγω ξαφνικής ενέργειας των επιβατών. Σε βάρος των δύο διερμηνέων κινήθηκε έρευνα για ψευδορκία κατά την άσκηση του καθήκοντός τους, και το ποινικό δικαστήριο, το οποίο αθώωσε τον έναν από τους διερμηνείς, δέχθηκε ότι δεν μιλούσε τη γλώσσα των προσφευγόντων. Οι αρχές ενημερώθηκαν για αυτά τα σοβαρά προβλήματα διερμηνείας στις 23 Ιανουαρίου 2014.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενο αυτών των καταθέσεων παρουσίαζε πολύ σοβαρά ελαττώματα, συνέχισε να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δικογραφίας μέχρι που ο Εισαγγελέας έπαυσε τη διαδικασία. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι, μόλις οι αρχές έλαβαν γνώση των ισχυρισμών των προσφευγόντων σχετικά με αυτές τις ελλείψεις, θα έπρεπε τουλάχιστον να τις διερευνήσουν πριν εντάξουν τις καταθέσεις στη δικογραφία.

Δεύτερον, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από τον εισαγγελέα να διατάξει την κατάσχεση του αλιευτικού σκάφους και την εξέτασή του από εμπειρογνώμονες, για να τους παρασχεθεί η καταγραφή που περιέχει την επικοινωνία των λιμενικών καθώς και των στοιχείων που αναδύονται από το σήμα και το ραντάρ της στρατιωτικής βάσης του Φαρμακονησίου και να τους επιτρέψουν να ορίσουν πραγματογνώμονα. Μόνο τα δύο πρώτα αιτήματα έγιναν δεκτά από τον εισαγγελέα. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εν λόγω υπόθεση παρουσίαζε στοιχεία που ήταν γνωστά μόνο στις αρχές. Κατά την άποψή του, ήταν πολύ αμφίβολο αν οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν επαρκώς σε αυτή τη διαδικασία, η οποία αφορούσε πολύ σοβαρά γεγονότα, χωρίς τις ηχογραφήσεις που είχαν ζητήσει, γιατί η ουσία της υπόθεσης βρισκόταν ακριβώς σε αυτή την πτυχή.

Τρίτον, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι, παύοντας την εξέταση της υπόθεσης, ο εισαγγελέας περιορίστηκε στο να σημειώσει ότι «Η επαναπροώθηση ως διαδικασία επιστροφής ή ρυμούλκησης … σε χωρικά ύδατα δεν υπάρχει ως πρακτική…». Τόνισε ότι, σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας της εποχής είχε δηλώσει ότι «οι ελληνικές αρχές θα επέστρεφαν (τους μετανάστες) στην τουρκική πλευρά» και ότι η ακτοφυλακή είχε εμποδίσει (να φτάσουν στην Ελλάδα) αρκετοί μετανάστες (σε σύγκριση με τους 7.000 συλληφθέντες). Επιπλέον, οι προσφεύγοντες είχαν προβεί και σε άλλες καταγγελίες, οι οποίες δεν εξετάστηκαν από τον εισαγγελέα.

Είχαν διαμαρτυρηθεί, ειδικότερα, για το ότι η συνολική επιχείρηση δεν είχε οργανωθεί και διεξαχθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλιστεί η προστασία του δικαιώματός τους στη ζωή και των δικαιωμάτων των συγγενών τους, ότι το συντονιστικό και ερευνητικό κέντρο δεν είχε ενημερωθεί και ότι δεν είχαν τηρηθεί οι διατάξεις των διεθνών κειμένων για το θέμα.

Πρόκειται, σύμφωνα με το Δικαστήριο, για οδούς έρευνας που ήταν προφανώς αναγκαίες αλλά που δεν ακολουθήθηκαν, γεγονός που έθετε σε κίνδυνο την ικανότητά τους να φωτίσουν πλήρως τις συνθήκες του ναυαγίου.

Ερωτήματα για την επιχείρησης διάσωσης

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι ορισμένα από τα πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται μεταξύ των διαδίκων ή προέκυπταν αναμφισβήτητα από το υλικό της δικογραφίας και από τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων.

Κατά την άφιξη στο χώρο, το πλήρωμα του PLS 1362 ενημερώθηκε για τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες βρισκόταν το αλιευτικό σκάφος, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασής του, καθώς και του γεγονότος ότι σε αυτό το σκάφος επέβαιναν γυναίκες και παιδιά. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η κατάσταση του αλιευτικού σκάφους, το οποίο ήταν κακοσυντηρημένο καθώς και ο αριθμός των επιβατών, ο οποίος υπερέβαινε το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν επί τόπου, ήταν οι λόγοι βάσει των οποίων διατάχθηκε η ρυμούλκηση του αλιευτικού στο Φαρμακονήσι.

Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία εξήγηση για το πώς οι αρχές σχεδίαζαν να τους φέρουν σε ασφαλές μέρος, με το σκάφος PLS 136, το οποίο ήταν ταχύπλοο και το οποίο δεν είχε τον απαραίτητο εξοπλισμό για διάσωση. Επιπλέον, οι λιμενικοί δεν εξέτασαν ποτέ το ενδεχόμενο να ζητήσουν περαιτέρω βοήθεια ούτε είχαν ενημερωθεί οι αρμόδιες αρχές να στείλουν ένα καταλληλότερο σκάφος για επιχείρηση διάσωσης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, δεν δόθηκαν σωσίβια στους επιβάτες του αλιευτικού σκάφους εκ των προτέρων επειδή δεν υπήρχε κανένα στο PLS 136.

Ακόμη, η πρώτη φάση της ρυμούλκησης διακόπηκε από την αποκοπή της άγκυρας που βρισκόταν στην πλώρη του σκάφους. Έστω και αν υποτεθεί ότι η ανατροπή του σκάφους έγινε, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση, λόγω του πανικού των επιβατών του και των ξαφνικών τους κινήσεων, το Δικαστήριο μπορούσε μόνο να σημειώσει ότι αυτός ο πανικός έπρεπε να προβλεφθεί δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν σε τέτοιες συνθήκες. Οι λιμενικοί ωστόσο προχώρησαν σε μια δεύτερη προσπάθεια ρυμούλκησης. Η κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί πραγματοποιήθηκε δεύτερη ρυμούλκηση, παρά το γεγονός ότι είχε παρατηρηθεί πανικός την πρώτη φορά.

Επιπλέον, το κέντρο συντονισμού και έρευνας ενημερώθηκε για το εν λόγω περιστατικό μόλις στις 02:13 π.μ., όταν το ψαροκάικο είχε ήδη μισοβυθιστεί. Στις 02:16 το αλιευτικό βυθίστηκε εντελώς και μερικοί από τους συγγενείς των προσφευγόντων βρέθηκαν στοιβαγμένοι στην καμπίνα. Το Δικαστήριο τόνισε την ύψιστη σημασία του χρονικού παράγοντα σε μια τέτοια κατάσταση.

Επιπλέον, μήνυμα ειδοποίησης Mayday Relay ώστε τα σκάφη που πλέουν κοντά να σπεύσουν στο σημείο, δεν μεταδόθηκε παρά στις 2:25 π.μ., 12 λεπτά μετά την ενημέρωση του συντονιστικού κέντρου, για τη βύθιση από το λιμενικό. Επιπλέον, η κινητοποίηση και η άφιξη των διαθέσιμων μέσων διάσωσης έγινε με καθυστέρηση: το ελικόπτερο που ζήτησε το εθνικό κέντρο συντονισμού και έρευνας στις 2:29 π.μ. δεν έφτασε μέχρι τις 3:52 π.μ.. Η παροχή στρατιωτικού σκάφους του πολεμικού ναυτικού ζητήθηκε από το εθνικό κέντρο συντονισμού και έρευνας στις 2:45 π.μ. και το πρώτο σκάφος του λιμενικού, το PLS 616, έφτασε στο σημείο στις 3:32 π.μ.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι η κυβέρνηση δεν παρείχε καμία εξήγηση σχετικά με τις παραλείψεις και τις καθυστερήσεις στην προκειμένη περίπτωση, και ότι εγείρονται σοβαρά ερωτήματα ως προς τον τρόπο με τον οποίο η επιχείρηση διεξήχθη και οργανώθηκε. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι οι ελληνικές αρχές δεν έκαναν αυτό που θα μπορούσαν εύλογα να αναμένεται από αυτές προκειμένου να προσφέρουν στους προσφεύγοντες και τις οικογένειές τους το επίπεδο προστασίας που απαιτείται

Εξευτελιστική μεταχείριση

Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι κατά την άφιξή τους στο Φαρμακονήσι οι ενδιαφερόμενοι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να κινηθούν ελεύθερα. Ήταν υπό τον έλεγχο των αρχών και ως εκ τούτου έπρεπε να ακολουθήσουν τις οδηγίες των αρχών. Στη συνέχεια παρατήρησε ότι οι επιζώντες από τη βύθιση μεταφέρθηκαν σε υπαίθριο γήπεδο μπάσκετ και τους διέταξαν να γδυθούν, όπου υποβλήθηκαν σε σωματική έρευνα μπροστά στα μάτια των άλλων επιζώντων και μιας ομάδας στρατιωτών. Τους ζητήθηκε να σκύψουν και να κάνουν μια περιστροφή.

Η κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί ήταν απαραίτητη η έρευνα για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια. Ούτε επικαλέστηκε άλλους λόγους δημόσιας τάξης για την εν λόγω έρευνα. Ούτε ανέφερε ότι υπήρχαν υποψίες ότι οι προσφεύγοντες ήταν οπλισμένοι ή αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια των αρχών επιβολής του νόμου. Μάλιστα κατά την άφιξή τους στο Φαρμακονήσι οι προσφεύγοντες ήταν μάλλον εξαντλημένοι, σοκαρισμένοι από τα γεγονότα που είχαν συμβεί και ανησυχούσαν για τη μοίρα των αγαπημένων τους.

Ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η έρευνα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες αναγκάστηκαν να γδυθούν την ίδια ώρα και στο ίδιο μέρος, μπροστά σε τουλάχιστον 13 άτομα. Δεν μπορεί μάλιστα να αποσιωπηθεί το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες βρίσκονταν σε ακραία κατάσταση ευπάθειας. Μόλις είχαν επιζήσει από ναυάγιο και κάποιοι από αυτούς είχαν χάσει τους συγγενείς τους. Βίωναν αναμφίβολα μια κατάσταση ακραίου στρες και ένιωθαν ήδη αισθήματα έντονου πόνου και θλίψης.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι σωματικές έρευνες των 12 προσφευγόντων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν υπό αυτές τις συνθήκες, βασίστηκαν, όπως θα έπρεπε, σε επιτακτική ανάγκη ασφαλείας, επιβολής του νόμου ή πρόληψης εγκλήματος.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου θεώρησε ότι αυτή η έρευνα μπορεί να προκάλεσε στους συγκεκριμένους προσφεύγοντες ένα αίσθημα κατωτερότητας και αγωνίας αγγίζοντας το βαθμό εξευτελισμού που αναπόφευκτα συνεπάγεται η σωματική έρευνα. Από αυτό συμπέρανε ότι η έρευνα υπό αυτές τις συνθήκες ισοδυναμούσε με εξευτελιστική μεταχείριση.

(με πληροφορίες από ΑΠΕ, dikastiko.gr, Echrcaselaw)